Τέσσερα χρόνια από τον θάνατο του Λου Ρηντ
—του Γιώργου Γλυκοφρύδη—
Έχω πει πως η ιστορία που υπάρχει πίσω από το μυθιστόρημά μου Hotel Chelsea, πιθανότατα είναι πιο ενδιαφέρουσα από το ίδιο το μυθιστόρημα. Θυμάμαι (όταν πια όλη αυτή η απίστευτη ιστορία είχε λήξει, και εγώ πλέον γνώριζα πότε, και πού, θα έμενα στη Νέα Υόρκη, έστω τον ελάχιστο χρόνο που θα έμενα) ήμουν στο Μετρό της Αθήνας και στο iPod έπαιζε συνεχώς το «Take a walk on the wild side». Μα συνεχώς. Και το «New York telephone conversation». Αλλά ιδίως το πρώτο, αυτό.
Κι έλεγα μέσα μου: Δεν θα το βρεις αυτό που ακούς… Μην παραληρείς, αυτό δεν θα το βρεις… Είμαστε στο 2011, αυτά τα παλιά δεν θα τα βρεις… Δεν είναι καν της εφηβείας σου, είναι ακόμη παλιότερα, δεν ανήκουν καν σε ό,τι υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να έχεις γνωρίσει — οπότε, ούτε τα φαντάσματα δεν θα είσαι σε θέση ν’ αναγνωρίσεις ακόμη κι αν τα δεις… Πέραν του ότι, δεν είσαι όχι απλώς Νεοϋορκέζος, αλλά ούτε καν Αμερικανός!
Αλλά, μηδέν. Χαμογελούσα ως ερωτευμένος 16άχρονος. Μπας και να ήμουν, κιόλας; Αλλά αυτό είναι η ιστορία του μυθιστορήματος ή η ιστορία πίσω από το μυθιστόρημα. Ας συνεχίσουμε με την άλλη, της πατρίδας.
Όταν, λοιπόν, έσπρωξα τη διπλή πόρτα της εισόδου του Chelsea Hotel, γύρω στις 9 το βράδυ, κάμποσες ημέρες αργότερα, τα φαντάσματα με άρπαξαν από το λαιμό. Και δεν με άφησαν για περίπου 6 μήνες. Δύο εβδομάδες ζούσα μαζί τους, αλλά αυτά, ως καλά φαντάσματα, με ακολούθησαν και στην Ελλάδα. Και δεν με εγκατέλειψαν, έρχονται ακόμη. Και στη Γαλλία.
«Η πατρίδα», μου είχε πει η ψυχολόγος. «Η πατρίδα σου είναι εκεί, απλά, δεν έλαχε να ζήσεις εκεί. Πολλοί δεν ζουν στην πατρίδα τους, δεν χάθηκε κι ο κόσμος…»
«Κι ο Lou Reed; Κι η Laurie Anderson; Η γυναίκα του; Τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτούς; Γονείς μου είναι;»
«Ε, βέβαια, και είναι οι γονείς σου!»
Μα… Εγώ είμαι… Από την Αθήνα, ήθελα να της πω, αλλά δεν το είπα. «Δεν ήξερα πως η τέχνη ορίζει και πατρίδες», της είπα, τελικά.
«Εννοείται!»
Με σκότωσε αυτή η σιγουριά της. «Μα οι άνθρωποι δεν είναι τέχνη…»
«Και την τέχνη ποιοι την κάνουν; Εξωγήινοι; Εκτός αυτού, πολλοί άνθρωποι είναι οι ίδιοι τέχνη. Πριν «πράξουν τέχνη» είναι τέχνη οι ίδιοι, αυθύπαρκτη τέχνη. Αρκεί που κάθονται, περπατούν, μιλούν, οτιδήποτε. Η ύπαρξή τους από μόνη της είναι μια καλλιτεχνική πράξη. Αυτοί οι άνθρωποι, έτσι, ορίζουν εποχές, τέχνες, ρεύματα τεχνών, σχολές, πόλεις, πατρίδες, οτιδήποτε. Ο Picasso, για παράδειγμα, ήταν αυτό, ο Warhol το ίδιο, για να μιλήσουμε για την πατρίδα σου — και ο Lou Reed, βέβαια… Πώς να μην φανούν τα φαντάσματά τους σ’ εκείνο το ξενοδοχείο, η ιδιαίτερη πατρίδα τους ήταν εκεί… Πού γεννήθηκε ο Lou Reed;»
«Στο Brooklyn, το 1942…»
«Πόσο χρονών είσαι;»
«47»
«Μικρούλης σ’ έκανε…»
Θυμήθηκα το Βερολίνο. «Στο Βερολίνο — το ίδιο ένιωσα… Αλλά εκεί έζησα δυο χρόνια! Λογικό να νιώσεις πατρίδα μια χώρα όπου έζησες δυο χρόνια!»
