Ο φιλόσοφος, το μοντέλο κι ο πυγμάχος

Μικροϊστορίες των επιστημών και της φιλοσοφίας

–του Γιώργου Θεοχάρη–

Καθημερινά όλοι μας βιώνουμε, έμμεσα ή άμεσα, συμβάντα απρόσμενα. Και οι περισσότεροι, μπροστά στο αναπάντεχο, αναφωνούμε: «Δεν το πιστεύω!» ή «Αυτά δεν γίνονται!» ή «Πέφτω απ’ τα σύννεφα!». Και όμως, τις περισσότερες φορές τα γεγονότα που μας ξαφνιάζουν (είτε ευχάριστα είτε δυσάρεστα) είναι απολύτως προβλέψιμα ή/και εξηγήσιμα. Η αδυναμία μας να τα αναγνωρίσουμε ως τέτοια οφείλεται συνήθως στην άγνοια ή στη μειωμένη αντιληπτική ικανότητα ή στην (αντικειμενική) έλλειψη δεδομένων (ή σε συνδυασμό αυτών). Τα δύο πρώτα αίτια δεν είναι της παρούσης (ούτε της παρελθούσης ούτε της μέλλουσας, πολύ φοβάμαι)· το τρίτο είναι συζητήσιμο.

Τα δεδομένα, λοιπόν, και η έλλειψη αυτών. Η προβλεπτική μας ικανότητα εξαρτάται άμεσα από τις πληροφορίες. Αυτό ακούγεται ως αυτονόητο, αλλά δεν είναι. Αρκεί να αναλογιστούμε τους πολυπληθείς ανά τον κόσμο τζογαδόρους ή τα αφελή θύματα καφετζούδων, αστρολόγων και λοιπών «μάγων». Υπάρχουν δεδομένα και «δεδομένα» – και υπάρχει, φυσικά, και η έλλειψη αυτών. Ένα παράδειγμα: Πότε δικαιούμαι να πω: «Αύριο θα βρέξει στην Αθήνα»; Εάν και μόνο εάν εξετάσω τις εικόνες από τον δορυφόρο, τα βαρομετρικά και τα λοιπά εργαλεία της μετεωρολογίας. Δεν δικαιούμαι να το πω επειδή ο ορίζοντας απόψε ήταν κόκκινος κατά τη δύση του ήλιου (στηριζόμενος, δηλαδή, σε μια αμφιλεγόμενη εμπειρική γνώση). Δεν δικαιούμαι να το πω ούτε επειδή με πονάει το πόδι εκεί που το έσπασα πρόπερσι (έχει και η επαγωγή τα όριά της). Και βέβαια δεν δικαιούμαι να το πω ούτε επειδή το είδα στο φλιτζάνι (ή στα χαρτιά κ.λπ.). Από την άλλη, μπορεί να προβλέψω βροχή για αύριο χωρίς να στηρίζω την πρόβλεψη απολύτως πουθενά – και να πέσω μέσα! Αυτού του είδους η πρόβλεψη (η τυχαία) δεν ενδιαφέρει. Αντιστρόφως, μπορεί να πέσει έξω η μετεωρολογική υπηρεσία και να μην βρέξει αύριο, καίτοι ο μετεωρολόγος έχει κάνει σωστά τη δουλειά του. Αυτή η πρόβλεψη (καλύτερα: η αστοχία αυτής) έχει όντως ενδιαφέρον. Τι θα διασφάλιζε την πρόβλεψη του μετεωρολόγου; Αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη: η πληρότητα των δεδομένων. Αυτό που, καταρχήν, καθορίζει την αξιοπιστία (και τις πιθανότητες επιτυχίας) μιας πρόβλεψης, είναι το εξής: όσο περισσότερα είναι τα (πραγματικά) δεδομένα τόσο ισχυρότερη είναι η πρόβλεψη που βασίζεται σε αυτά. Η ικανότητα σύνθεσης και η εύρεση της βέλτιστης μεθόδου –δηλαδή, τα εργαλεία της διαδικασίας πρόβλεψης που θα καταστήσουν την αναγκαία συνθήκη και ικανή– έπονται (όχι τόσο χρονικά όσο αξιολογικά).

Με όσα ειπώθηκαν ως εδώ, δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς (εξαιρούνται οι αστρολόγοι και οι συναφείς επαγγελματίες). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα δεδομένα, όσο «σκληρά» κι αν είναι, αποτελούν πανάκεια. Ανεξαρτήτως της ακρίβειας, της πληρότητας και της επαληθευσιμότητας των δεδομένων (τα χαρακτηριστικά τους εκείνα, δηλαδή, που ασφαλώς είναι προς έλεγχο), υπάρχει πλήθος άλλων παραγόντων που πρέπει να συνυπολογιστούν, μεταξύ άλλων και οι εξής: η ανάγνωσή τους (αστοχία εργαλείων – της σύνθεσης ή/και της μεθόδου)· η ερμηνεία τους (ανθρώπινος παράγοντας)· η συνήθειά μας (τεμπελιά του νου).

