—του Γιώργου Θεοχάρη—
στη φίλη μου Αμαλία, ετών 2· παρακαταθήκη
«Παίδες, ο Μπακ πουλάει τα όργανα! Διαλύθηκαν οι Βαρεμένοι!»
Οι Βαρεμένοι είναι (ήταν, κατά πώς φαίνεται) το ροκ συγκρότημα της γειτονιάς. Ο Μπακ είναι ξάδερφος του Ταφ που παίζει (έπαιζε, εντάξει) κιθάρα στους Βαρεμένους. Ο Ταφ είναι αυτός μπήκε φουριόζος και αναψοκοκκινισμένος στο δωμάτιο του Γιακ να μας φέρει τα μεγάλα νέα. Ο Γιακ ρίχνει μια καρπαζιά στον Θήττα και, «όταν θέλεις κάτι πολύ, το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις», του λέει. Ο Θήττα είμαι εγώ. (Ο Κοέλιο δεν έχει ιδέα για όλα αυτά γιατί βρισκόμαστε ακόμα στο 1978.)
Ας πάρω τα πράγματα από την αρχή (όχι από το Big Bang, αλλά σχεδόν). Καλοκαίρι του 1978. Τη νύχτα πριν τα καλά νέα, αφού πρώτα τσεκάρω αν οι γέροι μου κοιμούνται, πηδάω από το παράθυρο που βλέπει στο δρόμο. Έξοδος μετά δημοσίων θεαμάτων – εγώ είμαι το θέαμα. Λίγο παρακάτω με περιμένουν ο Γιακ και ο Ταφ μέσα στον Χατζησκουλίδη, με τη μηχανή στο ρελαντί. Ο Χατζησκουλίδης είναι η ηρωική σακαράκα του πατέρα του Γιακ, όχι ο σέντερ-φορ του Αιγάλεω (αν και ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του “ψηλού”, από το σύνθημα της εποχής «φόρτσα, Χατζησκουλίδη, παλιάλογο»). Το αμάξι είναι “κλεμμένο”, αλλά ο Γιακ έχει δίπλωμα, νόμιμος (και ζωντανός, μέχρι να τον πάρει χαμπάρι ο γέρος του). Προορισμός της μεταμεσονύχτιας απόδρασης τα βράχια της Πειραϊκής. Έχουμε καβατζάρει κι ένα Sans Rival και κατεβάζουμε καυτές τζούρες από το μπουκάλι. Τι γυρεύουμε μέσα στη μαύρη νύχτα στα βράχια; Το γεγονός ότι ο μέσος όρος ηλικίας της παρέας είναι 17 καθιστά την ερώτηση άκυρη.
Οι τρεις μας είμαστε μαζί εξ απαλών ονύχων (πράγμα που εξηγεί και γιατί δεν μας πιάνουν οι γρατζουνιές). Παιδικοί φίλοι. Άρρηκτοι δεσμοί, ακατάλυτοι, και όλα τα σχετικά. Είμαστε τόσο διαφορετικοί μεταξύ μας που το σύνολο προκύπτει ανισόρροπα ισορροπημένο. Τρία παράλληλα σύμπαντα. Ο Γιακ, ο μεγαλύτερος όλων, έχει μόλις τελειώσει το πρώτο έτος στο Πολυτεχνείο· Ρηγάς. Ο Ταφ, ένα χρόνο μικρότερος, έχει μόλις τελειώσει το λύκειο και προετοιμάζεται για την Καλών Τεχνών· πολιτικώς, εις τον αφρόν της θάλασσας. Εγώ, ακόμα έναν χρόνο μικρότερος, προσεχώς τελειόφοιτος λυκείου· απογοητευμένος αριστερός (από τότε). Αντί να διαβάζουμε για την εξεταστική του Σεπτέμβρη ο πρώτος, για τις εισαγωγικές του Αυγούστου (ναι, κατακαλόκαιρο μας ξουρίζαν τω καιρώ εκείνω) ο δεύτερος, και τις εισαγωγικές του παραχρόνου ο τρίτος, τις νύχτες κόβαμε βόλτες στην παραλιακή μέχρι το πρωί, τα πρωινά στρώναμε δέρμα, τα μεσημέρια ακούγαμε Πετρίδη (δηλαδή, εγώ άκουγα και οι άλλοι δύο, που ήταν του “εντέχνου”, κορόιδευαν, οι άσχετοι) πίνοντας φραπεδιές, μετά διαβάζαμε λιγάκι (όχι τα οφειλόμενα – Ντος Πάσος, Αστερίξ, Γκράμσι: τα sos της αντιύλης), το βραδάκι πηγαίναμε κάνα σινεμά ή μαζευόμασταν σε καμιά αυλή για σουβλάκια και μπύρες. Και, παράλληλα, πολύ πάρλα. Επί παντός του επιστητού. Που σημαίνει, γέλιο· πολύ γέλιο.
