Σημειώσεις μιας Φιλολόγου
—της Ρούλας Καλαρά—
Tο Μάη του ’68 εγώ ήμουνα στο Δημοτικό. Μαύρη χούντα στο χωριό — δεν κατάλαβα τίποτα! Ο Μάης του ’88, όμως, με βρήκε μέλος της ΚΑΕ! Έτσι λέγαμε την Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή που φτιάξαμε μέσα από τις συνελεύσεις μας οι απλοί και ανώνυμοι καθηγητές των σχολείων και την τοποθετήσαμε δίπλα στην απρόθυμη ΟΛΜΕ, για να την επιτηρούμε και να την ελέγχουμε σε όλη τη διάρκεια της απεργίας μας. Πράγματα, αδιανόητα σήμερα.
Η πραγματική ιστορία της μεγάλης απεργίας των καθηγητών το 1988 δεν έχει γραφτεί ακόμα. Ούτε κι εγώ θα την γράψω. Θα πω μόνο τούτο που αποτέλεσε τη μεγάλη ιστορική διαφορά εκείνης της απεργίας από όλες τις επόμενες που έζησα: ξεκίνησε από τη βάση, από τους καθηγητές των γυμνασίων και λυκείων όλης της χώρας, και όχι από την ΟΛΜΕ. Η πρόταση της ΟΛΜΕ απορρίφθηκε και ανατράπηκε, και οι καθηγητες, μέσα από πρωτοφανείς συνελεύσεις —γεμάτες οι αίθουσες, οι αυλές και οι γυρω δρόμοι— αποφάσισαν από μόνοι τους απεργία διαρκείας. Είχε βγει στο εκπαιδευτικό προσκήνιο η γενιά των τριαντάρηδων, που κυριαρχούσε τότε στα σχολεία μετά τους μαζικούς διορισμούς της πασοκικης δεκαετίας του ’80. Η απεργία άγγιξε το ποσοστό του 95%! Όλες όσες την ακολούθησαν ήσαν απλές απομιμήσεις ή και παρωδίες της…
Και νάσου με, λοιπόν, στο στενάκι της Μητροπόλεως, θρονιασμένη στα γραφεια της ΟΛΜΕ, για 37 ημέρες. Με είχε εκλέξει η Β’ ΕΛΜΕ Αθήνας για αντιπρόσωπό της στην ΚΑΕ, το μαντρόσκυλο που επιτηρούσε την ΟΛΜΕ και συνεδρίαζε μαζί της για την πορεία του αγώνα. Κάθε μέρα, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι περπατούσαμε σε όλη την Αθήνα. Κάθε φορά, και περισσότεροι. Όλοι οι καθηγητές του λεκανοπεδίου και των γύρω νομών. Τα μεσημέρια από τη Σχολή Ευελπίδων μέχρι τη Μητροπόλεως, και τα απογεύματα στους δρόμους των συνοικιών. Τα ίδια γίνονταν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Είχαμε οργανώσει ένα οριζόντιο δίκτυο συνεννόησης μέσω των απεργιακών επιτροπών και των τοπικών ΕΛΜΕ και συντονιζόμασταν απόλυτα. Μετά προστέθηκαν και οι δάσκαλοι.
Τα βράδια αυτής της απεργίας θα μείνουν αξέχαστα σε όσους τα έζησαν. Ήσαν αφιερωμένα στις παρέες, στις καινούργιες γνωριμίες, στους έρωτες, στα γλέντια. Και χωρίς φράγκο στην τσέπη, γιατί η μισθοδοσία μας είχε κοπεί με το μαχαίρι από την πρώτη μέρα. Ξεχάσαμε ότι είμαστε υπάλληλοι και πέσαμε με την ψυχή μας στην απόλαυση μιας αδιανόητης μέχρι πρότινος κατάστασης «επαναστατικής ελευθερίας», που ξέραμε ότι σύντομα θα τελειώσει. Ο καθένας έζησε εκείνο τον Μάη με τον δικό του τρόπο και έχει τις δικές του εμπειρίες, ομολογημένες κι ανομολόγητες. Αν ρωτήσετε σήμερα καθηγητές που συμμετείχαν στην απεργία εκείνη, είτε κεντρικά είτε περιφερειακά, θα σας την περιγράψουν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Σε ένα, όμως, θα συμφωνήσουν όλοι: ήταν πρωτόγνωρη και ανεπανάληπτη. Ήταν μια κατάσταση σχεδόν ονειρική — θα τολμούσα σήμερα να πω ότι ήταν εκτός τόπου και χρόνου.
