Έγκλημα στην Πόλη #5 — από το Αστυνομικό Δελτίο της δεκαετίας του ’40
—της Σεβαστής Λιοναράκη-Χρηστίδου—
Ως πλανόδιος πωλητής ζαχαρωτών στα 13 του ξεκίνησε τον επαγγελματικό του βίο ο κυρ Χρήστος. Στο εργαστήριο ζαχαρωτών των αδελφών Κωνσταντίνου και Μιχάλη Μ. στο Ταρλάμπασι ξημεροβραδιαζόταν από μικρό παιδί. Παραδίπλα στο σπίτι του, το ημιυπόγειο εργαστήριο. Και εκείνοι όλο και του έδιναν κάνα κακοφτιαγμένο κουφέτο ή κάποιο ζαχαρωτό από αμύγδαλο και ζάχαρη που είχε πια ξεραθεί, να γλυκάνει λίγο την καρδούλα του. Ορφανός από πατέρα δήλωνε ο ίδιος. Αλλά αγνώστου πατέρα τον χαρακτήριζαν πίσω από την πλάτη του οι άλλοι.
«Τι να σου κάνει το καημένο το μπάσταρδο, όλη τη μέρα στους δρόμους γυρίζει, η προκομμένη η μάνα του τον διώχνει από το σπίτι, να δέχεται με την ησυχία της τις βίζιτές της, ούτε σχολείο δεν τον έστειλε η κακοχρονιασμένη, φώναξέ τον να του δώσουμε να φτιάχνει τις σακούλες, να περάσει λίγο η ώρα του» είπε μια μέρα ο Κωνσταντίνος, ο μεγαλύτερος αδελφός, στον Μιχάλη. Του έδωσαν παλιές εφημερίδες και αλευρόκολλα και άρχισε να φτιάχνει χαρτοσακούλες. Κι έμπαιναν τα έτοιμα χρωματιστά σακουλάκια ζελατίνας με τα ζαχαρωτά μέσα στις προσεκτικά τσακισμένες και διπλωμένες δικές του σακούλες, αφού είχε πια για τα καλά στεγνώσει η αλευρόκολλα. «Η εφημερίδα τραβάει την υγρασία και προστατεύει τα ζαχαρωτά», υποστήριζε ο Κωνσταντίνος, χαμογελώντας μέχρι τα αυτιά, αισθανόμενος πολύ υπερήφανος για αυτήν του την εφεύρεση. Υπερήφανος ήταν και ο μικρός Χρήστος που δουλεύοντας πια εξασφάλιζε τα δικά του γλυκά, των οποίων η ποσότητα συνεχώς αυξανόταν και πήγαινε μερικά και στη μάνα του το βράδυ να γλυκαθεί κι αυτή, μετά από τόσες πληρωμένες κάμψεις του κορμιού, διαστάσεις των ποδιών και γονυκλισίες χωρίς προσευχές.
Λεφτά δεν του δώσανε ποτέ. Η ανταμοιβή του ήταν πάντα σε είδος. Στα δεκατρία του βρήκε το θάρρος να ζητήσει από τα αφεντικά του να γίνουν… συνέταιροι. Να του δίνουν ζαχαρωτά επί πιστώσει και σε χαμηλότερη τιμή, να τα πουλά εκείνος σε υψηλότερη και να κρατά τη διαφορά. Αγόρασε έναν μεταχειρισμένο ταβλά με ένα φαρδύ χιλιοτρυπημένο δερμάτινο λουρί, τον γέμισε με τις γλυκές λιχουδιές των δύο αδελφών, τον κρέμασε στο λαιμό του και βγήκε στους δρόμους και τα δρομάκια της Μεγάλης Οδού.
Έμαθε τα κατατόπια γρήγορα, σίγουρη αγορά οι είσοδοι των σχολείων. Πολλά τα σχολεία στην περιοχή, και ρωμαίικα και τουρκικά και ξένα. Αλλά και τα σινεμά και τα θέατρα καλά στέκια κι αυτά. Μέχρι και δύο φορές την ημέρα χρειάστηκε συχνά να ανεφοδιάσει τον ταμπλά του. Πέθανε η μάνα του, έμεινε μόνος στο σπίτι. Είδε και έπαθε μέχρι να σταματήσουν να του χτυπούν το κουδούνι οι διάφοροι «αγαπητικοί» της. Μέχρι και χειρόγραφη ταμπέλα έβαλε έξω από την πόρτα στα τουρκικά: «Madam Elenica yok» — «Η Μαντάμ Ελενίτσα δεν είναι πια εδώ».