«Μα κι ο Lou έζησε εκεί…»
«Ναι — τρομερή πόλη… Το Berlin είναι από τα πλέον εμβληματικά του άλμπουμ».
* * *
Συγγραφέα θα τον έλεγα. Άλλωστε, και οι κριτικοί του Rolling Stone συγγραφέα τον έχουν πει. Δύσκολος συγγραφέας. Όπως και δύσκολος μουσικός. Όπως δύσκολη ήταν και η γυναίκα του, η Laurie Anderson. Δύσκολοι γονείς, αλλά τι…
Πολύς πόνος, πολλά ναρκωτικά, πολύ αλκοόλ, πολλή ψυχή, που αδυνατεί να βρει ένα στοιχειώδες στίγμα, πολλή τέχνη. Πολύ περισσότερη. Από εκείνες που αληθινά αποτελούν τροφή. Κάτι σαν τη φωτογραφία του Robert Mapplethorpe με την Patti Smith σε κάποιο μπαλκόνι του γνωστού ξενοδοχείου.
Καταπληκτικά χαμόγελα πίσω από μαύρα γυαλιά, με όλους. Andy Warhol, Iggy Pop, John Cale, David Bowie, Nico, Lou Reed. Υπάρχει αυτή η φωτογραφία. Ω! Ναι! Κάτι σαν το στίχο: «We are going out! Out on the streets! Yes we are going out!»
Μερικές φορές νομίζεις πως ήταν συνειδητή εκείνη η εποχή. Πως όλα αυτά ήταν συνειδητά. Ελπίζω να είναι κατανοητό ότι το μόνο συνειδητό ήταν το ξερατό κάθε πρωί όταν το αλκοόλ ξεπερνούσε κάποιο όριο, ή η αγωνία του αν το βαποράκι θα έρθει στην ώρα του ή όχι. «I’m waiting for my man».
Δόξα τω Θεώ, όλοι εκεί, σ’ εκείνες τις τότε πόλεις, σ’ εκείνες τις τότε παρέες, σ’ εκείνες τις τότε δύσκολες τέχνες, ζούσαν και δημιουργούσαν χωρίς τον κάθε ιδεοληπτικά κεκαυμένο ινστρούχτορα από πάνω τους, να τους μετρά τα λόγια.
Το μηδέν ήταν συνειδητό, μόνον αυτό. Ο θάνατος. Το τέλος.
Καταπληκτικά τα ασπρόμαυρα φιλμ μικρού μήκους του Andy Warhol με όλους τους προαναφερθέντες συν κάμποσους άλλους, να ποζάρουν κοιτώντας το φακό. Χωρίς άλλο. Χωρίς τίποτε. Μηδέν. Να κοιτούν το φακό. Καμία ιστορία και καμιά Ιστορία. Η τέχνη, οι ίδιοι. Όχι η τέχνη. Δύσκολα πράγματα. «Language is a virus from outer space». Αλλά αυτό δεν θα σας πω ποιος το έγραψε.
Το MoMa, ο ναός, ο θεματοφύλακας, τα είδε όλα αυτά, τα μέτρησε, και τα εκθέτει. Είτε μόνιμα είτε με μικρά αφιερώματα. Να ξέρουν οι τώρα τι ήταν οι τότε. Τι θαυμάζουν. Ποιους γονείς. Και ποιες πατρίδες.
* * *
Το Δυτικό Βερολίνο έμοιαζε πολύ με τη Νέα Υόρκη. Κυρίως με το Lower Εast Side του Manhattan. Λες και όλοι εκεί ήταν για να δράσουν. Τέχνες γεννήθηκαν χωρίς να πεθάνουν ποτέ. Και στη μία και στην άλλη πόλη.
Το σημερινό Βερολίνο, το ενωμένο, δεν μοιάζει πια με τη Νέα Υόρκη. Με το Lower East Side του Manhattan, εννοώ, όχι με την υπόλοιπη Νέα Υόρκη. Από ό,τι γνωρίζω ή έχω δει ή έχω διαβάσει ή μου λένε, το Village, το Chelsea, η Tribeca δεν μοιάζουν με αυτό που ήταν. Το ίδιο το ξενοδοχείο, το Hotel Chelsea, έχει κλείσει πια και πότε θα ανοίξει και πάλι, κανείς δεν το ξέρει.