Τα θυμάμαι τώρα, που γνωρίζω όλα όσα ακολούθησαν τις επόμενες δεκαετίες και την κατάντια στην οποία περιέπεσε σιγά σιγά και σταθερά η δημόσια εκπαίδευση και ο συνδικαλισμός των καθηγητων, και μαυρίζει η ψυχή μου. Εγώ τότε —6ος χρόνος της υπαλληλικής μου καριέρας— είχα πια μετατεθεί στην Αθήνα και συνδικαλιστικά ανήκα σε μια κίνηση εκπαιδευτικών που λεγόταν «Δημήτρης Γληνός». Την είχαν φτιάξει οι εκπαιδευτικοί της Ανανεωτικής Αριστεράς, με πρωτοστάτη τον αξεχαστο Κυριάκο Σιδηρόπουλο. Σιγά σιγά συγκεντρώθηκαν στους κόλπους της και άλλοι, ανένταχτοι κομματικά και ανεξάρτητοι καθηγητές και δάσκαλοι, γιατί ως έμβλημά της είχε την αυτονομία του συνδικαλιστικού κινήματος από τα κόμματα και ως στόχο της τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν υπάρχουν σήμερα ανάλογες κινήσεις αλλά ούτε κι εκείνη είχε μεγάλη διάρκεια ζωής. Ένα θα πω μόνο: αυτή η πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα ομάδα καθηγητών είχε κάνει συνέδριο για την Αξιολόγηση στην Εκπαίδευση. Εξέδωσε μάλιστα τα πορίσματα του συνεδρίου σε βιβλίο. Στη δεκαετία του ’80 υπήρξαν συνδικαλιστές εκπαιδευτικοί που έγραψαν βιβλίο για το θέμα-ταμπού, την Αξιολόγηση!
Η κίνηση «Δημήτρης Γληνός», λοιπόν, πρωτοστάτησε, και για ένα διάστημα κυριάρχησε, στη μεγάλη απεργία του ’88. Συνεδριάζαμε σχεδόν καθημερινά, ακόμα και νύχτες, στο υπόγειο του Ηράκλειτου, του φροντιστηρίου του Μανωλκίδη στην Κωλέττη. Αυτό το υπόγειο υπήρξε ο «ναός» του «Δημήτρη Γληνού» κι εκεί συζητήθηκαν και αποφασίστηκαν οι σημαντικότερες κινήσεις της απεργίας. (Τίποτα δεν εχει απομείνει. Πολύ σύντομα η ανανεωτική αριστερά διασπάστηκε και πήρε ο διάολος και τον «Γληνό»…)
Στα διάφορα σημεία της Αθήνας μετακινιόμουνα τότε, για τις ανάγκες του αγώνα, με το αυτοκίνητό μου. Ένα λευκό LADA. Το πρώτο μου αυτοκίνητο, που μου το αγόρασε ο πατέρας μου όταν διορίστηκα, για να πηγαινοέρχομαι από την Κόρινθο όπου ζούσα, στη Νεμέα όπου δίδασκα. Με αυτό μετέφερα στα διάφορα σχολεία της διαδρομής και άλλους νεοδιόριστους καθηγητές που ζούσαν στην Κόρινθο. Κυρίως καθηγήτριες φιλενάδες μου και «ομοϊδεάτισσές» μου. Κάποτε, μάλιστα, βρεθήκαμε μέσα οχτώ άτομα. Έσπασε το αμορτισέρ προτού φτάσουμε. Αργότερα άρπαξε φωτιά και το εγκατέλειψα. Με το LADA μου κινήθηκα εγώ στην απεργία και βρέθηκα σε απίθανα μέρη, παραβιάζοντας κάθε δυνατό κανόνα κυκλοφορίας. Είπαμε: Μάης του ’88 ήταν αυτός!