Εκείνο το βράδυ, κάτι η φεγγαράδα, κάτι το ούζο, κάτι τα λόγια του παπά, αποφασίσαμε να φτιάξουμε συγκρότημα. Αρκετά είχε στερηθεί η κοινωνία το ταλέντο μας! Βέβαια, δεν παίζαμε κανένα μουσικό όργανο (με την εξαίρεση του Γιακ που ταλαιπωρούσε την κλασική κιθάρα της μικρής του αδερφής), αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα: κανείς δεν ξέρει μέχρι να μάθει. Άλλωστε, το βασικό ήταν να έχεις ιδέες – κι απ’ αυτές είχαμε περίσσεμα, μας τις ζητάγανε κι από άλλες χώρες.
Το τέλος της δεκαετίας του ’70 ήταν καλή εποχή για τους ερασιτέχνες της φασαρίας. Do it yourself. Οι δεινόσαυροι του αρτ ροκ εξαφανίζονταν κι από παντού ξεπήδαγαν πιτσιρίκια που δεν ήξεραν την τύφλα τους από μουσική, αλλά ήθελαν να τα αλλάξουν όλα, να ξαναπαίξουν το παιχνίδι από την αρχή. Όλα αυτά, όμως, συνέβαιναν στην Εσπερία, εκεί φυσούσε ο άνεμος της δημιουργίας· εδώ φυσούσε τραμουντάνα, κλασικά: νέο-ρεμπέτικο, νέο-αντάρτικο, νέο-έντεχνο (και ποτέ το νέο- δεν ήταν τόσο παλιό).
Η απόφαση πάρθηκε, περάσαμε ώρες προτείνοντας ονόματα (από κάπου πρέπει να αρχίσει κανείς), το μπουκάλι άδειασε, γυρίσαμε στα κρεβατάκια μας. Και τώρα, μόλις ώρες μετά, έρχεται ο Ταφ και μας λέει ότι οι Βαρεμένοι πουλάνε τον εξοπλισμό τους! Το κισμέτ φυγείν αδύνατον.
«Και γιατί διαλύθηκαν;» ρωτάει ο Γιάκ.
«Ο Μπακ πάει φαντάρος».
Αυτός ήταν ο κύριος λόγος διάλυσης των συγκροτημάτων της γειτονιάς: ένα ή περισσότερα μέλη τους διέκοπταν την πολλά υποσχόμενη καριέρα τους (λέμε, τώρα) για να φυλάνε σκοπιές επί δύο και βάλε χρόνια έξω από τους κοιτώνες όπου κοιμούνταν οι υπόλοιποι μαντράχαλοι. Αλλά στην παρούσα φάση αυτό εμάς μας βόλευε.
«Και τι πουλάνε;»
«Κιθάρα, μπάσο, ντραμς. Και τον ενισχυτή. Πάμε να τα δούμε;»
Άμ’ έπος, άμ’ έργον. Μια και δυο, πάμε στο προβάδικο των Βαρεμένων να εκτιμήσουμε τις αρχαιότητες, οι εμπειρογνώμονες. Ο Μπακ μάς παινεύει την πραμάτεια, αλλά εμείς δε μασάμε. Όλα από δεύτερο και τρίτο χέρι, όλα μαϊμού. Μόνο ο λαμπάτος ενισχυτής λέει κάτι.
«Πόσο;»
«Δέκα χήνες».
«Πας καλά, ρε Μπακ; Σου φαινόμαστε για χηνοβοσκοί;»
Μετά από σκληρό παζάρι, κλείνουμε στις 9.500 δραχμές, ποσό αστρονομικό για την εποχή. Ξαμολιόμαστε σε μανάδες, νονές, θειάδες, τα μαζεύουμε τέλος πάντων με τα χίλια ζόρια, και την επόμενη επιστρατεύουμε τον γνωστό Χατζησκουλίδη της αμαρτίας και κουβαλάμε τα όργανα του εγκλήματος στο δώμα (πλυσταριό το λέγανε τότε) του σπιτιού μου.