Ένας αναλυτής, και expert —«They always call an expert… To solve the problems… Only an expert can deal with problems…»—, είχε πει πως το τότε Βερολίνο, εκείνη η χωρισμένη πατρίδα, η κερματισμένη χώρα, πιθανόν έδινε την αίσθηση των διαλυμένων ανθρώπινων σχέσεων, της κατακερματισμένης ψυχής εκείνων των καλλιτεχνών. Οπότε και εμφανίστηκε ο David Bowie με ένα γουρουνάκι μέσα στο χοντρό μαύρο παλτό του.
Το αβάσταχτο της πραγματικότητας, αλήθεια, δεν φαίνεται πουθενά, ε;
Τι να πω, ξέρω γω; Κάτι προσπάθησα να πω στον Επιβάτη μου. Για εκείνο το τότε Βερολίνο.
* * *
Υπάρχει μία εκτέλεση του τραγουδιού «Berlin» — από το οποίο πήρε τον τίτλο του και το ομώνυμο άλμπουμ του Lou Reed, το δεύτερο μετά το Transformers, το οποίο άλμπουμ έγινε δεκτό με τραγικές κριτικές, οι οποίες έπεσαν παντελώς έξω γιατί το άλμπουμ αυτό θεωρείται μάλλον το πλέον σημαντικό του. Στην εκτέλεση εκείνη, λοιπόν, ο Lou Reed, τραγουδά το «Berlin» ζωντανά στο Bataclan στο Παρίσι το 1972. Με τον John Cale στο πιάνο. Έναν χρόνο πριν βγει το ομώνυμο άλμπουμ. Σε αυτή την εκτέλεση, υπάρχει μία εισαγωγή με πιάνο η οποία ποτέ δεν μπήκε στο κανονικό βινύλιο, και η οποία μόλις το 2006 παίχτηκε ζωντανά στη Νέα Υόρκη· εκεί, σε μια ασπρόμαυρη λήψη, στο βάθος του πλάνου ο Lou Reed φαίνεται προφίλ να τραγουδά κολλητά στο μικρόφωνο (πάντα έτσι τραγουδούσε ζωντανά, και σχεδόν ακίνητος, ενώ δεκαετίες αργότερα έφτιαχνε συνεχώς και τα γυαλιά του, λες και κάποια δουλειά είχε να τελειώσει) —μια που φωνή επί της ουσίας δεν είχε, αν εξαιρέσουμε το πώς κατάφερνε να την κατευθύνει με μηδαμινές αλλαγές του τονισμού μέσα στην όχι και τόσο εύκολη μουσική του—, και φαίνεται καθαρά, και η Nico, για τη σπανιότατη αυτή λήψη και εκτέλεση του τραγουδιού, είχε σχολιάσει: «Τραγικό κούρεμα, ε; »
Το Berlin, το άλμπουμ, έχει να κάνει με ένα ζευγάρι ναρκομανών, που στο τέλος βρίσκουν το θάνατο και οι δύο. Πρόκειται για άλμπουμ που είναι τόσο αβάσταχτος θρήνος, ώστε άλλα σχόλια δεν υπάρχουν. Θρήνος για κάποιες πόλεις, για κάποιες γενιές, και για κάτι που δεν συνέβη. Πιθανόν, μια Άλλη Πατρίδα και μια Άλλη Ζωή.
«It was paradise».
***
Ο Lou Reed όπως θα τον θυμόμαστε

Το dim/art στις 27 Οκτωβρίου 2013 αποχαιρέτησε έναν πολύ αγαπημένο καλλιτέχνη που έφυγε πρόωρα από τη ζωή, στα 71 του χρόνια.
Το περιοδικό Rolling Stone ανακοίνωσε πριν από δύο χρόνια σαν σήμερα ότι ο Lou Reed έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 71 χρονών.
Θα κρατήσουμε για πάντα την εικόνα του στο δοκιμαστικό που του γύρισε ο Andy Warhol στο Factory το 1966 — έτσι νέο, σέξι και πιο λαχταριστό από την Cola που πίνει με τον χαρακτηριστικό ροκ αισθησιασμό που είχε όλη του η παρουσία, εντός και εκτός σκηνής. Από την εποχή που ξεκίνησε τη μουσική του καριέρα ως μέλος των Velvet Underground την δεκαετία του ’60 για να γίνει έκτοτε ένας από τους πιο σημαντικούς σόλο καλλιτέχνες της ροκ μουσικής.