Σε κάποια προχωρημένη φάση της απεργίας, όταν πολλοί ενθουσιώδεις νέοι καθηγητές αισθάνονταν ότι κάναμε επανάσταση και έπρεπε να την κλιμακώσουμε με πολλές και διάφορες μορφές πάλης, μέχρι και απεργοί πείνας εμφανίστηκαν στα Προπύλαια. Δύο άνδρες και μία γυναίκα. Οι περισσότεροι δεν συμφωνούσαμε με την επιλογή τους, γιατί τέτοιες μορφές αγώνα τραβούν τα φώτα της δημοσιότητας σε άτομα και τα απομακρύνουν από τις συλλογικές και οργανωμένες διαδικασίες. Έλα όμως που ανάμεσα στους απεργούς πείνας ήταν και μια φιλενάδα μου, η Α.! Η οποία έστησε μια σκηνή πάνω στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου χωρίς να ρωτήσει κανέναν μας και άρχισε την αποχή από τροφή. Η παρέα της Β’ ΕΛΜΕ βρέθηκε σε αμηχανία. Δεν συμφωνούσαμε αλλά δεν μπορούσαμε και να την εγκαταλείψουμε μόνη της, ειδικά τις νύχτες. Μας ζητησε η ίδια να την φυλάμε, γιατί φοβότανε. Και βρεθήκαμε μέσα σ’ όλα τ’ άλλα, θέλοντας και μη, να κάνουμε και βάρδιες τις νύχτες στα Προπύλαια, για να προσέχουμε μην πάθει τίποτα η Α. Μερικές φορές μας ζητούσε να τις πάμε και τα απαραίτητα για να τη λούσουμε…
Ένα βράδυ λοιπόν, αφού είχε προηγηθεί πορεία χιλιομέτρων μέσα στη ζέστη —ήταν Ιούνιος πια, και μάλιστα καυτός— αφού είχαν μεσολαβήσει πολύωρες συνεδριάσεις στο Υπόγειο, στην ΟΛΜΕ, στο Υπουργείο, δεν θυμάμαι πια με ποιον κατά σειράν από τους τέσσερεις Υπουργούς που πέρασαν, βρέθηκα με τη φίλη μου τη Μαίρη, κατάκοπες κι εξαντλημένες, έχοντας να πάμε δυο μέρες στα σπίτια μας, να ανεβαίνουμε με το LADA-φυλάκιο πάνω στο πλακόστρωτο στα Προπύλαια και να παρκάρουμε μπροστά στο αντίσκηνο της Α. για να κάνουμε τη βάρδια μας. Ο χώρος είχε αδειάσει από τους δημοσιογράφους και τις παρέες των καθηγητών που περνούσαν από κει κι έκαναν αυτοσχέδια πάρτι γύρω από τις σκηνές και δεν υπήρχε ψυχή εκτός από τους τρεις απεργούς πείνας. Αφού ελέγξαμε το χώρο και είδαμε ότι η φιλενάδα μας κοιμόταν, κατεβάσαμε σε οριζόντια θέση τα μπροστινά καθίσματα του LADA, ξαπλώσαμε και μας πήρε ο ύπνος στη στιγμή….
Το επόμενο που θυμάμαι είναι το ταυτόχρονο ξύπνημά μας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη σκηνή. Ακόμα νομίζω ότι την είδα στον ύπνο μου. Περνάω σήμερα από τα Προπύλαια και δεν πιστεύω ότι το έκανα εγώ αυτό. Είχε ξημερώσει. Η κίνηση στην Πανεπιστημίου είχε ξεκινήσει. Έτσι όπως ήμασταν ξαπλωμένες, βλέπαμε από τα τζάμια τις πολυκατοικίες, τα μαγαζιά, τα αυτοκίνητα καθαριότητας του Δήμου και τα ΙΧ να περνούν και τους οδηγούς να μας κοιτάζουν με γουρλωμένα μάτια. Ζαλισμένες από τον βαρύ ύπνο, κοιτάγαμε γύρω μας κατάπληκτες. Ήμασταν δυο καθηγήτριες, η μια Φιλόλογος κι η άλλη Φυσικός, μόνες μας, και κοιμόμασταν δημοσίως μες στη μέση της Αθήνας, σε ένα αυτοκίνητο ανεβασμένο μπροστά στο χώρο του Πανεπιστημίου. Κοιταχτήκαμε άναυδες μεταξύ μας. Ημασταν βρώμικες, αναμαλλιασμένες, κάτωχρες, με μαυρισμένα μάτια… Και ακούω ακόμα τη Μαιρούλα να μου λέει: «Ρούλα, τι κάνουμε εμείς εδώ; Είμαστε με τα καλά μας;» Έβαλα μπρος και φύγαμε σιωπηλές για τα σπίτια μας. Η προσγείωση είχε αρχίσει… Σε λίγο τέλειωσε κι η απεργία. Επιτυχώς, αλλά για λίγο μόνο. Φροντίσαμε να καταστρέψουμε μόνοι μας ό,τι είχαμε κερδίσει.
* * *
H Ρούλα Καλαρά θυμάται επεισόδια και σκηνές από τη θητεία της στο δημόσιο ελληνικό σχολείο, στο οποίο εργάστηκε επί 30 συναπτά έτη. Ιστορίες αστείες, σκληρές, τραγελαφικές, φαιδρές ή στενάχωρες, όπως ακριβώς και το ελληνικό σχολείο που τόσα χρόνια τώρα περιμένει τη μεταρρύθμιση που δεν γίνεται.