Αμέσως τίθεται το θεμελιώδες ερώτημα: ποιος θα παίζει τι; Ο Γιακ παίρνει δικαιωματικά την κιθάρα (ξέρει ήδη και τα εφτά ακόρντα – δεκατέσσερα μαζί με τα μινόρε). Εγώ, «τούκα πρω», τα ντραμς. (Αργότερα, όταν έμαθα τον μύθο των ντράμερ, με προβλημάτισε η επιλογή μου· τα ντραμς, η αλήθεια είναι, προβληματίστηκαν νωρίτερα από μένα.) Τι μένει για τον Ταφ; Το μπάσο. Μούτρα.
«Αφού δεν ξέρω μπάσο».
«Γιατί, ξέρεις κάτι άλλο, ας ’ούμε; Δεν είναι τίποτα, ρε. Βαράς μια νότα, τη σωστή αν γίνεται, με ρυθμό και να το!» του λέει ο Γιακ, ο μαέστρος.
Πάει κι αυτό. Και όνομα; Πού πάμε χωρίς όνομα; Μετά από συζήτηση που κρατάει ώρες, μέσα σε αντεγκλήσεις, κουτουλιές και άγρια χαρά, καταλήγουμε στα τρία επικρατέστερα: Limes (πρόταση του Γιακ, του σπασίκλα· αιτιολόγηση: «είναι αμφίσημο – και λίμες και lim(it) από τα μαθηματικά»)· Κενοβούλιο (πρόταση του Ταφ, του νιχιλιστή χωρίς αιτία· αιτιολόγηση: «και λογοπαίγνιο και στίγμα»· Tahamou–Tahamou Band (πρόταση εμού, του πεσιμιστή· αιτιολόγηση: «κάνει και για διεθνή καριέρα»). Φυσικά, κανένας δεν υποχωρεί. Τα ονόματα μπαίνουν σε κληρωτίδα και βγαίνει το τρίτο, το μακρύτερο (κυριολεκτικά).
Από όνομα, εντάξει, τη βολέψαμε. Και τι θα παίζουμε;
«Να ρωτήσουμε τον Μπακ».
Και πράγματι, έρχεται ο άνθρωπος, κάθεται και τρώει ένα ολόκληρο απόγευμα, μας δείχνει τρία τραγούδια, μας γράφει και τους στίχους στο songbook της ανωμαλίας. Στρωνόμαστε στις πρόβες και μέσα σε μια βδομάδα ξεπετάμε τις πρώτες (και τελευταίες, όπως αποδείχτηκε) τρεις διασκευές: “Louie, Louie”, “Blowin’ in the Wind” και “ Get off of my Cloud”. (Για να τα λέμε όπως έγιναν, δεν σκοπεύαμε να κάνουμε διασκευές, αλλά διασκευές μάς βγήκαν. Και μάλιστα καλές: δε θύμιζαν σε τίποτα τα αυθεντικά!)
