ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ από τη συλλογή διηγημάτων του Αργύρη Χιόνη Έχων σώας τα φρένας και άλλες τρελές ιστορίες, που θα κυκλοφορήσει στα μέσα του μήνα από τις εκδόσεις Κίχλη. Σχέδια / εξώφυλλο: Εύη Τσακνιά.
* * *
Ὁ Ἀργύρης Χιόνης γεννήθηκε τὸ 1943 στὴν Ἀθήνα (Σεπόλια) ἀπὸ γονεῖς νησιῶτες, ἐσωτερικοὺς μετανάστες. Ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος ἐξέτισε μακρὰν περίοδον μεταναστεύσεως εἰς τὴν Ἑσπερίαν, ἐπέστρεψε στὴ μητριὰ πατρίδα τὸ 1992 καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ χωριὸ Θροφαρὶ τῆς ὀρεινῆς Κορινθίας, ὅπου καὶ ἔζησε μέχρι τὸ 2011 καλλιεργώντας τὴ γῆ καὶ τὴν ποίηση.
Ἔχει δημοσιεύσει τὶς ποιητικὲς συλλογές: Ἀπόπειρα φωτός (Δωδεκάτη ὥρα, Ἀθήνα 1966), Σχήματα ἀπουσίας (Ἀρίων, Ἀθήνα 1973), Μεταμορφώσεις (Ἀθήνα 1974), Τύποι ἥλων (Ἐγνατία / Τράμ, Θεσσαλονίκη 1978), Λεκτικὰ τοπία (Καστανιώτης, Ἀθήνα 1983), Σὰν τὸν τυφλὸ μπροστὰ στὸν καθρέφτη (Ὑάκινθος, Ἀθήνα 1986), Ἐσωτερικὰ τοπία (Νεφέλη, Ἀθήνα 1991), Ὁ ἀκίνητος δρομέας (Νεφέλη, Ἀθήνα 1996), Ἰδεογράμματα (Τὰ τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1997), Τότε ποὺ ἡ σιωπὴ τραγούδησε καὶ ἄλλα ἀσήμαντα περιστατικά (Νεφέλη, Ἀθήνα 2000), Στὸ ὑπόγειο (Νεφέλη, Ἀθήνα 2004), Ἡ φωνὴ τῆς σιωπῆς. Ποιήματα 1966-2000 (Νεφέλη, Ἀθήνα 2006), Ὅ,τι περιγράφω μὲ περιγράφει (Γαβριηλίδης, Ἀθήνα 2010).
Ἐξέδωσε τὰ πεζά: Ἱστορίες μιᾶς παλιᾶς ἐποχῆς ποὺ δὲν ἦρθε ἀκόμα (Αἰγόκερως, Ἀθήνα 1983), Ὁ ἀφανὴς θρίαμβος τῆς ὀμορφιᾶς (Πατάκης, Ἀθήνα 1995), Τρία μαγικὰ παραμύθια (Πατάκης, Ἀθήνα 1998), Ὄντα καὶ μὴ ὄντα (Γαβριηλίδης, Ἀθήνα 2006· Βραβεῖο Διηγήματος περ. Διαβάζω 2007), Περὶ ἀγγέλων καὶ δαιμόνων (Γαβριηλίδης, Ἀθήνα 2007), Τὸ ὁριζόντιο ὕψος καὶ ἄλλες ἀφύσικες ἱστορίες (Κίχλη, Ἀθήνα 2008· Κρατικὸ Βραβεῖο Διηγήματος 2009). Ἐπίσης, ἕνα βιβλίο μὲ θεατρικὰ κείμενα: Τὸ μήνυμα καὶ ἄλλες δύο φάρσες (Κίχλη, Ἀθήνα 2009).
Ἔχει ἐπίσης μεταφράσει τὰ ἑξῆς ἔργα: Octavio Paz, Ποιήματα (Σπηλιώτης, Ἀθήνα 1981), Howard Fast, Οἱ μετανάστες (Bell, Ἀθήνα 1981), Jeffrey Archer, Κάιν καὶ Ἄβελ (Bell, Ἀθήνα 1982), Russel Edson, Ὅταν τὸ ταβάνι κλαίει (Αἰγόκερως, Ἀθήνα 1986), Jane Austen, Περηφάνια καὶ προκατάληψη (Πατάκης, Ἀθήνα 1997), Roberto Juarroz, Κατακόρυφη ποίηση (Τὰ τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1997), Henri Michaux, Μὲ τὸ ἀγκίστρι στὴν καρδιά (Γαβριηλίδης, Ἀθήνα 2003), Nicanor Parra, Ποιήματα ἐπείγουσας ἀνάγκης (Γαβριηλίδης, Ἀθήνα 2008).
