Ζήσιμος Λορεντζάτος και Όργουελ: το νόημα ενός ποιήματος

—του Διονύση Καψάλη—

Μετά την ευγενική παραχώρηση του υλικού από τις εκπομπές του Διονύση Καψάλη (Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2014), αναδημοσιεύουμε εδώ τα κείμενα της ενότητας «Κυριακή του ανθρώπου», συνοδευμένα από το αντίστοιχο ηχητικό αρχείο. Ευχαριστούμε τον Διονύση Καψάλη για την πρόθυμη συνεργασία με το dim/art. Καλή ανάγνωση και καλή ακρόαση!  

Σήμερα, το τέταρτο μέρος της δεύτερης εκπομπής, Κυριακὴ 30 Νοεμβρίου 2014.

* * *

BB54EFABD76F1CA37012BD7B1EED778B

Ζήσιμος Λορεντζάτος

Ὁ δεύτερος λόγος ποὺ ἀναθυμήθηκα τὸν Τζὼρτζ Ὄργουελ, ἐπιμνημόσυνος καὶ αὐτός, εἶναι ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος, ὁ ὁποῖος, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς στερνὲς μελέτες του συνέθεσε ἕναν Φόρο τιμῆς στὸν E. A. Blair. Τριπλὸς φόρος τιμῆς, λοιπόν, κι ἀπὸ ἐδῶ, ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο: στὸν ἀλησμόνητο φίλο Λεωνίδα Λουλούδη, στὸν Ζήσιμο Λορεντζάτο γιὰ τὰ δέκα χρόνια ἀπὸ τὸ θάνατό του τὸ 2004 καὶ βεβαίως στὸν συγγραφέα ποὺ τοὺς συνδέει, ἄκοντες, μετὰ θάνατον: τὸν Τζὼρτζ Ὄργουελ. Ἡ μελέτη τοῦ Λορεντζάτου ἀναφέρεται κυρίως σ᾽ ἕνα δοκίμιο τοῦ Ὄργουελ μὲ τὸν τίτλο The Meaning of a Poem, «Τὸ νόημα ἑνὸς ποιήματος». Τὸ ποίημα ποὺ σχολιάζει ὁ Ὄργουελ εἶναι τὸ περίφημο Felix Randal τοῦ Ἄγγλου Ἰησουΐτη ποιητῆ Τζεράρντ Μάνλυ Χόπκινς (Gerard Manley Hopkins), ἕνα ἀληθινὰ κορυφαῖο ποίημα, ἀσύλληπτης ὀμορφιᾶς, δεξιότητας καὶ ἀνθρωπιᾶς. Διόλου τυχαῖο ὅτι τὸ ποίημα αὐτὸ ἀρέσει στὸν Ὄργουελ. Εἶναι τὸ ἐγκώμιο ποὺ συνέθεσε ἕνας κορυφαῖος ποιητὴς γιὰ ἕναν Ἄγγλο χειρώνακτα: ἕναν ἀλμπάνη, τουτέστι ἕναν πεταλωτή. Διόλου περίεργο ὅτι ἀρέσει τόσο στὸν Λορεντζάτο. Τὸ διαπερνᾶ σὰν ἠλεκτρικὸ ρεῦμα ἡ πίστη του Χριστοῦ. Καὶ πάνω ἀπ᾽  ὅλα, καὶ γιὰ τοὺς δύο σχολιαστές, εἶναι ἕνα τέλειο ποίημα, ἦχος καὶ νόημα μαζὶ σοφὰ συνταιριασμένα: ἕνα δεκατετράστιχο, ἕνα ἄρτιο πετραρχικὸ σονέτο σὲ ἐπιμηκυσμένο στίχο. Σᾶς τὸ διαβάζω πρῶτα στὴ μετάφραση τοῦ Ζήσιμου Λορεντζάτου. Ἔπειτα θὰ τὸ ἀκούσουμε στὸ πρωτότυπο, ὅπως τὸ διαβάζει ὁ Ἰρλανδὸς ἠθοποιὸς Σίριλ Κιούζακ (Cyril Cusack).

