Σαν σήμερα, στις 12 Νοεμβρίου 1944, πέθανε ο Τέλλος Άγρας (Ευάγγελος Γ. Ιωάννου). Είχε εισαχθεί στον Ευαγγελισμό χτυπημένος από αδέσποτη σφαίρα ένα μήνα νωρίτερα, την ημέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας.
Ποιητική
Διψάς, του στίχου το πουλί,
της ξενητιάς τ’ αγέρι·
μα ο κόσμος έχει ξενητιές
κι’ ο κόσμος δεν τις ξέρει…
Μην πης: «Δεν καταδέχομαι!»,
μην πεις: «Κι’ αχ, πώς να κάμω;»
Πιάσε το στίχο σου σκυφτός,
σαν το ψωμί από χάμω.
Τέλλος Άγρας, 1899-1944
Ο Τέλλος Άγρας (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου) γεννήθηκε στην Καλαμπάκα, γιος του σχολάρχη Γεωργίου Ιωάννου και της Ειρήνης Βλάχου. Είχε ένα μικρότερο αδερφό το Χρήστο. Το 1899 η οικογένειά του ήρθε στην Αθήνα και το 1906 μετακόμισε στο Λαύριο, όπου ο ποιητής τέλειωσε το Δημοτικό και το Ελληνικό Σχολείο. Το 1907 έγινε συνδρομητής στη Διάπλαση των Παίδων, όπου πρωτοεμφανίστηκε σε ηλικία έντεκα μόλις ετών, στη στήλη της αλληλογραφίας. Τον ίδιο χρόνο πραγματοποίησε και τα δυο μοναδικά ταξίδια της ζωής του, ένα στην Κάρυστο και ένα στη Χαλκίδα. Από το 1911 άρχισε να γράφει τακτικά στη στήλη συνεργασίας συνδρομητών της Διάπλασης με το ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας.
Η πρώτη του ποιητική δημοσίευση ήταν «ο Βράχος». Το 1912 γράφτηκε στο Γυμνάσιο στην Αθήνα, μένοντας στο σπίτι της αδερφής της μητέρας του Αριστέας Βλάχου ως το 1925 που η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα. Μετά το θάνατο της θείας του ο Άγρας κράτησε το μικρό σπίτι της ως ερημητήριο. Η συνεργασία του με τη Διάπλαση των Παίδων συνεχίστηκε συστηματικά και ο συνολικός όγκος των νεανικών δημοσιευμάτων του υπήρξε πολύ μεγάλος. Το 1914 ο Ξενόπουλος σχεδίαζε να κάνει τον Άγρα τακτικό συνεργάτη του περιοδικού, τα σχέδιά του αναβλήθηκαν όμως με το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου (πραγματοποιήθηκαν τελικά το 1916).
Το 1916 τέλειωσε το Γυμνάσιο και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (αποφοίτησε το 1923). Η πρώτη επίσημη παρουσία του στις στήλες της Διάπλασης σημειώθηκε το Μάη του ίδιου χρόνου με το πεζογράφημα «Αποχαιρετισμός». Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά Λύρα, Βωμός, Νέοι κ.α. Το 1918 βραβεύτηκε στο Σεβαστοπούλειο διαγωνισμό και στο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού του Λονδίνου Εσπερία. Το 1921 έδωσε διάλεξη για τον Καβάφη στην αίθουσα του Ελληνικού Ωδείου και εξέδωσε τη μετάφραση των Στροφών του Jean Moreas, ενώ το 1926 πραγματοποίησε και δεύτερη έκδοση μεταφράσεων από το έργο του Moreas με μια μελέτη για την ποίηση του γαλλόφωνου έλληνα ποιητή και μια για τη λογοτεχνική μετάφραση.