* * *
* * *
Walk on the Wild Side
Η ιστορία πίσω από το τραγούδι
—του Γιώργου Θεοχάρη—
Για τον Lou Reed που κατέβηκε από τη σκηνή,
27 Οκτωβρίου 2013
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Lou Reed είχε ήδη αρχίσει να αφήνει τη σφραγίδα του στα μουσικά πράγματα επηρεάζοντας άλλους καλλιτέχνες χωρίς όμως αυτό να μεταφράζεται σε εμπορική επιτυχία για τον ίδιο. Μουσικοί όπως ο Steve Harlye, οι Mott the Hoople, ο Jonathan Richman και ιδιαίτερα ο David Bowie ήταν ανάμεσα σε εκείνους που τον παρακολουθούσαν στενά και ανακύκλωναν τον ήχο και τα τραγούδια του. Αυτό όμως το γεγονός λίγο ενδιέφερε τη δισκογραφική του εταιρεία, RCA, που έβλεπε το γεγονός αυτό να έχει λίγο αντίκρισμα στις πωλήσεις των δίσκων του. Κάπως έτσι πήραν την απόφαση να κλείσουν μέσα στα Trident Studio του Λονδίνου τον Reed μαζί με τον Bowie και τον κιθαρίστα του τελευταίου, Mick Ronson, και είχαν μεγάλες προσδοκίες για τον καρπό αυτής της συνεργασίας. Παρά ταύτα, η αναπάντεχα μεγάλη επιτυχία του άλμπουμ Transformer, όταν κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο τού 1972, εξέπληξε ακόμα και εκείνους τους ίδιους. Έφτασε ώς το νούμερο 29 των τσαρτ στην Αμερική και ώς το νούμερο 13 σε μια Αγγλία που τότε λάτρευε την glam rock. Η κινητήριος δύναμη που το ώθησε να ανέβει τόσο ψηλά ήταν ένα τραγούδι: Το Walk on the Wild Side.
O Reed είχε αρχίσει να πειραματίζεται με το Wild Side τουλάχιστον ένα χρόνο πριν τελικά το ηχογραφήσει. Του είχαν ζητήσει να γράψει ένα τραγούδι για ένα θεατρικό που βασιζόταν στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Nelson Algren. Το θεατρικό τελικώς δεν ανέβηκε ποτέ, ο Reed ξαναέγραψε τους στίχους και έτσι προέκυψε το τραγούδι στη σημερινή του μορφή. Το τραγούδι για το οποίο θα τον θυμόμαστε.
Το γεγονός ότι, εκείνη την εποχή που βγήκε, το έπαιζαν στο ραδιόφωνο φαντάζει σήμερα αξιοπερίεργο. Το παροιμιωδώς συντηρητικό BBC προφανέστατα δεν καταλάβαινε εκφράσεις όπως «giving head» (αμερικάνικη αργκό για την πεολειχία) και έτσι όταν ο ραδιοφωνικός παραγωγός του Radio 1, Tony Blackburn ανακύρηξε αυτό το κομμάτι Τραγούδι της Εβδομάδας, η λογοκρισία, ευτυχώς, δε στάθηκε εμπόδιο στην αναρρίχησή του ώς το νούμερο 10 των τσαρτ. Στην Αμερική, η RCA αποφάσισε, για προληπτικούς λόγους, να δώσει στους ραδιοφωνικούς σταθμούς μια έκδοση του τραγουδιού όπου ο στίχος «And the colored girls say» είχε αντικατασταθεί από το «And the girls all say». Αναλόγως βέβαια την πολιτεία, το τραγούδι, στην αρχική του έκδοση, θα μπορούσε να θεωρηθεί μη πολιτικά ορθό, πάντως, κατά κανόνα, οι παραγωγοί έπαιζαν την μη εξωραϊσμένη βερσιόν.