Ὁ Felix Randal ὁ ἀλμπάνης, ὢ ἀληθεύει πὼς πέθανε; πὼς τέλειωσε τὸ χρέος μου, ἐμένα ποὺ παρακολούθησα ἀπὸ κοντὰ τὸ ἀντρίκιο καλούπι τοῦ χοντροκόκαλου καὶ σκληραγωγημένου αὐτοῦ ὀμορφάνθρωπου νὰ λιώνει, νὰ λιώνει, ὡσότου παραλήρησε τὸ λογικὸ καὶ κάποιες μοιραῖες τετράδιπλες διαταραχές, σαρκωμένες μέσα του, ἀρχίνισαν ὅλες μαζὶ νὰ κονταροχτυπιοῦνται;

Τὸν τσάκισε ἡ ἀρρώστια. Στὴν ἀρχὴ βλαστήμησε ὀργισμένος, ὅμως συνέφερε μὲ τὸ ἅγιο μύρος καὶ τὰ ὑπόλοιπα, ἂν καὶ ἀπὸ κάμποσους μῆνε προτύτερα μαλάκωνε μὲ τρόπο οὐράνιο ἡ καρδιά του, ἀπὸ τότε ποὺ τοῦ πρόσφερα τὴ γλυκιά μας τὴν ἄφεση καὶ τὸν ξαγορασμό. Ἂ ναί, ὁ Θεὸς ἂς τὸν ἀναπάψει μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο κι ἂν ἁμάρτησε!

Νὰ βλέπομε τοὺς ἄρρωστους μᾶς τοὺς κάνει ἀγαπητούς, καὶ μᾶς κάνει καὶ ἐμᾶς μαζὶ ἀγαπητούς. Τὰ λόγια μου σὲ παρηγόρησαν, τὸ ἄγγιγμά μου πράυνε τὸ δάκρυ σου, τὸ δάκρυ σου μοῦ ἄγγιξε τὴν  καρδιά, τέκνο μου. Felix, φτωχὲ Felix Randal˙

πόσο μακριὰ ἀπὸ τοῦτα προσχεδιάστηκαν, ὅλα τὰ πιὸ ντερμπεντέρικα χρόνια σου, ὅταν μπροστὰ στὸ ἀγριωπὸ τὸ πετροκάμινο, δυνατὸς ἀνάμεσα στοὺς ὅμοιους σου, χάλκευες γιὰ τὸ θεόρατο ψαρὶ χοντράλογο τὸ λαμπερὸ καὶ βροντερὸ σαντάλι του!

Κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος της, ἡ μελέτη τοῦ Λορεντζάτου παραθέτει καὶ σχολιάζει ἐκτενὴ ἀποσπάσματα τοῦ δοκιμίου τοῦ Ὄργουελ, μεταφρασμένα ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Λορεντζάτο. Κοινὴ πεποίθηση τῶν δύο σχολιαστῶν τοῦ Χόπκινς –τοῦ Ὄργουελ καὶ τοῦ Λορεντζάτου– εἶναι, μὲ τὰ λόγια τοῦ τελευταίου, ἡ «πανανθρώπινη ἑνότητα τῆς ποίησης, δίχως τὴν ὁποία ποίηση δὲν ὑπάρχει», μιὰ πεποίθηση ποὺ θὰ δυσκολευτοῦμε σήμερα νὰ τὴν ἀνασύρουμε ἀλώβητη καὶ εὐεργετική, ὅπως θά ᾽πρεπε νά ᾽ναι, ἀπὸ τὴ χωματερὴ ὑποκρισίας ποὺ ἔχει στοιβαχτεῖ ἐπάνω της. Ὁ ἔπαινος τοῦ Λορεντζάτου ξεχωρίζει μιὰ ἀρετὴ τοῦ Ὄργουελ ἢ μᾶλλον μιὰ ἀρετὴ ποὺ γιὰ νὰ γίνει καὶ συγγραφικὴ ἰδιότητα χρειάστηκε πολὺς κόπος, κόπος στὸ γράψιμο καὶ κόπος στὴ ζωή: τὴν εἰλικρίνεια.