Κάπου εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Ο Ταφ έχει καλή φωνή, αλλά δεν ξέρει αγγλικά, ακούγεται αστείος. Έχει μια φυσαρμόνικα, αλλά τη χρησιμοποιεί σαν καραμούζα. Έχει και μελόντικα, στην οποία κεντάει, αλλά… μελόντικα σε ροκ μπάντα; Θα μας κρεμάσουν κουδούνια! Ο Γιακ, από την άλλη, δεν την μπορεί την ηλεκτρική, του ακούγεται σκληρός ο ήχος της. (Άσε που ξεκουρντίζεται εύκολα και ποιος την ξανακουρντίζει σωστά, ε;) Θέλει να γυρίσει (;) στην κλασική. Να φέρω κι εγώ το μαντολίνο του μακαρίτη του παππού μου και είμαστε έτοιμοι για περιοδεία στα γηροκομεία. Εγώ να το βουλώσω, μου λένε, γιατί δεν έχω ρυθμό, τους αποσυντονίζω (χωρίς εμένα, σα να λέμε, είναι συντονισμένοι!). Αλλάζουμε όργανα. Πάω εγώ στην κιθάρα (τέσσερα ακόρντα, λα-σολ-φα-μι), ο Ταφ στα ντραμς, ο Γιακ στο μπάσο. Κάπως καλύτερα, αλλά μετά, αναπόφευκτα, αρχίζουμε να παίζουμε και χάνεται η μαγεία (της πόζας). Οι αλληλοκατηγορίες περί ασχετοσύνης δεν βοηθούν την κατάσταση. Συνεχίζοντας να παίζουμε αυτές τις ιδιότυπες μουσικές καρέκλες, αλλάζουμε πάλι όργανα: εγώ στο μπάσο, ο Γιακ στα ντραμς, ο Ταφ στην κιθάρα (ένα ακόρντο, μι). Μη, εντελώς όμως! Την παρατάει και πιάνει τη μελόντικα. «Τα ριφάκια στη μελόντικα, ρε μάπες! Πρωτοπορία δε θέλετε;» Σύμφωνοι, αλλά της πρωτοπορίας, προηγείται η πορεία, σωστά; Απόγνωση. Έχουμε εξαντλήσει όλους τους δυνατούς συνδυασμούς, τους γείτονες, την υπομονή μας. Πρέπει να μελετήσουμε. Ωχ!
Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, η κατάσταση έχει βελτιωθεί. Ο Γιακ την έχει συνηθίσει την ηλεκτρική (πήρε και ηλεκτρονικό κουρντιστήρι), ο Ταφ παίζει αξιοπρεπώς τη μία του νότα στο μπάσο κι εγώ κρατάω έναν κάπως μινιμαλιστικό ρυθμό στα ντραμς. Αλλά προκύπτουν νέα προβλήματα. Δεν θέλουμε πια να παίζουμε τραγούδια άλλων (παίξαμε τρία, νισάφι!), θέλουμε να γράψουμε δικά μας. Διακόπτουμε τις πρόβες για να δώσουν οι άλλοι τις εξετάσεις τους. Εγώ μένω με τα όργανα και, φυσικά, αρχίζω να γράφω. Αγοράζω ένα βιβλίο με όοολα τα ακόρντα και πιάνω δουλειά. Σχεδόν με κάθε καινούργιο ακόρντο που μαθαίνω, γράφω κι ένα τραγούδι. (Μέχρι που απορώ: γιατί δεν γράφονται περισσότερα τραγούδια; Εύκολο είναι!) Κάποιος μου δείχνει κι ένα δωδεκάμετρο στο μπάσο κι αμέσως το ρίχνω αυθορμήτως στις μπλουζιές. Αγγλικός στίχος, τα βάσανα του μέσου μπαρμπα-Θωμά που λιώνει στις μπαμπακοφυτείες εκεί κάτω στη Λουιζιάνα, “I woke up this morning and found myself – analogos ta kefia”, δώσε πόνο! Ενθουσιάζομαι κατά μόνας (μάθημα ζωής – πρέπει να ενθουσιαστούν και άλλοι, ειδάλλως είσαι,… να δεις πώς το λένε… – α, ναι: ψώνιο.) Τώρα που έχω γίνει ο άνθρωπος-ορχήστρα, δεν μου φτάνει το κασετόφωνο. Πάνω στον πυρετό της λόξας, βάζω μακροπρόθεσμο στόχο να μαζέψω λεφτά για τετρακάναλο. Ε, να μην αρχίσω να ηχογραφώ; Θα τα ξεχάσω, τόσα που γράφω!