Για να γίνει σαφέστερο το παραπάνω, ας φανταστούμε μία υποθετική κατάσταση: Τη στιγμή που ένα πάρτι σε μεζονέτα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, οι παρευρισκόμενοι, οι οποίοι διασκεδάζουν στο ισόγειο, πληροφορούνται ότι σε κρεβατοκάμαρα του επάνω ορόφου ένας θηριώδης πυγμάχος έχει στριμώξει μία νεαρή γυναίκα (ένα δεκαεφτάχρονο μοντέλο, λ.χ.) με σκοπό να τη βιάσει. Ζητούμενο: Αν έχουμε τη δυνατότητα να γνωρίζουμε λεπτομερώς τον βίο και την πολιτεία των παρόντων, μπορούμε να προβλέψουμε με ασφάλεια ποιος από αυτούς θα επιχειρήσει να αποτρέψει τον διαφαινόμενο βιασμό;

Μία προφανής (και βιαστική απάντηση) είναι: με ασφάλεια, όχι, δεν μπορούμε. Μπορούμε φυσικά να κάνουμε προβλέψεις, βασιζόμενοι σε κοινωνιολογικού τύπου παρατηρήσεις, όπως: «Θα παρέμβει ο Χ, που είναι άσσος των πολεμικών τεχνών» ή «Θα παρέμβει η Ψ, που ηγείται του κινήματος #metoo» ή « Θα παρέμβει ο οικοδεσπότης Ω, γιατί αυτό επιβάλλει η ηθική της φιλοξενίας». Και, εξίσου φυσικά, μπορεί να πέσουμε εντελώς έξω στις προβλέψεις μας για πολλούς και διάφορους λόγους· λ.χ., ο Χ είναι στην πραγματικότητα κότα λειράτη, η Ψ είναι στην πραγματικότητα μόνο λόγια και ο Ω είναι οικοδεσπότης της κατηγορίας Ναυαρχούκος[1] και ψοφάει για σκάνδαλα. Συνεπώς, δεν υπάρχει δυνατότητα ασφαλούς πρόβλεψης όταν τα κρίσιμα δεδομένα στήριξης είναι μη μετρήσιμα (και συνεπώς ανοικτά σε υποκειμενικές ερμηνείες). Ή μήπως (σε θεωρητικό, τουλάχιστον, επίπεδο) υπάρχει;

Πριν (προσπαθήσω να) απαντήσω στην ερώτηση, θα πάω πίσω αρκετά χρόνια για να περιγράψω την περίσταση που κλόνισε μία από τις (τότε) βασικές μου πεποιθήσεις.

Καλοκαίρι του 1994. Στον τελικό του Μουντιάλ των ΗΠΑ έχουν προκριθεί η Ιταλία και η Βραζιλία. Μετά και την παράταση, ο αγώνας είναι ισόπαλος χωρίς γκολ για πρώτη φορά στην ιστορία των τελικών παγκοσμίου κυπέλλου (0-0 μετά από 120 αγωνιστικά λεπτά– ακόμα και στις φυλακές κάνουν ζάπινγκ!) και ο νικητής θα αναδειχτεί, επίσης για πρώτη φορά σε τελικό παγκοσμίου κυπέλλου, μέσα από την ψυχοφθόρο διαδικασία των πέναλτι. Μετά τα πρώτα τέσσερα πέναλτι εκατέρωθεν, το σκορ είναι 3-2 υπέρ των Βραζιλιάνων. Πέμπτος και τελευταίος από τους Ιταλούς είναι να εκτελέσει πέναλτι ο Roberto Baggio. Αν το χάσει, το κύπελλο πάει στη Βραζιλία. Το εκτελεί και στέλνει την μπάλα τρία μέτρα άουτ. Τέλος.

Παρακολουθώ τον αγώνα με τον ισάδελφο Αντρέα. Καθώς κανείς από τους δυο μας δεν υποστηρίζει ούτε τους μεν ούτε τους δε, παρακολουθούμε απολύτως ψύχραιμοι (και εμφανώς βαριεστημένοι) τα τεκταινόμενα. Μετά το πέναλτι του Baggio, ο Αντρέας λέει: «Αν είχαμε τον Deep Thought[2] και τον ταΐζαμε με όλα τα δεδομένα της ζωής του Baggio, συν δεδομένα για τις καιρικές συνθήκες κατά τη στιγμή της εκτέλεσης, την κατάσταση του γηπέδου, πιθανές αποσπάσεις της προσοχής του κ.λπ. –κοντολογίς, με όλα τα δεδομένα που συνδέονταν έστω και κατ’ ελάχιστον με την περίσταση–, τότε θα μπορούσαμε με ασφάλεια να προβλέψουμε ότι ο Baggio θα έστελνε την μπάλα στα περιστέρια».

Το σκέφτομαι για λίγο και αποφασίζω να διαφωνήσω. Πρώτον, γιατί αυτό κάνουμε με τον Αντρέα: διαφωνούμε ψυχαναγκαστικά για να αποκτήσει ενδιαφέρον η συζήτηση. Δεύτερον, γιατί μυρίζομαι ντετερμινισμό και θεωρώ υποχρέωσή μου να υπερασπιστώ την ελευθερία της βούλησης. Τρίτον, ο Baggio, μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχε χάσει σε όλη του την καριέρα μόλις ένα πέναλτι (και σε αυτό ακόμα δεν είχε αστοχήσει: είχε αποκρούσει ο τερματοφύλακας). Άρα, σκέφτομαι, δεν υπήρχε περίπτωση να κάνουμε σωστή πρόβλεψη, ακόμα κι αν είχαμε όλα τα δεδομένα του κόσμου και πρόχειρο τον υπερυπολογιστή του σύμπαντος. Γιατί; Γιατί ο άνθρωπος είναι απρόβλεπτος, γι’ αυτό!