Σε αντίθεση με το υλικό που είχε το όχι —και τόσο επιτυχημένο— σόλο ντεμπούτο του στη δισκογραφία, το Transformer έχει τραγούδια γραμμένα μετά από την αποχώρησή του από τους Velvet Underground. Tο Wild Side λέει μια ιστορία με πρωταγωνιστές τους χαρακτήρες που μπαινόβγαιναν στο Factory του Andy Warhol. O Little Joe είναι ο Joe Dallesandro, πρωταγωνιστής σε αρκετές από τις ταινίες του Warhol. Sugar Plum Fairy ήταν το παρατσούκλι του ηθοποιού Joe Campbell, ενώ οι «Holly», «Candy» και «Jackie» είναι οι drag queen Holly Woodlawn, Candy Darling, και Jackie Curtis που εμφανίζονταν στην ταινία του Warhol Women in Revolt του 1972.
Η Holly, η Candy, η Jackie, η Sugar και ο Little Joe και, ως soundtrack, το Walk on the Wild Side
Ο Reed περιγράφει με ωμό ρεαλισμό σκηνές από τη ζωή τους: Την Candy «την αγαπούσαν όλοι… στο πίσω δωμάτιο», η Holly «ξύρισε τα πόδια του και ο αυτός έγινε αυτή», ο Little Joe «δεν το ΄κανε ποτέ τσάμπα», η Jackie «νόμιζε πως είναι ο James Dean» και η Sugar Plum Fairy «έψαχνε να βρει ‘τροφή’ και μέρος για να φάει». Μιλάει ακόμα για speed και valium και κάνει αναφορές στα ναρκωτικά με τρόπους που ο λογοκριτής δεν κατάφερε να αποκωδικοποιήσει.
Αυτό που φοβόταν ήταν η αντίδραση των ίδιων των χαρακτήρων που κρατούσαν ρόλους στους στίχους τού τραγουδιού του: «Νόμιζα πως, όταν επέστρεφα στη Νέα Υόρκη, θα μου έβγαζαν τα μάτια», παραδέχτηκε κάποια στιγμή. «Αντιθέτως, η Candy Darling μου είπε πως είχε ήδη μάθει όλα τα τραγούδια τού δίσκου και πως ήθελε να κάνει δικό της δίσκο που να λέγεται ‘H Candy Darling τραγουδάει Lou Reed’. Δε νομίζω να πουλούσε πάνω από εκατό κομμάτια!».
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Reed έγραφε τραγούδι που είχε μέσα την Darling. Υπάρχει και το Candy Says, το πρώτο κομμάτι του τρίτου δίσκου των Velvet Underground, που όμως δεν έγινε ποτέ τόσο γνωστό όσο το Wild Side. (Παρεμπιπτόντως, φημολογείται πως και το Lola των Kinks είναι γραμμένο για την Darling).
Μουσικά, αυτό που σε κερδίζει στο Wild Sideαπό τα πρώτα δευτερόλεπτα είναι ένα γκλισάντο επινόησης και εκτέλεσης του session μουσικού Herbie Flowers, σε όρθιο διπλό μπάσο συνοδεία ηλεκτρικού μπάσου. Ο Flowers είναι μετριόφρων σε ό,τι αφορά την προσφορά του στον δίσκο. Είπε κάποτε στον αρθρογράφο Phil Sutcliffe του Mojo: «Κάνεις αυτό που είναι να κάνεις και ξεκουμπίζεσαι. Πληρώνεσαι 12 λίρες, δεν γίνεται να πας και να παίξεις σκατά. Αλίμονο, δε θα ήταν άσχετο να έρχονται στο δρόμο να με συγχαίρουνε για το Transformer;». Στην πραγματικότητα πληρώθηκε 17 λίρες για τη δουλειά που έκανε στο Wild Side γιατί έπαιξε και δεύτερες σε κάποια όργανα. Προφανώς οι έξτρα αμειβή ήταν το κίνητρό του όταν πρότεινε τη συγκεκριμένη ενορχήστρωση.
Το σολάρισμα στο σαξόφωνο δεν το έπαιξε ο Bowie, όπως υπέθεσαν κάποιοι, αλλά ο τζαζίστας Ronnie Ross που ήταν δάσκαλος του Bowie στο σαξόφωνο όταν ο σταρ ήταν 12 χρονών. Ο Bowie τον έκλεισε για την ηχογράφηση χωρίς να του πει πως θα ήταν και ο ίδιος εκεί και αφότου ο Ross έπαιξε το σόλο του τόσο καλά που δε χρειάστηκε να το ξαναπάει ούτε καν δεύτερη φορά, ο Bowie εμφανίστηκε μπροστά του για να του κάνει έκπληξη. Ο Mick Ronson χαρακτήρισε τη συνεργασία του με τον Bowie στην παραγωγή και την ενορχήστρωση του δίσκου πολύ επιτυχημένη και αυτό αποδεικνύεται και από την ταχύτητα με την οποία ολοκληρώθηκε το πρότζεκτ. «Οι δίσκοι γινόντουσαν φοβερά γρήγορα εκείνο τον καιρό. Να φανταστείτε, όταν ο David κι εγώ κάναμε την παραγωγή του Transformer του Reed, ηχογραφήσαμε ολόκληρο τον δίσκο μέσα σε δέκα μέρες δουλεύοντας έξι ώρες τη μέρα. Δηλαδή ηχογραφήσαμε τα πάντα μέσα σε 60 ώρες, μετά το μιξάραμε και αυτό ήταν όλο».