Στο μεταξύ αρχίζουν τα σχολεία, δεν έχουμε τόσο χρόνο για κωλοβάρεμα. Βγαίνουν τα αποτελέσματα: ο Ταφ μπήκε με περίπατο, ο Γιακ περνάει τα μαθήματα ένα-ένα, για να τα χαίρεται περισσότερο. Βρισκόμαστε μόνο τα σαββατοκύριακα – για να τσακωθούμε. Δεν τους αρέσουν αυτά που γράφω. Επίσης, μου έχουν απαγορέψει να τραγουδάω – διά βίου. Το κακό με τον Ταφ, εκτός που δεν γουστάρει με τίποτα ούτε τα έγχορδα ούτε τα κρουστά, είναι ότι έχει μουσικό αυτί: μπορεί να μην ξέρει μουσική, αλλά την καταλαβαίνει ενστικτωδώς. Δεν παίζει τίποτα (πέρα από μελόντικα, στην οποία έχει γίνει σολίστ παγκόσμιας πρηξαρχιδίασης) και είναι όλο παρατηρήσεις. Σαν πολλοί μαέστροι δε μαζευτήκαμε; Μπελάς που μας βρήκε! Από την άλλη ο Γιακ, ενώ ξέρει αγγλικά, θέλει ελληνικό στίχο για ιδεολογικούς λόγους. Μά’στα. («Γιατί, θα σε κάνει ντα ο καθοδηγητής στην κόβα;») Μας παίζει εκείνος τα δικά του (σιγά να μην έγραφε!), κάτι κωλομεγλυφάτα, με φεγγάρια, ακρογιάλια, λαιμούς για δάγκωμα, «απόψε την κιθάρα μου τη στόλισα κορδέλες», σκάσε! Έχει ερωτευτεί κι από πάνω, ο κόπανος. Δε μας σώζει τίποτα.
Συνεχίζουμε να παίζουμε, μα το γυαλί έχει ραγίσει. Κατά καιρούς, έρχονται διάφοροι φίλοι και παίζουν (με όποια έννοια σάς βολεύει, κάντε δουλειά σας) μαζί μας. Καμιά φορά έρχεται και η μικρή αδερφή του Γιακ με την κλασική της και παίζει παπάδες. Τότε ακουγόμαστε κι εμείς καλύτεροι, αλλά πολύ πίσω του κόσμου. Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω, που έλεγε κι ο άλλος. Για επανάσταση το ξεκινήσαμε, καλαματιανός μας βγήκε. Μας λένε ότι έχουμε βελτιωθεί κάπως, αλλά δεν τα τρώμε εμείς αυτά: όλοι βελτιώνονται κάπως όταν ξεκινούν από τον απόλυτο πάτο. Τώρα παίζουμε καλά το “Louie, Louie”. Τον Dylan τον κόψαμε («τι είμαστε, φρικιά στον Μυλοπότα;»). Τους Stones τους ξεπεράσαμε («το γύρισαν στη ντίσκο τα τσινάρια, ούτε να τους ακούσω!»). Ναι, αλλά πόσες φορές να παίξεις το “Louie, Louie”; Αδιέξοδο.
Το καλύτερο που παίξαμε ποτέ ήταν ένα θέμα που μας είχε δείξει η μικρή αδερφή του Γιακ. Έλεγε πως ήταν δικό της, την πιστεύαμε. Σε κλασικό έφερνε, αλλά ακουγόταν φρέσκο. Το μαστορέψαμε και του δίναμε να καταλάβει. Δεν του βάλαμε ποτέ στίχους, δεν σήκωνε. Καλύτερα. Είχε το καλό ότι μπορούσες να το παίζεις ατελείωτα, σπειροειδώς. Όταν το είχαμε για τα καλά, βάζαμε κάθε φορά και κάτι καινούργιο. Αυτοσχεδιάζαμε! (Η ανάγκη ως φιλοτιμία.) Ειδικά μια συγκεκριμένη φορά, το σκίσαμε· ήταν σαν να είχαμε χτυπήσει τις εσωτερικές μας αρμονικές. Όταν κλείσαμε, αφού παίζαμε ίσως και για μισή ώρα, βαριανασαίναμε. Ξαφνιαστήκαμε τόσο, που δεν είπαμε κουβέντα. Απίστευτη αίσθηση. Αιώνια στιγμή.
Μετά τα Χριστούγεννα, αραιώσαμε. Δηλαδή, βρισκόμασταν, αλλά δεν παίζαμε. Όλοι ξέραμε ότι όλοι έγραφαν. Στη μούγκα, όμως, στα κρυφά. Όταν μάλιστα στο Πάσχα ο Ταφ απόκτησε αρμόνιο και δεν το έφερε στο πλυσταριό, ξέραμε ότι μας περίμεναν τα χειρότερα.