Τα λέω όλα αυτά στον Αντρέα και καταλήγω: «Ό,τι και να κάνεις, δεν μπορείς να μπεις στο μυαλό του Baggio τη δεδομένη στιγμή. Δεν έχεις, δηλαδή, πρόσβαση στο κρίσιμο δεδομένο: τι σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή. Συνεπώς, δεν υπάρχει τρόπος να προβλέψεις την κατάληξη της μπάλας». Όμως ο Αντρέας αποκρούει συνολικά το επιχείρημα κατά του ντετερμινισμού γιατί εκείνος δεν έχει κάτι τέτοιο κατά νου· το δικό του επιχείρημα είναι, με διαβεβαιώνει, απολύτως τεχνολογικού χαρακτήρα: αν έχεις όλα –μα όλα!– τα σχετικά δεδομένα, τώρα η ασφαλής πρόβλεψη είναι εφικτή.

Ομολογώ (σήμερα) ότι στην ουσία με είχε πείσει. Σε ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας, μπορούσα να με φανταστώ να προβλέπω ότι ο Baggio θα σουτάρει στον γάμο του Καραγκιόζη. Γιατί θα είχα δεδομένα ακόμα και για αμελητέα κίνηση της μπάλας που δεν είχε στηθεί καλά στη βούλα του πέναλτι· ακόμα και για το δόλιο στοίχημα (μια θεωρία συνωμοσίας πάει με όλα!) που είχε βάλει ο ίδιος ότι θα έχανε πέναλτι στον τελικό του Μουντιάλ για να θησαυρίσει· ακόμα και τις (εντελώς αβάσιμες, είμαι βέβαιος) υποψίες που τον ταλάνιζαν ότι τάχα η γυναίκα του, που είχε μείνει πίσω στην πατρίδα, εκείνη τη στιγμή τον απατούσε με τον κουμπάρο. Θα ήξερα τα πάντα! Ενδεχομένως θα είχα πρόσβαση μέχρι στις σκέψεις του, γιατί όχι; Ποιος ξέρει πού θα έχει φτάσει η επιστήμη (και συνακολούθως η τεχνολογία) σε (απύθμενο) βάθος χρόνου;

Φυσικά, συνέχισα να διαφωνώ για την τιμή των όπλων, αλλά ο σπόρος της αμφιβολίας είχε πέσει σε εύφορο έδαφος. Ο Αντρέας είχε δίκιο. Και για να θυμάμαι την παιγνιώδη αυτή κουβέντα μας πέντε Μουντιάλ μετά, σημαίνει ότι εκείνη η διαπίστωση ακόμα πονάει.

Πάμε τώρα ακόμα πιο πίσω στον χρόνο, για να επανέλθω στην ερώτηση που έθεσα στην αρχή. Η κατάσταση που έφερα ως φανταστικό παράδειγμα (ο διαφαινόμενος βιασμός στο πάρτι) δεν είναι διόλου φανταστική: έχει συμβεί στην πραγματικότητα. Το περί ου ο λόγος πάρτι έγινε το 1987 στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Οικοδεσπότης ήταν ο σχεδιαστής μόδας Fernando Sánchez (1935-2006)· η καλεσμένη που απειλήθηκε με βιασμό ήταν η έφηβη τότε Naomi Campbell (γεν. 1970)· ο επίδοξος βιαστής ήταν ο διαβόητος Mike Tyson (γεν. 1966)· και ο μόνος που έσπευσε να αποτρέψει τα χειρότερα ήταν A.J. Ayer (1910-1989), ένας ηλικιωμένος φιλόσοφος. Ποιος να το φανταστεί; Ακόμα χειρότερα: ποιος (και πώς) θα μπορούσε να το προβλέψει;

Η Naomi το 1988, ετών 18

Πριν περιγράψω το σκηνικό, θα αποπειραθώ να συνθέσω το προφίλ του Ayer (αν και κανονικά θα έπρεπε να βάλω στο μικροσκόπιο όλους τους καλεσμένους, αλλά, ευτυχώς για σας, αυτό δεν γίνεται: δεν γνωρίζω άλλους πέρα από αυτούς που ήδη ανέφερα) για να διαπιστώσω κατά πόσον θα ήταν εφικτό ο υπερυπολογιστής του σύμπαντος να είχε προβλέψει ότι θα ήταν ο γηραιός φιλόσοφος και κανένας άλλος εκείνος που θα έσωζε τη νεαρή μοντέλα από τα χέρια του μοβόρου πυγμάχου. Επίσης για καλή σας τύχη, από τα βιογραφικά δεδομένα του Ayer (που, ούτως ή άλλως, δεν υπάρχουν στο 100%) θα επιλέξω τα σημαντικότερα. Αλλά, ακόμα κι έτσι, μια ιδέα θα την πάρουμε.