Από την άλλη ο Reed ομολόγησε ότι δεν καταλάβαινε λέξη από όσα έλεγε ο Ronson: «Είχε αυτή τη βαριά προφορά σαπ΄το Hull και για να τον πιάσω τον έβαζα να μου τα πει όλα πέντε φορές. Αλλά ήταν πολύ γλυκός τύπος και φοβερός κιθαρίστας».
Ένας δημόσιος καυγάς* ανάμεσα στον Bowie και τον Reed έδωσε τέλος στην επαγγελματική τους συνεργασία —τα ξαναβρήκανε, όμως, δώδεκα χρόνια αργότερα.
Το τραγούδι όμως, το Wild Side, είχε πάρει πια την πορεία του και απέκτησε δική του ζωή. Το 1985, ο Bono των —σχετικά αγνώστων ακόμα— U2 το έκανε γνωστό σε ένα νέο κοινό σε όλο τον κοσμο, τραγουδώντας τους στίχους του στη συναυλία Live Aid.
* * *
Walk on the Wild Side
Holly came from Miami, F.L.A.
Hitch-hiked her way across the U.S.A.
Plucked her eyebrows on the way
Shaved her legs and then he was a she
She says, «Hey babe, take a walk on the wild side»
He said, «Hey honey, take a walk on the wild side»
Candy came from out on the island
In the backroom she was everybody’s darlin’
But she never lost her head
Even when she was giving head
She says, «Hey babe, take a walk on the wild side»
He said, «Hey babe, take a walk on the wild side»
And the colored girls go
Doo do doo, doo do doo, doo do doo
Little Joe never once gave it away
Everybody had to pay and pay
A hustle here and a hustle there
New York City’s the place where they said
«Hey babe, take a walk on the wild side»
I said, «Hey Joe, take a walk on the wild side»
Sugar plum fairy came and hit the streets
Lookin’ for soul food and a place to eat
Went to the Apollo, you should’ve seen ’em go go go
They said, «Hey sugar, take a walk on the wild side»
I said, «Hey babe, take a walk on the wild side»
Alright, huh
Jackie is just speeding away
Thought she was James Dean for a day
Then I guess she had to crash
Valium would have helped that bash
She said, «Hey babe, take a walk on the wild side»
I said, «Hey honey, take a walk on the wild side»
And the colored girls say
Doo do doo, doo do doo, doo do doo
***
In our sleep
Laurie Anderson & Lou Reed
—της Ελένης Κεχαγιόγλου—
Την Τετάρτη 8 Ιούνιου του 2011, στο θέατρο Badmington, παρακολούθησα μια από τις ωραιότερες παραστάσεις που έχω δει. Ήταν το «Delusion» («Αυταπάτη») της Λώρι Άντερσον, της σπουδαίας αυτής μορφής της αβάν γκαρντ μουσικής. Μότο που διαρκώς επανερχόταν ήταν η φράση: «Θα σας πω μια ιστορία για μια ιστορία». Μαγεύτηκα.