Πέρασαν τα χρόνια. Η γειτονιά ξέχασε τη μαντάμ Ελενίτσα και το μπασταρδάκι της ο Χρήστος έγινε ο κυρ Χρήστος. Οικογενειάρχης πια, δουλευταράς, πρόκοψε και έφτιαξε τον δικό του φούρνο στο Σισλί, που έφτιαχνε τα πιο τραγανά σιμίτια της περιοχής, πασπαλισμένα με άφθονο καλής ποιότητας σουσάμι. Σιμιτζής λοιπόν ο κυρ Χρήστος, αλλά όχι πλανόδιος. Αφεντικό πια ο ίδιος, εφτά εργάτες είχε στη δούλεψη του, χαράματα άρχιζε η δουλειά, αργά το απόγευμα τελείωνε. Σιμίτια μόνο έφτιαχνε και από τα σιμίτια πλούτισε. Αλεύρι και σουσάμι η περιουσία του.
Λίγο μετά τις έξι το πρωί της 8ης Ιανουαρίου 1947, ο κυρ Χρήστος άκουσε φασαρία στο πίσω δωμάτιο του φούρνου, όπου δούλευαν οι επιφορτισμένοι με την παρασκευή της ζύμης εργάτες. Ο Σατιλμίς από την Κασταμονή και ο Φαΐκ από τη Ριζούντα. Όσο περνούσε η ώρα, η φασαρία μεγάλωνε. Όταν πλησίασε ο κυρ Χρήστος, οι τόνοι είχαν ανέβει πολύ, βρισιές και απειλές εκτοξεύονταν στον αέρα μαζί με νιφάδες αλευριού. Ο κυρ Χρήστος προσπάθησε να κατευνάσει τα πνεύματα, αλλά στάθηκε αδύνατον. Όταν έχει πληγωθεί το φιλότιμο, το εξεγερμένο πνεύμα του δεν δαμάζεται με τίποτα. Τον πρόσβαλε τον Φαΐκ ο Σατιλμίς θανάσιμα, κάνοντάς του παρατήρηση ότι δεν ζυμώνει σωστά τη ζύμη. Αυτόν! Που τα επιδέξια δάχτυλά του είχαν παλέψει με τόνους ζυμάρι, το είχε μαλάξει και το είχε κάνει λαστιχωτό και απαλό χιλιάδες φορές. Πριν προλάβει ο κυρ Χρήστος να σταματήσει τον καυγά, του οποίου η ένταση δεν προμήνυε τίποτα καλό, ο Φαΐκ άρπαξε το μαχαίρι και το έμπηξε πέντε φορές στο σώμα του Σατιλμίς. Αιμόφυρτο το θύμα μεταφέρθηκε στο δημοτικό νοσοκομείο, μετανιωμένος ο θύτης παραδόθηκε στους αστυνομικούς και ο κυρ Χρήστος είδε με θλίψη την παραγωγή των σιμιτιών της ημέρας εκείνης να περιορίζεται αισθητά. Στενοχωρήθηκε βέβαια και για τους δύο καλούς ζυμωτές που έχασε. Σίγουρα όμως σύντομα θα έβρισκε δύο άλλους να τους εκπαιδεύσει και να αντικαταστήσουν το θύμα και τον θύτη επάξια.
* * *
Εικόνα εξωφύλλου: Σισλί, c. 1940
Η Σεβαστή Λιοναράκη-Χρηστίδου ανασύρει από τις τουρκικές εφημερίδες της δεκαετίας του ’40 πραγματικά εγκλήματα και με την αναδιήγησή τους φωτίζει την απρόβλεπτη ανθρώπινη φύση, αλλά και τη ζωή και την ιδιοσυγκρασία καθημερινών ανθρώπων της Πόλης της εποχής.
* * *
One comment