A.J. Ayer

 Φάκελος AYER

Γέννηση: Ο Βρετανός φιλόσοφος Alfred Jules (A.J.) Ayer (για τους φίλους, Freddie) γεννήθηκε στο βορειοδυτικό Λονδίνο, στις 29/10/1910. Ήταν μοναχοπαίδι.

Ρίζες: Και από τις δύο μεριές, στην ηπειρωτική Ευρώπη.

  • Μητέρα: Reine, το γένος Citroën. Ολλανδή εβραία. Η οικογένεια της ίδρυσε την ομώνυμη αυτοκινητοβιομηχανία στη Γαλλία. Πολλά λεφτά (αν και όχι η ίδια αλλά ο πατέρας της).
  • Πατέρας: Jules Ayer. Ελβετός καλβινιστής. Δούλευε ως χρηματοοικονομικός σύμβουλος για την οικογένεια Rothschild. Χρεοκόπησε 18 μόλις μήνες μετά τη γέννηση του μοναχογιού του.
  • Παρά την επαγγελματική αποτυχία του Jules, η οικογένεια έμεινε στον αφρό, χάρη στην οικονομική βοήθεια του παππού Citroën. Οπότε, για αρχή, κρατάμε αυτό: ο Freddie δεν επρόκειτο να πεινάσει και θα σπούδαζε στα καλύτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα· δεν θα του έλειπε τίποτα, εκτός ίσως από το πιο βασικό: μια φυσιολογική παιδική ηλικία.

Παιδική ηλικία: Η χαρά του ψυχαναλυτή.

  • Ο γάμος των Ayer ήταν αποτυχημένος. Η Reine, είκοσι χρόνια μικρότερη από τον Jules, ήταν μια έξυπνη γυναίκα, εγκλωβισμένη σε μια ζωή χωρίς νόημα. Ο μικρός Freddie μεγάλωσε μέσα στη σιωπή και την κατάθλιψη. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι ήταν αποπνικτική. Όπως όλα τα υπερπροστατευμένα μοναχοπαίδια, ανέπτυξε άμυνες για να τα βγάλει πέρα με τη μοναξιά: ζούσε περισσότερο στο μυαλό του παρά στην πραγματικότητα. Κοινωνικά απομονωμένος και συναισθηματικά παραμελημένος, έμαθε από νωρίς να τα βγάζει πέρα μόνος του, να επινοεί τις χαρές του και να τρέφεται από τις λύπες του. Η πολλή ησυχία, όμως, σε αυτή την ηλικία, σε κάνει δια βίου ανήσυχο. Κι ύστερα, έφυγε από το σπίτι σε ηλικία μόλις 7 ετών. Θα μεγάλωνε με το ζόρι.

Σπουδές: Οι αναμενόμενες για γόνο της κοινωνικής του τάξης (και με πλούσιο παππού).