«Θέλω νὰ γράψω γιὰ τὸν E. A. Blair» λέει Λορεντζάτος, «ποὺ δὲν τὸν μνημονευει κανένας, μιὰ καὶ ὅλοι ξέρουν τὸν George Orwell –ψευδώνυμο– ποὺ ἔγραψε τὸ Animal Farm καὶ τὸ Nineteen Eighty Four, τὰ ὁποῖα πούλησαν πάνω ἀπὸ δυὸ ἑκατομμύρια ἀντίτυπα. Ἔγραψε καὶ ἄλλα πολλὰ ὁ George Orwell –πεζογραφία, δημοσιογραφία, ταξίδια, ἐντυπώσεις, περιπέτειες, ἀναμνήσεις, κριτικὲς– πάντα σημαντικὰ καὶ παλικαρίσια, πάντα τίμια καὶ σοβαρά, πάντα ἀσυμβίβαστα καὶ μὲ κύρος, γιατὶ στάθηκε ὁ ἴδιος σημαντικὸς καὶ παλικάρι,  τίμιος καὶ σοβαρός, ἀσυμβίβαστος καὶ μὲ κύρος. . . Δὲν εἶπε, ἀκόμα, ποτὲ ψέμα γιὰ κανένα ζήτημα καί, τὸ σπουδαιότερο, δὲν πίστεψε τὰ μεγάλα ψέματα τοῦ 20οῦ αἰώνα στὴ φιλοσοφία, στὴν κοινωνιολογία καὶ στὴν πολιτική, ποὺ δημιούργησαν –ὅπως ὅλα τὰ ψέματα– ἑκατομμύρια θύματα σὲ ὅλο τὸν κόσμο, τόσο ἀνάμεσα στοὺς λαοὺς ἢ στὶς ὁλότητες ὅσο καὶ ἀνάμεσα στοὺς διανοούμενους ἢ τὶς μειονότητες» [Μελέτες, τόμος δεύτερος, σ. 487-488].

Αὐτὰ ἔγραφε ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος γιὰ τὸν Τζὼρτζ Ὄργουελ ἐν ἔτει 1989. Στὴ μνήμη του, δέκα χρόνια ἀπὸ τὸ θάνατό του, ἂς ἀκούσουμε ἕναν ἄλλο ψαλμὸ τοῦ Δαβίδ, 41ο στὴν κατάταξη τῶν Ο´, 42ο στὴ λατινικὴ Βίβλο: ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα μοτέτα τοῦ Giovanni Pierluigi Palestrina.

Sicut cervus desiderat ad fontes aquarum,
ita desiderat anima mea ad te, Deus.

Ὃν τρόπον ἐπιποθεῖ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ψυχή μου πρός σέ, ὁ Θεός. ἐδίψησεν ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα· πότε ἥξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ; ἐγενήθη τὰ δάκρυά μου ἐμοὶ ἄρτος ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐν τῷ λέγεσθαί μοι καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν· ποῦ ἐστιν Θεός σου; ταῦτα ἐμνήσθην καὶ ἐξέχεα ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν ψυχήν μου, ὅτι διελεύσομαι ἐν τόπῳ σκηνῆς θαυμαστῆς ἕως τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως καὶ ἐξομολογήσεως ἤχου ἑορτάζοντος.

