«Αχ! Αυτό το βλέμμα σου νάζια και χάδια σκορπάει»

Photo TATAOULON A

Έγκλημα στην Πόλη #6 — από το Αστυνομικό Δελτίο της δεκαετίας του ’40

—της Σεβαστής Λιοναράκη-Χρηστίδου—

Στο Φερίκιοϊ ζούσε η Μελαχάτ με την οικογένειά της. Εκεί γεννήθηκε κι εκεί μεγάλωσε. Σχολείο πήγε μόνο στις τρεις πρώτες τάξεις. Στα εννιά της, όταν πέθανε η μητέρα της ξαφνικά, ανέλαβε τα τρία μικρότερά της αδέλφια. Ποτέ δεν μάθανε την αιτία του θανάτου της. Ούτε φώναξαν γιατρό όταν είχε αρχίσει να χάνει την επαφή της με το περιβάλλον. Ούτε στο νοσοκομείο την πήγαν, όταν πείστηκαν ότι ήταν πια για τα καλά νεκρή, ξεκίνησαν αμέσως τις διαδικασίες ταφής σύμφωνα με τα μουσουλμανικά έθιμα. Το ζωντανό της περιβάλλον, ο άντρας, τα παιδιά και η πεθερά της, δεν ρώτησαν ποτέ να μάθουν από τι πέθανε. Και το άψυχο συνήθισε γρήγορα χωρίς αυτήν, η μικρή Μελαχάτ την αντικατέστησε επαρκώς στις δουλειές του σπιτιού. Τη φροντίδα της άρρωστης γιαγιάς την έφερνε σε πέρας σαν να ήταν και εκείνη ένα αντικείμενο μέσα στο σπίτι που έπρεπε να καθαριστεί και να μπει στη θέση του.

Στα δεκαπέντε της ρώτησε για πρώτη φορά τη γιαγιά της λεπτομέρειες για το θάνατο της μητέρας της και η μόνη απάντηση που πήρε ήταν «είχε πολλές μέρες αιμορραγία, της έφυγε όλο της το αίμα, συμβαίνουν αυτά στις γυναίκες». Η Μελαχάτ δεν εκμυστηρεύτηκε ποτέ σε κανέναν ότι από εκείνη την ημέρα και μετά, κάθε μήνα μια φορά, με αγωνία μετρούσε τις μέρες και τις ώρες για να μάθει τελικά σε πόσο χρόνο μπορεί να αδειάσει το κορμί μιας γυναίκας από το αίμα του.

Το εργοστάσιο όπου έπιασε δουλειά στα δεκαέξι της, στο Φερίκιοϊ κι αυτό, δεν ήταν ούτε μακριά αλλά ούτε και κοντά στο σπίτι της. Συγκοινωνία δεν υπήρχε για να πάρει, περπατούσε μισή ώρα το πρωί και μισή ώρα το απόγευμα. Η πρωινή πεζοπορία δεν την ενοχλούσε, περισσότερο την αναζωογονούσε και της έδινε ενέργεια παρά την κούραζε. Τον χειμώνα όμως, στις έξι το απόγευμα που σχολούσε, είχε ήδη νυχτώσει. Ο δρόμος της επιστροφής μέσα στο σκοτάδι την τρόμαζε πολύ. Είχε ζητήσει από τον άνεργο πατέρα της να έρχεται με το ποδήλατο να την παίρνει και να περπατάνε παρέα μέχρι το σπίτι, αλλά ήταν η ώρα που εκείνος πήγαινε ανελλιπώς κάθε μέρα στο καφενείο, την ιερή αυτή συνήθεια δεν υπήρχε τίποτα στον κόσμο που θα μπορούσε να την αλλάξει. Έτσι, την πρώτη φορά που κατάλαβε ότι ο Ρουστέμ την ακολουθούσε στη διαδρομή της επιστροφής, μάλλον ανακουφίστηκε παρά τρόμαξε.

Τον Ρουστέμ τον γνώριζε, ήταν το τσιράκι στο μπακάλικο, δυο δρόμους πριν από το εργοστάσιο. Ο Ρουστέμ άνοιγε το πρωί τα κεπέγκια, τα παλιού τύπου ρολά που μέχρι να ανέβουν αγκομαχούσαν σαν τρένο φορτωμένο στην ανηφόρα, ακριβώς την ώρα που περνούσε εκείνη από μπροστά. Δεν είχε σηκώσει ποτέ τα μάτια της να τον κοιτάξει, δεν είχε ποτέ διασταυρωθεί το βλέμμα τους, δεν είχε τη δύναμη να τολμήσει κάτι τέτοιο. Τη φοβόταν τη στιγμή αυτή, όπως ο διάβολος το λιβάνι. Είχαν περάσει καμιά δεκαριά μέρες που ο Ρουστέμ τη συνόδευε συστηματικά μέχρι τη γωνία του σπιτιού της. Όλο και την πλησίαζε πιο πολύ αλλά δεν της είχε ποτέ μιλήσει. Ντροπαλός κι αυτός δεν ήξερε τι να της πει.