  • Καταρχάς, οικότροφος στο Ascham St Vincent’s School, ένα καλό προπαρασκευαστικό σχολείο αρρένων στο Σάσεξ. Ήταν ακόμα πολύ μικρός για απογαλακτισμό· από την άλλη, δεν ήταν και ποτέ του το παιδί της μαμάς: μόνος του μεγάλωνε. Επισήμως, οι Ayer τον ξαπέστειλαν πρόωρα (7 ετών!) λόγω συνθηκών (έξω έκανε Α΄ΠΠ). Αποφοίτησε με υποτροφία για το Eton College.
  • Στη συνέχεια, για πέντε χρόνια (μέχρι το 1928) στο Eton College – οικότροφος και πάλι, εννοείται. Είχε ήδη αποκτήσει εμμονή με τις ταινίες και τα σπορ. Όλα εξηγούνται (στην ανωτάτη μπακαλική): ο κινηματογράφος είναι η χαρά του μοναχικού και τα σπορ, ο φερετζές του φλούφλη. Η παρουσία του στο Eton δεν πέρασε απαρατήρητη. Οι σύγχρονοί του τον περιγράφουν ως μικρομέγαλο με το ζωνάρι μονίμως λυμένο. Έξυπνος, αλλά υπερβολικά ανταγωνιστικός. Γινόταν ιδιαίτερα αντιπαθής ανάμεσα στους συμμαθητές του γιατί, όντας άθεος από πιτσιρίκος, δεν του έφτανε να επιχειρηματολογεί κατά της ύπαρξης του Θεού: προσπαθούσε μανιωδώς να τους κάνει όλους άθεους. (Κακός μπελάς για τη μεταφυσική από μικρός, ο Freddie.) Τρία επίθετα επανέρχονται στις περιγραφές: αλαζόνας, υπερόπτης, φαντασμένος. Το γεγονός είναι ότι πέρασε δύσκολα χρόνια εκεί (ποτέ δεν μιλούσε γι’ αυτή την περίοδο της ζωής του). Καθοριστικό ρόλο πρέπει να έπαιξε το ότι είχε πάνω από το κεφάλι του έναν επιβλέποντα δάσκαλο, τον «Bloody Bill» Mardsen με τ’ όνομα, έναν σαδιστή που απεχθανόταν τρία πράγματα: την αλαζονεία, την εξυπνάδα και την μη βρετανική καταγωγή – τρία στα τρία για τον Freddie. Η συμπεριφορά του στο κολέγιο δείχνει μια προσπάθεια από μέρους του να ξεφορτωθεί το στερεότυπο του βουτυρόπαιδου που προαλειφόταν εκ γενετής για ακαδημαϊκή καριέρα. Δεν πήγε κόντρα στο πεπρωμένο του, αλλά έβαλε τους δικούς του όρους. Έπαιζε, ας πούμε, ράγκμπι στην ομάδα του Eton – και ήταν, μάλιστα, καλός (παρότι μικρός το δέμας). Έπαιζε και καλό κρίκετ· ονειρευόταν ότι θα δόξαζε κάποτε το Ηνωμένο Βασίλειο με την εθνική ομάδα. Ένα άλλο του όνειρο εκείνη την εποχή ήταν να γίνει ηθοποιός. Μέχρι που έμαθε μόνος του να χορεύει κλακέτες, μιμούμενος τον συνονόματό του Fred Astaire, από τον οποίο αντέγραψε τέσσερις χρήσιμες (στη ζωή) δεξιότητες: ευκινησία, πειθαρχία, τόλμη, αυτοπεποίθηση. (Η αγάπη του για τον χορό θα τον συνόδευε μέχρι τέλους. Και, κατά γενική ομολογία, ήταν χορευταράς! Είχε δηλώσει κάποτε ότι θα προτιμούσε να χορεύει κλακέτες επαγγελματικά παρά να διδάσκει φιλοσοφία.) Γενικά, το κέρδος του από το κολέγιο ήταν ότι ανέπτυξε αντοχές. Στο Eton ποτέ δεν αισθάνθηκε τη χαρά και την ανακούφιση του ανήκειν: παρέμεινε outsider από την πρώτη μέχρι την τελευταία μέρα. Θα φορούσε για πάντα τον τίτλο του outsider σαν πανοπλία, σαν στολή εργασίας. Εντούτοις, εξαιτίας της παγιωμένης πεποίθησής του ότι ήταν (και θα παρέμενε) μόνος εναντίον όλων, συν το ότι οι συνθήκες απαιτούσαν πιστή εφαρμογή του τρίπτυχου του όποιου εγκλεισμού («αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαΐ σου, διάβαζε πολύ»), βγήκε από κει μέσα με χαρακτήρα. Εκεί απόκτησε το δια βίου ενδιαφέρον του για τα ανθρώπινα δικαιώματα: ως μέλος του προεδρείου των τελειόφοιτων, όπου πάλεψε (ανεπιτυχώς) για την κατάργηση του ξυλοδαρμού ως τιμωρία στα σχολεία της Βρετανίας. Εκεί διάβασε ένα βουνό κλασική λογοτεχνία και φιλοσοφία. Εκεί κήρυξε τον πόλεμο στη μεταφυσική. Ένα ενδιαφέρον σημείο εδώ: ενώ τα λογοτεχνικά αναγνώσματα ήταν μέρος της διδακτικής ύλης, τα φιλοσοφικά ήταν αποκλειστικά δική του επιλογή· κανένας δεν τον ανάγκασε (ούτε και τον επηρέασε δια του παραδείγματος) να πέσει με τα μούτρα στη φιλοσοφία, η οποία αποδείχτηκε, εκ των υστέρων, επιλογή ζωής. Ανάμεσα στους φιλόσοφους που του έκαναν βαθιά εντύπωση στο ξεκίνημα, αναφέρονται οι Bertrand Russell (Sceptical Essays) και G.E. Moore (Principia Ethica). Πάντως, ποτέ δεν παραμέλησε τα άλλα ακαδημαϊκά του καθήκοντα· διάβαζε πολύ (ήταν σπασίκλας· απλώς δεν ήθελε να φαίνεται σπασίκλας): στις απολυτήριες εξετάσεις ήρθε δεύτερος στη χρονιά του γενικά και πρώτος στα φιλολογικά ειδικά· εξαιτίας αυτής της πρωτιάς, κέρδισε μια υποτροφία για κλασικές σπουδές στο Christ Church της Οξφόρδης.
  • Και έτσι, στα 18 του πήγε στην Οξφόρδη. Ο χαρακτήρας του ήταν ήδη διαμορφωμένος – εδώ θα γινόταν απλώς το ραφινάρισμα. Αλλά για να καταλάβουμε την ιδιαιτερότητα του A.J., πρέπει να δούμε πρώτα το περιβάλλον που βρήκε στο πανεπιστήμιο. Το Christ Church είναι από τα «βαριά» ιδρύματα της Οξφόρδης: παράδοση, μεγαλοπρέπεια, αριστοκρατία και μεγάλη έμφαση στη θρησκεία. Επίσης, όπως σε όλο το Oxbridge του μεσοπολέμου (ανέκαθεν, αλλά κυρίως τότε), η ομοφυλοφιλία διδασκόντων και διδασκομένων, αν δεν επιδοκιμάζεται, σίγουρα δεν αποδοκιμάζεται («not that theres anything wrong with that», όπως θα έλεγε και ο αλησμόνητος Seinfeld).