Το επόμενο καλοκαίρι το ξαναπιάσαμε από κει που το είχαμε αφήσει. Το δώμα γέμισε με νέες προσθήκες: ντέφι, τουμπερλέκι, μαράκες, μπόνγκος, καζού, μπουζούκι (!), μαντολίνο, το περιβόητο αρμόνιο, η ολοκαίνουργια ηλεκτρακουστική του Γιακ, της τρελής. Επίσης, σκάσαμε μύτη όλοι με δικό μας “υλικό”. Σε κασέτες. Ο Γιακ έφερε κάτι περίεργες μπαλάντες (δυστυχώς, είχε μάθει και τις “συγχορδίες εβδόμης και πέμπτης” στο κρυφό κονσερβατουάρ της αδερφής του και μας το έπαιζε Robert Fripp, ο φριπαρισμένος) με στίχους από το ένα βιβλίο που έχει βρει σε παλαιοπωλείο, Το Λιβάδι με τους Μαργαρίτες του Θανάση Φωτιάδη. Παράδειγμα (προς αποφυγήν):
Μεσ’ στην ασάλευτο σιγή, που τρεμοσβήνει ο πόνος,
Ακούστηκε το θυμιατό, του ψαλμωδού ο τόνος.
Σαν αστραπή, σαν σύννεφο, φώναξε η μαύρη μάνα
«Μη μου τον παίρνετε, παπά, πάρτε και μένα αντάμα».
Οι δικοί του στίχοι ήταν ακόμα πιο αλλουντάλλα. Είχαν την πλάκα τους γιατί τα λόγια ήταν στον αντίποδα της σο-βα-ρό-τα-της επένδυσης και ερμηνείας. Οι Μπαλάντες του Ασύλου, ένα πράμα. Αλλά ήταν αυτό rock’n’roll; «Και ποιος σου είπε ότι γράφω rock gni roll, ρε βόιδι;» μου αντιγύριζε με προφορά πατρινιάς καρακαλτάκας, δήθεν θιγμένος. Την είχε δει ο Brassens στο Τσίρκο. Δεν έβγαινε άκρη.
Ο άλλος, ο Ταφ, που είχε λιώσει στη μελέτη (ξεσκόλιζε κάτι μεθόδους για πλήκτρα που δεν χρειάζονταν να ξέρεις να διαβάζεις νότες), έγραφε κάτι μακρινάρια (μιλάμε, γύριζε την 60λεπτη κασέτα στη δεύτερη πλευρά και συνέχιζε!) instrumental. (Περιβαλλοντική μουσική, μας την έλεγε. Μουσική για ασανσέρ, του τη λέγαμε.) Ώρες μουσική! Γενικός τίτλος: Tortura. Κάπου είχε ξεθάψει ονόματα μεσαιωνικών βασανιστηρίων στα ισπανικά και τα έβαζε για τίτλους: κάτι “Forca”, κατι “Frusta” – να σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο. Ένα από αυτά, πρέπει να πω, ήταν πολύ καλό, το θυμόμαστε ακόμα (αλλά έχει ξεχάσει να το παίζει). Εκ των υστέρων, ομολογώ ότι ήταν ο μόνος που το ’χε με τη μουσική. Αλλά ήθελε να γίνει Vangelis. Όμως, ο Vangelis παίζει μόνος του, ρε φίλε. Δεν θέλει να γνωρίσει κόσμο, σου λέει.
Εγώ, πάλι, εκεί: λα-σολ-φα-μι σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς (το σύνολο δεν είναι πεπερασμένο – ξέρω τι λέω). Και κάργα παραμόρφωση. Με στίχους καρφιά στο φέρετρο του κατεστημένου, “dishonorable society”, τέτοια. Είχα έτοιμα τραγούδια για ολόκληρο άλμπουμ (και με outtakes για την επετειακή έκδοση). Τίτλος εργασίας: Unauthorized Autobiography. Στους τίτλους καλά τα πήγαινα (“State of Shock”, “Here Come the Outlaws”, “Set the Set on Fire” – μερικές από τις μεγάλες μου επιτυχίες), στις ρίμες, όμως, είχα πρόβλημα: pure–cure–vain–pain· της σχολής άλογα-βήματα-χέρια-μαχαίρια. Αλλά βελτιωνόμουν κλέβοντας ό,τι μου γυάλιζε: Athens Calling, θα δεχτείτε τη χρέωση; Συν τοις άλλοις, είχα βρει και ψευδώνυμα για τους Tahamou–Tahamou Band: ο Γιακ θα ήταν ο String G. (εντελώς άσχετο με το πολύ μεταγενέστερο G string)· ο Ταφ ήταν ο Tough T. (όταν του το είπα, άκουσε –σωστά– «ταφτί» και σχολίασε: «τ’ αυτί σου να το βάλεις εδώ», αλλά κωλύομαι να σας πω πού έδειχνε)· εγώ θα ήμουν ο D. Feat. Γαμάτα, έτσι; Κορυφαία! Απερρίφθησαν με συνοπτικές διαδικασίες.