Ἔργα τοῦ Ἀργύρη Χιόνη ἔχουν μεταφρασθεῖ στὰ ἀγγλικά, ὁλλανδικά, γαλλικά, γερμανικά, ρουμανικά, ἰταλικὰ καὶ σερβοκροάτικα, καὶ εἴτε ἔχουν ἐκδοθεῖ μὲ τὴ μορφὴ βιβλίου εἴτε ἔχουν συμπεριληφθεῖ σὲ ἀνθολογίες καὶ λογοτεχνικά περιοδικά.
* * *
Το απομεσήμερο ενός φαύνου
«Never – nevermore»
E.A. POE, «The raven»
Αὐτὴ μόλις εἶχε κλείσει τὰ εἴκοσι τρία∙ αὐτὸς πλησίαζε τὰ ἑξήντα. Αὐτὴ εἶχε μόλις ἐκδώσει τὴν πρώτη ποιητικὴ συλλογή της, ἀλλὰ ἀνυπομονοῦσε ἤδη γιὰ ἀναγνώριση, γιὰ καταξίωση. Αὐτός, ἀφοῦ εἶχε φτύσει αἷμα καὶ περάσει διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου, ἐθεωρεῖτο πλέον καταξιωμένος ποιητὴς καὶ κριτικός.
Ἦταν ἕνα ζεστὸ ἀπομεσήμερο τοῦ Ἰουλίου καὶ ἦσαν ξαπλωμένοι, ὁλόγυμνοι, ἐπάνω στὸ κρεβάτι του. Πρὶν ἀπὸ λίγο εἴχανε κάνει ἔρωτα∙ αὐτὴ μὲ βαθιοὺς στεναγμοὺς καὶ πνιχτὲς κραυγὲς «ἡδονῆς»∙ αὐτὸς μὲ ἱδρώτα καὶ ἄγχος γιὰ τὴ λειψὴ στύση του.
Αὐτὴ εἶχε ἀποκοιμηθεῖ∙ αὐτός, ξύπνιος καὶ γερμένος στὸ πλάι, πρὸς τὸ μέρος της, ἄκουγε τὴν ἥσυχη, ἀμέριμνη ἀνάσα της καὶ περιεργαζόταν τὸ κορμί της. Ὁ ὕπνος τὴν εἶχε κερδίσει σὲ ὕπτια στάση, ἀλλὰ τὰ στήθη της δὲν κρέμονταν δεξιὰ κι ἀριστερά∙ σφιχτὰ σὰν λεμόνια, σημάδευαν μὲ ρῶγες ὄρθιες τὸ ταβάνι. Τὰ μπράτσα ἦσαν ἀλαβάστρινα, στομάχι καὶ κοιλιὰ καμπύλωναν πρὸς τὰ μέσα, χωρὶς ὡστόσο νὰ ἐκθέτουν τὰ παΐδια τοῦ ὑπερκείμενου θώρακα. Τὸ τρίχωμα τοῦ ἐφηβαίου κατάμαυρο, πυκνοϋφασμένο βελοῦδο, οἱ μηροί, κρουστοί, δὲν ξεχείλωναν πάνω στὸ στρῶμα∙ τὸ ἴδιο καὶ οἱ γάμπες. Τὰ γόνατα διακριτὰ καὶ τέλεια σμιλευμένα. ῞Οσο γιὰ τὰ πόδια —ἄχ, τὰ πόδια!—, δύο κομψοτεχνήματα, μὲ λεπτουργημένους ἀστραγάλους, τέλεια πέλματος καμπύλη καὶ ἀκροδάχτυλα σὰν ρόδινες, στριφτὲς καραμελίτσες ποὺ σοῦ ’ρχόταν νὰ τὶς γλείφεις μέχρι νὰ λιώσουν μὲς στὸ στόμα σου.