Ὁ Ὄργουελ εἶναι βεβαίως γνωστὸς στοὺς περισσότερους ἀπὸ τὶς δύο πολιτικὲς ἀλληγορίες του, ποὺ καὶ οἱ δύο στρέφονται εὐθέως κατὰ τοῦ σοβιετικοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ: τὴ Φάρμα τῶν ζώων, μιὰ μυθιστορηματική, πικρὴ φαρσοκωμωδία τοῦ 1945, καὶ τὸ βαθύτερο καὶ τραγικότερο Χίλια Ἐννιακόσια Ὀγδόντα Τέσσερα, μιὰ μυθιστορηματικὴ δυστοπία τοῦ 1949, μὲ βαθύτερους, τραγικότερους τόνους.  Τὴν ἀπέχθειά μας πρὸς τὸν φασιστικὸ καὶ ναζιστικὸ ὁλοκληρωτισμὸ τὴ θεωρεῖ δεδομένη, αὐτονόητη καὶ ἀδιαπραγμάτευτη ὁ Ὄργουελ. Τὴν ἄλλη, ὅμως, τὴν ἀπέχθειά μας πρὸς τὸν σοβιετικὸ ὁλοκληρωτισμὸ δὲν τὴ θεωρεῖ καθόλου αὐτονόητη. Γιὰ πολλοὺς ἀπὸ μᾶς (ἐδῶ ἀρχίζω καὶ ἔχω δυσκολίες μὲ τὸ μᾶς) ἐξακολουθεῖ νὰ μὴν εἶναι αὐτονόητη – σ᾽ αὐτούς λοιπόν (ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς «ἐμᾶς») καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους (ποὺ δὲν εἶναι οὔτε ἦταν ποτὲ ἀπὸ «ἐμᾶς»), θὰ συνιστοῦσα ἐνθέρμως νὰ διαβάσουν, ἔστω τώρα, τὰ δύο αὐτὰ πολιτικὰ μυθιστορήματα τοῦ Ὄργουελ. Στοὺς φανατικοὺς γιὰ γράμματα θὰ συνιστοῦσα ἐπιπλέον ὅλα τὰ ὥριμα δοκίμια τοῦ Ὄργουελ γιὰ τὴ λογοτεχνία, κάνοντας ἀρχὴ μὲ ἕνα ποὺ τιτλοφορεῖται: «῾Η παρεμπόδιση τῆς λογοτεχνίας». Γιὰ νὰ ἔχετε μιὰ ἰδέα τοῦ θέματός του, σᾶς διαβάζω τὴν κατακλείδα του:

Κάποια στιγμὴ στὸ μέλλον, ἐὰν ὁ ἀνθρώπινος νοῦς γίνει κάτι ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπ᾽ ὅ,τι εἶναι τώρα, μπορεῖ νὰ μάθουμε νὰ ξεχωρίζουμε τὴ λογοτεχνικὴ δημιουργία ἀπὸ τὴ διανοητικὴ εἰλικρίνεια. Πρὸς τὸ παρὸν γνωρίζουμε μόνο ὅτι ἡ φαντασία, ὅπως κάτι ἄγρια ζῶα, δὲν γεννᾶ στὴν αἰχμαλωσία. Ὅποιος συγγραφέας ἢ δημοσιογράφος ἀρνεῖται τὸ γεγονὸς αὐτὸ –καὶ ὅλος σχεδὸν ὁ σημερινὸς ἔπαινος πρὸς τὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση ἐμπεριέχει ἢ ὑπονοεῖ μιὰ τέτοια ἄρνηση– στὴν πραγματικότητα ἀπαιτεῖ νὰ καταστραφεῖ ὁ ἴδιος.

Σκληρὰ λόγια ἀλλά, ὅπως καταλάβαμε (ὅσοι τὸ καταλάβαμε) ἐκ τῶν ὑστέρων, ἀληθῆ. Ἀλλὰ γιὰ τὸν Τζὼρτζ Ὄργουελ, τὴ σημασία του καὶ τὴν ἐπικαιρότητά του, θὰ συνεχίσουμε τὴν ἐρχόμενη ἑβδομάδα. Ἀντὶ ἄλλου ἀποχαιρετισμοῦ, καὶ γιὰ νὰ ἀλλάξουμε λίγο τὸν τόνο τῆς Κυριακῆς, ποὺ εἶναι καὶ πρέπει νὰ παραμείνει  –τουλάχιστον ἐδῶ, στὸ Τρίτο Πρόγραμμα– Κυριακὴ τοῦ ἀνθρώπου, θὰ ἀκούσουμε πάλι τὸ τραγούδι τοῦ Φὶλ Σπέκτορ (Phil Spector), ποὺ τὸ ἀκούσαμε προηγουμένως ἀπὸ τὴν Ἔιμι Οὐάινχαους, τραγουδημένο τώρα, λιγότερο σπαραχτικὰ ἀλλὰ ἐξίσου συγκινητικά, ἀπὸ τοὺς Μπήτλς, τὸ 1963, ἀπὸ τὶς ἠχογραφήσεις τους στὸ Βρετανικὸ Ραδιόφωνο (BBC).

* * *

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Κυριακή του ανθρώπου

Το dim/art στο facebook

3 comments

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.