Από το 1924 εργάστηκε στο Υπουργείο Γεωργίας και το 1927 διορίστηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη, όπου παρέμεινε ως το θάνατό του. Έγραφε στη Νέα Εστία από τον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας της και έγινε γρήγορα αρχισυντάκτης της (παραιτήθηκε από την αρχισυνταξία το 1932 και το 1936 ανέλαβε τη στήλη της αλληλογραφίας), ενώ δημοσίευσε επίσης κείμενά του στα Γράμματα, τη Νέα Ζωή, την Αλεξανδρινή Τέχνη (και τα τρία περιοδικά της Αλεξάνδρειας), το Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου και σε πολλά άλλα έντυπα. Το 1928 έγινε συνεργάτης της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας του Πυρσού. Το 1934 κυκλοφόρησε η πρώτη συλλογή ποιημάτων του, με τίτλο Τα βουκολικά και τα εγκώμια. Ακολούθησε (1939) η δεύτερη συλλογή του με τίτλο Καθημερινές (1923-1930), που τιμήθηκε το 1940 με το Κρατικό Βραβείο ενώ τα Τριαντάφυλλα μιανής ημέρας (1929-1944) εκδόθηκαν μόλις το 1966.
Το 1938 πέθανε ο πατέρας του και ο Άγρας μετακόμισε με τη μητέρα του στην οδό Αγαθουπόλεως, όπου παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Οι κακουχίες της γερμανικής κατοχής αποδυνάμωσαν περισσότερο την ήδη ευαίσθητη κατάσταση της υγείας του. Τη μέρα της Απελευθέρωσης, χτυπήθηκε από μια αδέσποτη σφαίρα στον αστράγαλο. Μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό, όπου πέθανε το Νοέμβρη του 1944.
Ο Τέλλος Άγρας τοποθετείται στους έλληνες ποιητές του μεσοπολέμου, τους λεγόμενους νεορομαντικούς ή παρακμιακούς (Καρυωτάκης, Κλέων Παράσχος, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κώστας Ουράνης κ.α.). Το ποιητικό του έργο είναι αποτέλεσμα δημιουργικής αφομοίωσης του πνεύματος του γαλλικού συμβολισμού και αισθητισμού (Moreas, Laforgue, Verlain, Mallarme, Baudelaire κ.ά.) αλλά και της ελληνικής ποιητικής παράδοσης από το δημοτικό τραγούδι ως τον Ιωάννη Πολέμη, τον Κωστή Παλαμά, το Μιλτιάδη Μαλακάση και τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Κινήθηκε στα πλαίσια της εσωτερικότητας, της μελαγχολίας, της νοσηρότητας και της απαισιοδοξίας των συγχρόνων του, υιοθέτησε την ειδυλλιακή ενατένιση του παρελθόντος, ωστόσο παράλληλα χάρη στη βαθιά πνευματική του καλλιέργεια αρνήθηκε να παραδοθεί στην απελπισία και αγωνίστηκε να κρατηθεί από την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Πρέπει τέλος να σημειωθεί η αξία του κριτικού του έργου που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη οξυδέρκεια, ευαισθησία, βαθιά γνώση της φιλοσοφίας και επαρκή ενημέρωση για τις σύγχρονές του ευρωπαϊκές θεωρίες της λογοτεχνίας και τον τοποθετεί στην πρωτοπορία της νεοελληνικής κριτικής σκέψης.
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
Ι.Ποίηση
• Τα Βουκολικά και τα Εγκώμια · Το φθινοπωρινό ειδύλλιο – Βουκολικά – Μεταφράσεις – Τα Εγκώμια – Παραφωνίες – Σπουδές – Μπαλάντες – Καθημερινές · 1917-1924 · Οριστικά χειρόγραφα. Αθήνα, Δημητράκος, 1934.
• Καθημερινές · Το σπίτι κ’ η γειτονιά – Αττική – Αγάπη · 1923-1930 · Οριστικά χειρόγραφα. Αθήνα, Δημητράκος, χ.χ.
• Τριαντάφυλλα μιανής ημέρας · Επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Φέξης, 1965.
ΙΙ.Μεταφράσεις
• Jean Moreas, Οι Στροφές. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1921.
• Jean Moreas, Επιλογή από το ποιητικό του έργο. Αθήνα, Ζηκάκης, 1926.
ΙΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Βουκολικά και εγκώμια και καθημερινές• Επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Εστία, ;
• Τριαντάφυλλα μιανής ημέρας• επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Εστία, ;
• Κριτικά πρώτος τόμος· Καβάφης – Παλαμάς · Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Ερμής, 1980.
• Κριτικά δεύτερος τόμος · Ποιητικά πρόσωπα και κείμενα · Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Ερμής, 1981.
• Κριτικά τρίτος τόμος · Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας· Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Ερμής, 1984.
• Κριτικά τέταρτος τόμος · Γενικά και ειδικά θέματα· Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Ερμής, 1995.