Ἀπ’ τὰ δροσάτα πόδια της, στὰ μαραμένα τὰ δικά του πέρασε τὸ βλέμμα του καί, ἀπὸ κεῖ, στὶς ἀχαμνές του γάμπες ἀνηφόρισε, στ’ ἀρθριτικά του γόνατα καὶ στοὺς σακουλιασμένους του μηρούς. Στὸ σμίξιμό τους, ἀντίκρισε, μὲ δέος, τὰ τζούφια ἀρχίδια του, στεφανωμένα ἀπὸ γκρίζες γουρουνότριχες, καί, λίγο πιὸ ψηλά, τὴ χαλαρὴ κοιλιὰ πού, ὅπως ἤτανε γερτὸς στὸ πλάι, πάνω στὸ στρῶμα εἶχε κυλήσει. Μίσος καὶ ἀηδία τὸν κατέλαβαν γιὰ τὸ παρηκμασμένο του κορμί. Ἡ σύγκριση τοῦ οἰκείου χειμῶνος μὲ τὸ παρακείμενο θαλερὸ θέρος τὸν τζάκιζε καί, ἀφοῦ ὁ ὕπνος δὲν ἔστεργε, ὡς παρηγορητής, τὰ μάτια νὰ τοῦ κλείσει, τὸ χέρι ἅπλωσε κι ἀπ’ τὴ βιβλιοθήκη, πλάι στὸ κρεβάτι, ἕνα βιβλίο ἀνέσυρε, στὴν τύχη, καὶ στὴν τύχη (τί φρικτή, Θεέ μου, τύχη!) στὴν ἑβδομηκοστὴ ἐνάτη τὸ ἄνοιξε σελίδα κι ἄρχισε νὰ διαβάζει:
Πάει κιόλας χρόνος ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Φαρὶντ πῆρε τὴ Νάαμα γυναίκα, καὶ κάθε πρωινὸ τὸ ἀντρόγυνο κάτω ἀπὸ τὶς ἀλέες τριγυρνᾶ, ποὺ οἱ φυλλωσιές τους τὸ ξανάνιωμα τοῦ ἔρωτα θροΐζουν.
῞Ομως ἐκεῖνοι προχωροῦν, ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλο, ἀργὰ ἀργά, λὲς καὶ ξεπροβοδίζουνε νεκρὸ στὸ μνῆμα, λὲς καὶ τὴ μουσικὴ δὲν ἀγρικοῦν τῶν δέντρων, δίχως νὰ λὲν μιὰ λέξη, δίχως οὔτ’ ἕνα βλέμμα ν’ ἀνταλλάζουν.
Μέρα τὴ μέρα, τῆς Νάαμας τὰ μάτια βαθουλώνουν, χλωμιάζουνε τὰ μάγουλά της.
Κι ἐγὼ φαντάζομαι μὲ πόση ἡδονὴ θὰ ἀφουγκράζεται, μὲς στὴ σιωπὴ τῆς νύχτας, πλαγιασμένη πλάι στὸν Φαρίντ, ὁλόγυμνη, τὸ ἀργό, μὰ σταθερὸ ἔργο τοῦ θανάτου στοῦ γέροντα τὸ σῶμα, τὸ τρίξιμο τὸ σιγανὸ ποὺ κάνουν οἱ κλειδώσεις του, καθώς, μία πρὸς μία, τὶς θρυμματίζει ὁ χρόνος, τὸ ἀδιάκοπο τῆς ὕπαρξής του ξεχαρβάλωμα.
Ὅμως, τὸ γλυκοχάραμα, ὅταν τὴν παίρνει ὁ ὕπνος, ἐκεῖνος γέρνει ἀπάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι τῆς ὀμορφονιᾶς καί, σὰν θεριὸ ποὺ τὸ μυαλὸ τῆς λείας του ρουφᾶ, τὰ χαρωπά της ὄνειρα ταράζει.1
Τοῦ ἦρθε σκοτοδίνη, τοῦ ἦρθε νὰ σκοτώσει ἄνθρωπο. Σκότωσε μόνο ἕνα κουνούπι πού ’χε τὴν ἀτυχία πάνω στὴν ἐπίμαχη σελίδα νὰ προσγειωθεῖ, τὴν ἴδια ἀκριβῶς στιγμὴ ποὺ ἔκλεινε μὲ πάταγο καὶ καταγῆς πετοῦσε τὸ βιβλίο.