Η Λώρι Άντερσον, μικροσκοπική, απροσδιόριστης ηλικίας παρά τις ρυτίδες, με το κοριτσίστικο κορμί της, με το βιολί και την παρηγορητική φωνή της, συνομιλούσε με μία άλλη, αν και δική της, παραμορφωμένη, σαρκαστική αντρική φωνή, με αναφορές από τον Κίρκεγκωρ μέχρι τον Μέλβιλ και την ισλανδική λογοτεχνία, με τον τρόπο μιας τέχνης που δείχνει ότι όλοι οι άνθρωποι ανυπεράσπιστοι είμαστε, όλοι προϊόντα της μαμάς, του μπαμπά και της ακατάληπτης εποχής, στην ουσία αμήχανοι μπροστά στον αχανή κόσμο σήμερα όσο και τον 16ο αιώνα, παιδιά διά βίου και αξιωματικά τραυματισμένα από άλλες τραυματισμένες υπάρξεις που μας μεγάλωσαν, που παλεύουμε να ενηλικιωθούμε (ή όχι) ζώντας με άλλους ανθρώπους (ή όχι), αποκτώντας παιδιά (ή όχι), αγαπώντας τα ζώα (ή όχι), βιώνοντας τα δύο πρόσωπα του έρωτα («και όταν κλαίω, το δεξί μου μάτι δακρύζει επειδή σ’ αγαπώ, το αριστερό επειδή δεν σε αντέχω»), ανίσχυροι μπροστά στους νυχτερινούς εφιάλτες, κατασκευάζοντας την προσωπική μας μυθολογία, σε μια πορεία που, με τους οριστικούς αποχωρισμούς, δεν καταλήγει παρά μόνο στο ίδιο για όλους, στο αναπόφευκτο του θανάτου, η Λώρι Άντερσον, λοιπόν, μεγάλη πια κι αυτή, φαινόταν να παραμένει το ξωτικό της Δύσης, λίγο Σουηδέζα, λίγο Ιρλανδέζα, αλλά Αμερικανίδα του Σικάγου, η μαγευτική καλλιτέχνις, που τόλμησε εκεί, ενώπιόν μας, στα 64 χρόνια της να ομολογήσει ότι εξακολουθεί να είναι το κοριτσάκι που δεν τόλμησε ποτέ να ρωτήσει τη μαμά: «Πες μου μ’ αγάπησες ποτέ;» Και έδωσε, ίσως, έτσι, και μια απάντηση στο γιατί οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη την τέχνη.
Το τραγούδι «Ιn our sleep» η Άντερσον το έγραψε μαζί με τον Λου Ρηντ. Οι δυο αυτοί άνθρωποι, που έχουν σημαδέψει την τέχνη (κι όχι απλώς τη μουσική) του 20ού αιώνα —οι οποίοι ήταν τέχνη, με τον τρόπο που γράφει εδώ πιο πάνω, στο κείμενο «Η πατρίδα }Lou Reed»», ο Γιώργος Γλυκοφρύδης—, ήταν δυο Αμερικανοί που γνωρίστηκαν, μεγάλα πια παιδιά, το 1992, στο Μόναχο. Και συνυπήρξαν επί 21 χρόνια, δίχως ποτέ να κάνουν την αγάπη τους φτηνό ρομάντζο για τα ταμπλόιντ.
Διαλέγω το «Ιn our sleep» χάρη στον Μιχάλη Μητσό που, σε κείμενό του στη στήλη του στα Νέα λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Λου Ρηντ, έδινε τον κατά τη γνώμη του ορισμό του έρωτα με τα λόγια της Λώρι Άντερσον:
«Ο Λου κι εγώ παίζαμε μουσική μαζί, γίναμε οι καλύτεροι φίλοι και στη συνέχεια αδελφές ψυχές, ταξιδεύαμε, ακούγαμε και κρίναμε ο ένας τη δουλειά του άλλου, μελετούσαμε πράγματα μαζί (κυνήγι πεταλούδας, διαλογισμός, καγιάκ). Επινοούσαμε γελοία παιχνίδια. Κόψαμε το κάπνισμα 20 φορές. Παλεύαμε. Μάθαμε να κρατάμε την αναπνοή μας κάτω από το νερό. Πήγαμε στην Αφρική. Τραγουδούσαμε όπερα σε ασανσέρ. Κάναμε φιλίες με απίθανους ανθρώπους. Ακολουθούσαμε ο ένας τον άλλο στις περιοδείες του, όταν μπορούσαμε. Αποκτήσαμε ένα γλυκό σκυλί που έπαιζε πιάνο. Μοιραζόμασταν ένα σπίτι χωριστό από τα δικά μας. Προστατεύαμε και αγαπούσαμε ο ένας τον άλλον. Παρακολουθούσαμε συνεχώς πολλή τέχνη και μουσική και παραστάσεις και σόου, και τον έβλεπα να αγαπά και να εκτιμά άλλους καλλιτέχνες και μουσικούς. Ήταν πάντα τόσο γενναιόδωρος. Ήξερε πόσο δύσκολο ήταν αυτό. Αγαπούσαμε τη ζωή μας στο Γουέστ Βίλατζ και τους φίλους μας. Με λίγα λόγια, κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε.