Να της τραγουδήσει — του ήρθε ξαφνικά ένα βράδυ η φαεινή ιδέα. Να της τραγουδήσει το αγαπημένο του τραγούδι. Δεν ήταν ένα τραγούδι λαϊκό, της πιάτσας που λένε. Αντιθέτως ήταν ένα τραγούδι που είχε φτιαχτεί ακολουθώντας ένα από τα μουσικά πρότυπα της κλασικής τουρκικής μουσικής. Δύο διανοούμενοι, δύο από τους Τούρκους εκείνους, τους μορφωμένους και καλλιεργημένους που αγαπούσαν όλες τις τέχνες και είχαν βαθιά παιδεία και στην απαράμιλλη τουρκική κλασική μουσική, το είχαν δημιουργήσει. Ο Fehmi Tokay ήταν ο συνθέτης και ο Rüştü Şardağ ο στιχουργός. Πού το είχε ακούσει και το είχε μάθει ο Ρουστέμ δεν θα μάθουμε ποτέ. Με τη γλυκιά του φωνή περπατούσε ήρεμα πίσω από τη Μελαχάτ και της τραγουδούσε:

Αχ! αυτό το βλέμμα σου,
νάζια και χάδια σκορπάει.
Δεν μπορεί κανείς να σου μοιάσει,
λάτρης είμαι εγώ της μορφής σου,
σ’ αυτό το βλέμμα σου μπροστά θυσία θα γινώ.
Πες το μου και στη χάρη σου μπροστά
εξαθλιωμένος και δυστυχισμένος θα σταθώ.

Κολακεύτηκε τις πρώτες φορές που άκουσε το τραγούδι η Μελαχάτ. Μετά όμως άρχισαν να την ζώνουν τα φίδια. Όσο συνέχιζε εκείνος να τραγουδά με λιγωμένο ύφος κάθε απόγευμα Αχ! Αυτό το βλέμμα σου νάζια και χάδια σκορπάει τόσο φούντωνε ο θυμός μέσα της. Αμέριμνος και ευτυχής, ξανά και ξανά αυτός σ’ αυτό το βλέμμα σου μπροστά θυσία θα γινώ και ο θυμός της πήρε τον κατήφορο ανεξέλεγκτος.

Ένα απόγευμα η Μελαχάτ δεν άντεξε, σταμάτησε απότομα, γύρισε και τον κοίταξε με μίσος και θυμό και άρχισε να του γρατζουνάει με τα νύχια της το πρόσωπο. Ξαφνιασμένος εκείνος δεν μπόρεσε να αντιδράσει και το πρόσωπό του γέμισε πληγές. Μαζί με κάθε γρατζουνιά «Να, για να μάθεις να μην με κοροϊδεύεις», του φώναζε έξαλλη. Τα μάτια της πετούσαν σπίθες και τότε ανάμεσα στις σπίθες διέκρινε για πρώτη φορά εκείνος από κοντά το βλέμμα της. Ήταν το βλέμμα μιας αλλήθωρης, πληγωμένης γυναίκας. Η αστυνομία, που κλήθηκε από αυτόπτες μάρτυρες, αφού τους πήρε κατάθεση και δεν υποβλήθηκαν μηνύσεις, θεώρησε το συμβάν λήξαν και τους άφησε να φύγουν. Κι έτσι μέσα στη νύχτα πια πήρε ο καθένας το δρόμο του.

* * *

Εικόνα εξωφύλλου: Ταταύλα

Η Σεβαστή Λιοναράκη-Χρηστίδου ανασύρει από τις τουρκικές εφημερίδες της δεκαετίας του ’40 πραγματικά εγκλήματα και με την αναδιήγησή τους φωτίζει την απρόβλεπτη ανθρώπινη φύση, αλλά και τη ζωή και την ιδιοσυγκρασία καθημερινών ανθρώπων της Πόλης της εποχής.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Έγκλημα στην Πόλη

Το dim/art στο facebook


Σχόλια

Μία απάντηση στο “«Αχ! Αυτό το βλέμμα σου νάζια και χάδια σκορπάει»”

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.