Τὸ λαχταριστὸ στὸ πλάι του κορμὶ λαχτάρησε, σήκωσε τὸ κεφάλι ἀπ’ τὸ μαξιλάρι καί, τρομαγμένο, ρώτησε: «Τί ἔγινε, ἀγάπη μου, τί ἔπαθες;». Τότε, αὐτὸς τὴν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ μαλλιά, τὰ ὑπέροχα μεταξωτὰ μαλλιά της, καὶ δυὸ ἀπανωτὰ τῆς ἔριξε σκαμπίλια, φωνάζοντας: «Μὰ πῶς τολμᾶς, μὰ πῶς τολμᾶς νὰ εἶσαι τόσο νέα, τόσο ὡραία;!». Ὕστερα, πρὶν προλάβει αὐτὴ ν’ ἀρθρώσει λέξη, φόρεσε ἕνα πανταλόνι, ἕνα πουκάμισο κι ἕνα ζευγάρι ἐσπαντρίλιες καὶ πῆρε τοὺς δρόμους, νὰ τὴν ἀφήσει μόνη, νὰ μὴν τὴ δεῖ νὰ φεύγει, νὰ τὸν ἀφήσει, ἐπιτέλους, μόνο.
Ἐπέστρεψε μετὰ ἀπὸ μιὰ ὥρα. Τὸ σπίτι ἦταν ἄδειο∙ ὁ Παίκτης Δίσκων Συμπαγῶν ἔπαιζε ἀκόμη τὸ Πρελούδιο στὸ ἀπομεσήμερο ἑνὸς φαύνου. Πάντα στὴν ἐπανάληψη τὸ ἔβαζε ἐκεῖνο τὸ κομμάτι, κάθε φορὰ ποὺ ἔκανε ἔρωτα. Ἐνίσχυε τὴν ἐλλιπή του στύση, τὴν ἔκανε πιὸ συμπαγή. Ἔτσι νόμιζε. Τώρα, ὡστόσο, πλησίασε τὴ συσκευὴ καί, μουρμουρίζοντας, μὲ κάποια θλίψη, εἶν’ ἀλήθεια, ἀλλὰ μὲ πιὸ πολλὴ ἀνακούφιση, «Ποτέ — ποτὲ πιά»,2 τὴν ἔκλεισε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Πρόκειται γιὰ τὸ ποίημα «Συζυγικὴ ζωὴ» ἀπὸ τὴ συλλογὴ Τὸ περιβόλι τῆς ἀγάπης ἀγνώστου ῎Αραβα ποιητῆ ποὺ ἔζησε στὴ Γρανάδα (Ἱσπανία) τὸν 10ο ἢ 11ο αἰώνα (ἐκδ. Ἠριδανός, 1982, σελ. 79-80). Ἡ μετάφραση (ἐδῶ ἐλαφρῶς πειραγμένη, ὥστε νὰ δένει μὲ τὸν ρυθμὸ τοῦ δικοῦ μου κειμένου) ὀφείλεται στὸν Κώστα Τρικογλίδη, μεταφραστὴ ἐπίσης τοῦ μνημειώδους ἔργου Χίλιες καὶ μία νύχτες.
- Τόσο ὁ Stéphane Mallarmé, ποὺ ἔγραψε τὸ «Ἀπομεσήμερο ἑνὸς φαύνου», ὅσο καὶ ὁ Claude Debussy, ποὺ συνέθεσε τὸ συμφωνικὸ ποίημα Πρελούδιο στὸ ἀπομεσήμερο ἑνὸς φαύνου, ἦσαν λάτρεις τοῦ Edgar Allan Poe∙ ὁ δεύτερος, μάλιστα, μιὰ ζωὴ σχεδίαζε (τὸν πρόλαβε ὅμως ὁ θάνατος) νὰ συνθέσει μιὰ ὄπερα μὲ θέμα τὴν «Πτώση τοῦ Οἴκου τῶν ῎Ασερ».
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Πριν από το βιβιλιοπωλείο