»Όπως πολλά ζευγάρια, σχεδίαζε ο καθένας μας τρόπους να υπάρχει – στρατηγικές, μερικές φορές συμβιβασμούς, που θα μας επέτρεπαν να είμαστε μέρος ενός ζευγαριού. Μερικές φορές χάναμε κάτι περισσότερο απ’ αυτό που μπορούσαμε να δώσουμε ή παραχωρούσαμε πάρα πολλά ή αισθανόμασταν εγκατάλειψη. Μερικές φορές θυμώναμε πραγματικά πολύ. Ακόμη κι όταν ήμουν έξαλλη, όμως, δεν βαριόμουν ποτέ. Μάθαμε να συγχωρούμε ο ένας τον άλλο. Και κατά κάποιον τρόπο, για 21 χρόνια, μπλέκαμε μαζί τα μυαλά μας και τις καρδιές μας».
Συμφωνώ με τον Μητσό. Αυτό είναι ο ορισμός του έρωτα — που είναι σκληρός (δύσκολο να ζουν δυο άνθρωποι μαζί) και, ταυτόχρονα, ο μόνος ωραίος τρόπος να ζεις. Παρότι: «όταν κλαίω, το δεξί μου μάτι δακρύζει επειδή σ’ αγαπώ, το αριστερό επειδή δεν σε αντέχω». Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά συμβαίνουν «In our sleepwhere we meet».
* * *
Sad song
—του Γιώργου Θεοχάρη—
Γράφτηκε το 2013 τέτοια μέρα
(1) «Stephanie says»
Ο Αντρέας δεν θα κοιμηθεί απόψε· θα κατεβάσει από το ράφι τα βινύλια (έχει τα άπαντα, ό,τι ηχογράφησες στη ζωή σου) και –μετά από χρόνια, είναι η αλήθεια– θα τα παίξει όλα με χρονολογική σειρά, χαμένος στις αναμνήσεις των εξώφυλλων. Το πρωί ίσως τολμήσει να παίξει και τη μοναδική σωζόμενη ηχογράφηση της μπάντας που είχε φτιάξει στα 70s εξαιτίας σου (“Marion Says” ονομάζονταν οι άγουροι, φαντάσου!). Κι αν τον λυπηθεί ο χρόνος ο μεσολαβητής, ίσως παρηγορηθεί με τη άρση του παράδοξου που τον ταλαιπωρεί χρονίως: η συλλογική μνήμη βασίζεται κατ’ αρχήν στα άτομα.
(2) “It’s all in her mind / But she’s not afraid to die”
Ούτε η Σοφία θα κοιμηθεί απόψε. Θα πιάσει με τη σειρά να στέλνει μηνύματα σε όλους μας: «Λυπάμαι, αλλά το ξέρατε, σας το ’χα πει από τότε: Είναι όλα στο μυαλό μας. Το πέρασμα δεν έχει να κάνει με τον φόβο. Αύριο προβλέπεται Ανατολή, ποινή με αναστολή».
(3) “Why it is though she’s the door / She can’t be the room”
Ούτε κι εγώ θα κοιμηθώ απόψε. Θα προσπαθήσω (ξανά) να καταλάβω τη φιλοδοξία της πόρτας που ήθελε να γίνει δωμάτιο. Δεν θα τα καταφέρω, το ξέρω· δεν θα με αφήσει η λογική. Αλλά αυτή τη μάχη ο ορθολογισμός θα μου κάνει τη χάρη να κάνει πως τη χάνει, από σεβασμό. Άλλο ένα ξενύχτι αποχαιρετισμού. Το πένθος, μια πρακτική προς τιμήν του εφήμερου.
(4) “It’s such an icy feeling / It’s so cold in Alaska”
Εσύ όμως θα κοιμηθείς. Για πάντα. Θα ήθελα να πω «Εύχομαι κάπου ζεστά, με παντοτινή ηλιοφάνεια», αλλά δεν πιστεύω σε τέτοια, δυστυχώς. Ο δικός σου κόσμος έφτασε στο τέλος του, αλλά ο δικός μας συνεχίζει, αλλαγμένος κατά τι προς το καλύτερο γιατί μοιράστηκες μέσα μας. Αυτό σου το χρωστάμε. Και, όλοι μαζί, δεν ξεχνάμε, έννοια σου.
* * *
* * *
* * *
3 comments