  • Και έρχεται ο δεκαοχτάχρονος Freddie – αλλά πώς έρχεται; Δηλωμένος άθεος (μέσα σε άντρο του χριστιανισμού), μισο-εβραίος (μέσα σε άντρο της αριστοκρατίας) και επιδεικτικά ετεροφυλόφιλος (μέσα σε άντρο του «πλατωνικού δεσίματος»). Αυτό το τελευταίο έκανε και τη μεγαλύτερη εντύπωση: δεν ήταν συνηθισμένο να σκάει μύτη στο ίδρυμα πρωτοετής με ερωμένη! Για να χειροτερέψουν κι άλλο τα πράγματα, η φίλη του Freddie (και, λίγο αργότερα, πρώτη του σύζυγος), η Renée Lees (την οποία είχε γνωρίσει σε διακοπές στο Παρίσι το 1928), ήταν μια όμορφη, νεαρή κοσμοπολίτισσα με εκλεπτυσμένους τρόπους. Φανταστείτε τον αντίκτυπο: σε κολέγιο αρρένων όπου οι (επισκέπτριες) γυναίκες δεν επιτρέπεται καν να δειπνούν στην τραπεζαρία και όπου οι φοιτητές ανάθεμα κι αν έχουν έστω μιλήσει ποτέ τους με γυναίκα με την οποία δεν έχουν συγγένεια πρώτου βαθμού, εμφανίζεται ένας πρωτοετής συνοδευόμενος από μια γυναίκα-όνειρο! Όπως ήταν φυσικό, τον κοιτούσαν σαν εξωγήινο (και τον αντιμετώπιζαν αναλόγως).
  • Πέρα απ’ αυτό, ο Ayer πήρε από το Christ Church εκείνο που ήθελε: γερές βάσεις στη φιλοσοφία (και στα ελληνικά, επίσης). Μεταξύ άλλων, διάβασε το Tractatus LogicoPhilisophicus (TLP) του Ludwig Wittgenstein, το οποίο ήταν ακόμα σχεδόν άγνωστο στην Οξφόρδη (γιατί ήταν αφενός εγγενώς ακατανόητο και αφετέρου προϊόν κάποιου από το μισητό Cambridge). Ο Gilbert Ryle, τον οποίο είχε καθηγητή, ήταν εκείνος που του έδωσε το TLP και επέμεινε να το διαβάσει. O A.J. όχι μόνο το διάβασε, αλλά (ισχυριζόταν ότι) το κατάλαβε κιόλας! Είχε δει εκεί το μέλλον της φιλοσοφίας (καλύτερα: το τέλος της). Ενδεικτική της αλαζονείας του, η σχετική δήλωση λίγα χρόνια αργότερα: αφού πρώτα διευκρίνισε πως ό,τι είχε να πάρει από τον Wittgenstein, το είχε ήδη πάρει, και πως ο τρόπος που χειρίζεται τα προβλήματα της φιλοσοφίας (ο Wittgenstein, πάντα) δεν τον ενδιαφέρουν πλέον, συμπλήρωσε: «Είμαι αρκετά τολμηρός ώστε να προσπαθήσω [να λύσω τα προβλήματα της φιλοσοφίας] μόνος μου». Είχε άντερα ο μικρός!
  • Κατά τα άλλα, και στην Οξφόρδη, συνέχισε το ίδιο βιολί: πρώτος στα μαθήματα, πρώτος στους (παντός είδους) αγώνες. Κρίκετ, ποδόσφαιρο, πάρτι, χορός, φλερτ (υποψιάζομαι ότι, λόγω της Renée, η οποία λειτουργούσε σαν διαφημιστικό, θα πρέπει να του την έπεφταν διάφορες ακατάπαυστα). Και το διάβασμα, διάβασμα. Ο Ayer, εκτός που είχε από νωρίς «συμβιβαστεί» με το προδιαγεγραμμένο μέλλον του στην ακαδημαϊκή ζωή (το κρίκετ, ο χορός και ο κινηματογράφος ήταν όνειρα), είχε προφανώς και το απαιτούμενο μυαλό για κάτι τέτοιο (γιατί για να κάνεις φιλοσοφία δεν αρκεί το υψηλό IQ· χρειάζεται, εκεί ψηλά, να κάνει και λίγο τραμπάλα η τρέλα με το μεγαλείο). Σε κάθε περίπτωση, και με δεδομένη την παιδική του ηλικία, ήταν φανερό ότι ο Freddie δεν αισθανόταν καλά με την ετικέτα του «σπασίκλα», γι’ αυτό έκανε ό,τι μπορούσε (δοκιμάζοντας τα όρια της κοσμιότητας) για να την ξεκολλήσει από πάνω του. Θεμιτό.
  • Ακολούθησαν μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης (κατόπιν μεσολάβησης και πάλι του Ryle), υπό τον Moritz Schlick, τον πρώτο μεταξύ ίσων στον Κύκλο της Βιέννης. Μολονότι δεν ήταν καθόλου εύκολο (γιατί, μεταξύ άλλων, δεν ήξερε τέλεια τα γερμανικά) κατάφερε και έγινε μέλος του Κύκλου (μαζί με τον Willard V.O. Quine, ήταν οι μόνοι επισκέπτες που είχαν αυτή την τιμή), όπου και, όπως ήταν φυσικό, «κόλλησε» λογικό θετικισμό. To TLP είχε κάνει δουλειά! Έγραφε ήδη το πρώτο (και καλύτερό) του βιβλίο, το Language, Truth and Logic[3], το οποίο εκδόθηκε μετά την επιστροφή του στην πατρίδα, το 1936. Ήταν για τους Άγγλους (και αγγλόφωνους) αναγνώστες η πρώτη στιβαρή εισαγωγή στον λογικό θετικισμό. Το βιβλίο έκανε αναπάντεχη επιτυχία: η πρώτη έκδοση πούλησε πάνω από 1.000 αντίτυπα! (Λίγο σας φαίνεται; Δεν είναι! Άλλωστε, ακόμα πουλάει πάνω από 2.000 κομμάτια τον χρόνο: long seller! Και η έκδοση του 1945 στις ΗΠΑ πούλησε 300.000 τεμάχια! Αν δεν είναι αυτή επιτυχία, τότε δεν ξέρω ποια είναι.) Στα 26 του, ο Ayer ήταν ήδη το «καυτό όνομα» της βρετανικής (αναλυτικής) φιλοσοφίας. Από κει και πέρα, θα άρχιζε η ακαδημαϊκή ανηφόρα και η φιλοσοφική κατηφόρα: το roller coaster μιας ενδιαφέρουσας ζωής.