• Επιλογή απ’ τα ποιήματα· Επιμ. – Ανθολ. Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Ερμής, 1996.
Πηγή: ΕΚΕΒΙ
* * *
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανθολογεί Τέλλο Άγρα
Χαμηλή φωνή: Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής, στους παλιούς ρυθμούς.
Μια προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη. Τέλλος Άγρας.
Από το Αρχείο Φωνών του Γιώργου Ζεβελάκη.
* * *
Τέλλος Άγρας, κατασκευαστής κομψών πραγμάτων
Φιλολογικοί περίπατοι στο Μεσοπόλεμο (Πρώτο Πρόγραμμα): Μέσα από κείμενα συνεντεύξεων που δόθηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες της περιόδου 1920-1940, μιλούν λογοτέχνες, καλλιτέχνες, λόγιοι, ηθοποιοί, διανοούμενοι, πνευματικοί άνθρωποι μιας παλαιότερης εποχής για το έργο τους, τα όνειρά τους, τις καθημερινές τους ασχολίες, για τα προβλήματα της εποχής τους, που πολλά εξακολουθούν να είναι προβλήματα και της δικής μας εποχής.
Έρευνα, ανασύνθεση κειμένων, ραδιοφωνική προσαρμογή: Γιώργος Ζεβελάκης
Ειδικός συνεργάτης: Μανόλης Αναγνωστάκης
Από το Αρχείο Φωνών του Γιώργου Ζεβελάκη.
* * *
Αυτόγραφοι προσωπικοί στοχασμοί
Από το αρχείο του Τέλλου Άγρα (Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης).
Δύο πράγματα αναζητώ αδιάκοπα, υποσυνείδητα, αιματηρά: πειθώ της δυστυχίας του ανθρώπου και σύμπηξη συνεπείας μεταξύ των όλων που με περιστοιχίζουν: θεωρίας, σκέψεως, ενεργείας.
Δεν θέλω ν’ αγαπώ. Θέλω να λατρεύω. Και για τη λατρεία δυο πράγματα χρειάζονται: σιωπή και απόσταση.
Ό,τι θέλετε να πούμε στο τραπέζι: Μα όχι «χρόνια πολλά», όχι «και του χρόνου», ούτε «του χρόνου καλύτερα». Αφήστε το Χρόνο. Τρέμω τις ευχές.
Είχα κάποτε μεγάλην ιδέαν για τον εαυτόν μου· οι έπαινοι μ’ έκαμαν να τον σιχαθώ.
Πρέπει να παρηγορηθώ για την έλλειψη της μνήμης; Ο Π. μου λέγει πώς μνήμην έχουν μόνον οι πρωτόγονοι λαοί. — Αλήθεια! Και τα παιδιά — που είναι κι αυτά «πρωτόγονοι λαοί». — Οι πολιτισμένοι δεν έχουν μνήμην.
Η μελαγχολία του υπαίθρου· Μόνον το interieur παρηγορεί. Τα έπιπλα, τα βιβλία, η εργασία.
Αγαπώ το τραγούδι, τρέμω να τραγουδήσω. Αγαπώ το γάμο, τρέμω να παντρευθώ.
Για τη δυστυχία δε με νοιάζει, με την ευτυχία δεν ξέρω πώς να φερθώ!