Το καλοκαίρι του 1979 είπαμε να δώσουμε μία “συναυλία” στην αυλή του σπιτιού μου (να μην κουβαλάμε και τα όργανα) για 50-60 γνωστούς και φίλους. Οι άλλοι δύο (που ήταν και καλλιτέχνες – αυτό κυρίως!) είχαν ετοιμάσει και αφίσα. Κάτσαμε να φτιάξουμε τη set list και σκοτωθήκαμε οριστικά και αμετάκλητα. Κανένας δεν ήθελε να παίξει τα κομμάτια των άλλων. Κανένας δεν ήθελε καν να παίξει με τους άλλους. Πρώτ’ απ’ όλα, το αρμόνιο δεν κόλλαγε: ήταν πάντα κουρντισμένο και μας χάλαγε την πιάτσα. Έπειτα, ο Γιακ με τους δακτυλισμούς του μας ξενέρωνε. Τέλος, εγώ ως κρουστός, μου έλεγαν, θα έπρεπε να περιοριστώ στα παλαμάκια που τα κατέχω. Ξαφνικά είχαμε γίνει ντίβες! Έτσι που τα λέγαμε, θα έπρεπε να βγούμε μόνοι μας, σαν καρνάβαλοι στα ταλέντα του Οικονομίδη. Ούτε με σφαίρες! Άκυρη η εμφάνιση που θα τάραζε τα νερά της αυλής. Διαλυθήκαμε ησύχως.
Μετά, άρχισα κι εγώ τη σχολή, είχαν και οι άλλοι τις δικές τους σπουδές, διευρύνθηκαν οι παρέες, ήρθαν και οι σχέσεις, τα γνωστά. Τέρμα η μπάντα. Στρίμωξα τα όργανα σε μια γωνιά να μην τα βλέπω. Το 1980, ή λίγο αργότερα, δέχτηκα το τελειωτικό χτύπημα: άκουσα το Colossal Youth των Young Marble Giants, σωριάστηκα τ’ ανάσκελα και το πήρα απόφαση ότι ο δικός μου πεντάγραμμος κύκλος είχε κλείσει. Κλείδωσα τα όργανα στο πατάρι και πέταξα το κλειδί.
Χρόνια μετά, τα όργανα χαρίστηκαν από δω κι από κει. Οι κασέτες που είχαμε γράψει, ακόμα κι αν υπάρχουν σε κάποιο συρτάρι, θα έχουν σβηστεί από μόνες τους (η φθορά του χρόνου, π’ ανάθεμά την!). Όποτε βρισκόμαστε οι τρεις μας (γιατί βρισκόμαστε, αυτό δεν άλλαξε) όλο και λέμε ιστορίες από τα ένδοξα χρόνια των Tahamou–Tahamou Band, κυρίως εκείνες που προσφέρονται για κανιβαλισμό. Όχι πως μας έχει μείνει καμία πίκρα. Χωρίσαμε για καλλιτεχνικές διαφορές – σοβαρότατος λόγος! Ακόμα και τώρα, όλοι ακούμε διαφορετικά πράγματα. Υπήρχαν και υπάρχουν διαφορές. Αυτές είναι που μας ενώνουν – αν και όχι καλλιτεχνικά. Ύστερα, υπάρχει και κείνη η μία φορά – και μόνο γι’ αυτήν, η όλη φάση άξιζε τον κόπο: εκείνη η αίσθηση της καλύτερης εκτέλεσης στο άτιτλο κλασικίζον θέμα, όταν πια παίζαμε κάπως ανθρώπινα. Δεν το έχουμε συζητήσει ποτέ, ούτε τότε ούτε τώρα: για μια στιγμή είχαμε τόσο συντονιστεί που παίζαμε σαν ένας. Είχαμε πάρει από τη μουσική περισσότερα απ’ όσα μας είχε υποσχεθεί.
***
Reblogged στις vequinox.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!