Διδακτικό έργο κ.λπ.: Καθηγητής, συγγραφέας, κατάσκοπος, ανθρωπιστής, δημόσιο πρόσωπο.

  • Από το 1933 μέχρι το 1940, δίδαξε φιλοσοφία στο Christ Church (δηλαδή, εκεί που είχε σπουδάσει, στο alma mater του, που λένε). Ο πρώτος που έβαλε στη διδακτική ύλη της Οξφόρδης το TLP. Εκεί είχε συναδέλφους δύο φιλόσοφους που έπαιξαν κάποιον ρόλο στη ζωή του: τον Stuart Hampshire (θα το ξαναβρούμε παρακάτω, στο πρώτο διαζύγιο του Freddie) και τον J.L. Austin (με τον οποίο ανέκαθεν συμφωνούσαν μόνο στο ότι διαφωνούσαν).
  • Στα χρόνια που προηγήθηκαν του Β΄ΠΠ άρχισε να ενδιαφέρεται για την πολιτική. Υποστήριζε τους Δημοκρατικούς στον ισπανικό εμφύλιο και φλέρταρε με την ιδέα να γίνει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Τελικά, όμως, έγινε μέλος (και μάλιστα ιδιαίτερα ενεργό) του Εργατικού Κόμματος (όπου και παρέμεινε μέχρι το 1981, οπότε και αποχώρησε, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αντιευρωπαϊκή στάσης της αριστερής τάσης του κόμματος, για να προσχωρήσει στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα).
  • Στον Β΄ΠΠ, υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός στη SOE (Special Operations Executive), υπηρεσία κατασκοπίας, οργάνωσης σαμποτάζ και αναγνωρίσεων πίσω από τις γραμμές του εχθρού, και στην ΜΙ6 (Secret Intelligence Service), τη μυστική υπηρεσία πληροφοριών της Βρετανίας. Κατάσκοπος, με μία λέξη.
  • Από το 1946 μέχρι το 1958, δίδαξε φιλοσοφία του νου και λογική (έδρα Grote) στο University College του Λονδίνου. Σε αυτό το διάστημα έβαλε τις βάσεις μιας αξιοσέβαστης ακαδημαϊκής καριέρας και εδραίωσε τη δημόσια εικόνα του. Καλλιέργησε με ζήλο γνωριμίες στην τότε υψηλή κοινωνία και απόκτησε εξαιρετικές διασυνδέσεις στους μηχανισμούς εξουσίας – είχε, δηλαδή, όλες τις σωστές άκρες. Τυπική εξέλιξη για έναν διανοούμενο με το δικό του βιογραφικό: καμία έκπληξη εδώ. Εκείνο που τον διαφοροποιούσε ήταν ότι η κοινωνική του ζωή ερχόταν πιο ψηλά στη λίστα με τις προτεραιότητες από την καριέρα του. Έμαθε από νωρίς να παίζει το παιχνίδι των ΜΜΕ. Τον καλούσαν συχνά σε ραδιοφωνικές και, αργότερα, τηλεοπτικές εκπομπές, γιατί «τα έλεγε». Γοητευτικός, ρήτορας, τζόρας: έκανε «νούμερα». Πανελίστας κανονικός, θα λέγαμε σήμερα – με τη διαφορά ότι εκείνος είχε γερή μόρφωση και πάνω από δυο δράμια μυαλό. Η αγάπη του για τα σπορ συνεχίστηκε: όσο ήταν στο Λονδίνο, δεν παρέλειπε να πηγαίνει στο γήπεδο να παρακολουθεί την αγαπημένη του Τότεναμ. Και το βράδυ, νυχτερινή ζωή: κλαμπάκια, χορός, ερωτικά γαϊτανάκια – με δυο λέξεις, dolce vita.
  • Μεταξύ 1945 και 1947, έγραφε άρθρα (όπως και οι Bertrand Russell και George Orwell) για το βραχύβιο περιοδικό Polemic («Magazine of Philosophy, Psychology, and Aesthetics») που έβγαζε ο πρώην κομμουνιστής (και, μετά τον πόλεμο, λάβρος αντικομμουνιστής) Humphrey Slater. Ο Ayer προφανώς δεν ήταν αντικομμουνιστής· τον σταλινισμό ήταν που δεν άντεχε. Οι πάντα συγκαταβατικοί Βρετανοί τον κατέτασσαν στην κατηγορία των fashionable left (στους φιλελεύθερους αριστερούς, θα λέγαμε σήμερα).
  • Από το 1958 μέχρι τη συνταξιοδότησή του, το 1978, δίδαξε λογική (έδρα Wykeham) στην Οξφόρδη, αυτή τη φορά στο New College.
  • Στα ενδιάμεσα, δίδαξε αρκετές φορές στις ΗΠΑ, ως επισκέπτης καθηγητής. Και, γενικά, ταξίδεψε πολύ, σε όλο τον κόσμο.
  • Στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εργάστηκε για την προώθηση του ανθρωπισμού, από πολλές σημαντικές θέσεις. Τιμητικό μέλος της Rationalist Press Association από 1947. Τιμητικό μέλος της American Academy of Arts and Sciences από 1963. Πρώτος πρόεδρος της Agnostics’ Adoption Society (1965). Πρόεδρος της British Humanist Association (1965-1970). Πολλή (και αξιέπαινη) δουλειά.
  • Το 1970, έγινε Σερ (Knight Bachelor).