* * *
* * *
«Στο σπίτι μέσα ψιχαλίζει…»: διαβάζοντας τον Τέλλο Άγρα
—της Ελένης Κοσμά—
(Τέλλος Άγρας, Τα ποιήματα, τ. Ά, επιμέλεια: Έλλη Φιλοκύπρου, ΜΙΕΤ, 2014)
«Και κλώθουν και περνάν και πάνε
οι ώρες –κι αλάθευτα χτυπάνε »
(Τέλλος Άγρας, «Στο σπίτι μέσα»)
Ο πρώτος τόμος των Ποιημάτων του Τέλλου Άγρα, με την ακάματη φιλολογική φροντίδα της Έλλης Φιλοκύπρου και υπό τη γενναιόδωρη στέγη των εκδόσεων του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, συγκεντρώνει τις δύο συλλογές ποιημάτων του Άγρα, «Τα βουκολικά και τα εγκώμια», συνθεμένη μεταξύ 1917 και 1924, και τις «Καθημερινές», με ποιήματα μέχρι και το 1930. Η έκδοση συνοδεύεται από τις «Σημειώσεις», ένα κριτικό επίμετρο στο οποίο δίνονται πληροφορίες σχετικά με ζητήματα εκδοτικά, και από το άρτιο «Σημείωμα της επιμελήτριας», στο οποίο η Έλλη Φιλοκύπρου συζητά τις δύο αυτές συλλογές του Άγρα. Οι δύο συλλογές του τόμου κυκλώνουν ένα οικείο ερώτημα, μια συζήτηση γνώριμη στους ποιητές του περασμένου αιώνα: τον προβληματισμό σχετικά με τη δυνατότητα του ποιητή, όπως σημειώνει η επιμελήτρια του τόμου, «να δει και να κατανοήσει την ανθρώπινη πραγματικότητα, καθώς και να προσφέρει τρόπους ανάγνωσης και αποδοχής της.» (από το «Σημείωμα της επιμελήτριας»)
Η ποίηση των αρχών του 20ου αιώνα, η ποίηση της εποχής του Άγρα, του Φιλύρα, του Λαπαθιώτη, του Ουράνη, σχεδόν χαρτογραφεί, θα λέγαμε, το (αστικό) τοπίο της όρασης του ποιητή και μαζί συζητά τις ίδιες τις αγωνίες που συνοδεύουν την παραγωγή της, εγκαινιάζοντας έτσι έναν νέο ποιητικό «τόπο» ανάμεσα στο ίδιο το έργο τέχνης και στο σχόλιο, το οποίο ενσωματώνει πλέον λειτουργικά. Η όραση, το βλέμμα του ποιητή πάνω στον τόπο, είναι το φίλτρο της «ηθικής» του και αποκαλύπτεται στην ίδια τη μορφή του ποιήματος:«η μορφή», γράφει ο Τέλλος Άγρας, «είναι η εφαρμοσμένη ηθική του καλλιτέχνου». Και αλλιώς: «ο Άγρας διδάσκει ότι κάθε προσπάθεια να μιλήσουμε ουσιαστικά για τη μορφή θα εκτραπεί αναπόφευκτα και προς την ουσία, και ότι δεν υπάρχει μορφή που δεν μετέχει της ουσίας, μήτε και ουσία ειδικώς για τα ποιητικά πράγματα, αρρύθμιστη, αμέτοχη μορφής.»[1]
Μπορούμε, λοιπόν, να διατυπώσουμε μια σκέψη: εάν η λυρική ποίηση, η ποίηση, ας πούμε, του Άγρα, διεκδικεί και δοκιμάζει τη μορφοποιητική της δύναμη, που δεν είναι άλλη από τη δύναμη του βλέμματος πάνω στα πράγματα, και εάν η ίδια η «αυταπάτη που επιθυμούμε να λάβουμε από τον λυρισμό»[2] δεν είναι παρά η ίδια η εγγενής αντίφαση της κατορθωμένης μορφής, της διεκδίκησης, ακριβώς ενός «τόπου», ενός ποιήματος, ίσως, υπεσχημένου ήδη από την πρώτη επιλογή της φόρμας, η σχέση που αναπτύσσει ο ποιητής με τη μορφή είναι ένας τρόπος εποπτείας, «όρασης» του παρελθόντος και του παρόντος, του έξω κόσμου, του τόπου στον οποίο καταλύει και από τον οποίο απομακρύνεται. Είναι ένας τρόπος «εισόδου» σε αυτό το «σπίτι», το οποίο επανέρχεται συστηματικά στην ποίηση του Άγρα: «Αργά, στο σπίτι σα γυρνώ/ τη νύχτα, απ’ την πλατεία περνώ. / που κρέμετ’ έρημο φανάρι· / νοτιά το δέρνει βραδινή /και το τινάζει απ’ το σχοινί, /σφοδρά, για να το συνεπάρει.» (Τέλλος Άγρας, «Αργά, στο σπίτι…»)
[1] Διονύσης Καψάλης, Τα μέτρα και τα σταθμά, ΑΓΡΑ, 1998
[2] Διονύσης Καψάλης, ό.π.
Πηγή: Εντευκτήριο
* * *
Έρευνα / αρχείο: Γιώργος Ζεβελάκης, Γιώργος Τσακνιάς
Το dim/art ευχαριστεί τη Σοφία Μπόρα και την Ελένη Ράμφου
5 comments