Προσωπική ζωή: Έντονη και περίπλοκη.

  • Παντρεύτηκε συνολικά τέσσερις φορές με τρεις γυναίκες (τη μία την παντρεύτηκε δύο φορές). Ο πρώτος του γάμος, με τη Renée Lees (1090-1980) που λέγαμε παραπάνω, κράτησε από το 1933 μέχρι το 1941. Απέκτησαν δύο παιδιά, τη Valerie, το 1933, και τον Julian, το 1939
    Ο Ayer ένστολος, στο τέλος του Β’ΠΠ, με τα παιδιά του από τον πρώτο γάμο: τη Valerie (δεξιά) και τον Julian (αριστερά).

    –αν και ο βιολογικός πατέρας του δεύτερου ήταν μάλλον ο φιλόσοφος –και φίλος/συνάδελφος του A.J.– Stuart Hampshire, ο οποίος, μετά το διαζύγιο, παντρεύτηκε τη ζωντοχήρα Renée. Πάντως, για να τα λέμε όλα, ο πρωταθλητής στις απιστίες σε αυτόν τον γάμο ήταν ο A.J., όχι η Renée. Μετά το διαζύγιο, για περίπου είκοσι χρόνια, το γλέντησε από δω κι από κει. (Αυτή η περίοδος, στο Λονδίνο, πρέπει να ήταν η καλύτερη της ζωής του.) Όταν πενηντάρισε, έριξε λίγο τους ρυθμούς του: επέστρεψε στην Οξφόρδη με τη δεύτερη γυναίκα του, την Dee Wells (1925-2003), δημοσιογράφο και συγγραφέα ενός εμπορικά επιτυχημένου μυθιστορήματος (Jane, 1973), με την οποία απέκτησαν το 1963 έναν γιο, τον Nicholas.

    Ο Ayer, η δεύτερη σύζυγός του Dee Wells και ο γιος τους Nick, το 1964).

    Όχι πως ησύχασε, πάντως· η έντονη ζωή συνεχίστηκε· μόνο το ρυθμικό μοντέλο είχε αλλάξει: περνούσε τρία βράδια τη βδομάδα στο πανεπιστήμιο και τα υπόλοιπα στο Λονδίνο. Έτσι πήγε το πράγμα μέχρι τις αρχές τις δεκαετίας του ’80. Τότε δύο θάνατοι τον συντάραξαν: το 1980 πέθανε η πρώην σύζυγός, η Renée, και την επόμενη χρονιά η κόρη τους, η Valerie (εντελώς ξαφνικά, από τη νόσο του Hodgkin), στην οποία είχε μεγάλη αδυναμία. Η κρίση ήταν περίπου αναπόφευκτη. Ο γάμος του κλονίστηκε. Χώρισαν με την Dee το 1982 και ο ηλικιωμένος πια Freddie ξαναπαντρεύτηκε αμέσως τη Vanessa Salmon, η οποία πέθανε από καρκίνο του ήπατος μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 1985. To 1989 (δηλαδή, λίγο πριν πεθάνει και έχοντας μόλις έναν χρόνο πριν φτάσει πολύ κοντά στον θάνατο, όταν κόντεψε να πνιγεί με μια μπουκιά καπνιστό σολομό) ο Freddie παντρεύτηκε για δεύτερη φορά την Dee, η οποία, ως χήρα, έκανε την εξής επική δήλωση: «Κάποιοι άντρες παίζουν γκολφ. Ο Freddie έπαιζε γυναίκες».

Dee Wells
  • Η Sheilah Graham με την Marilyn Mornoe το 1953.

    Εκτός γάμου, είχε αποκτήσει και μία κόρη, την Wendy Westbrook, με την Αμερικανίδα δημοσιογράφο Sheilah Graham (όταν λέμε «δημοσιογράφο», κουτσομπολιά για το Χόλιγουντ έγραφε, αλλά ήταν πρώτο όνομα τότε). Το μεταξύ τους ειδύλλιο παίχτηκε το 1941στη Νέα Υόρκη, όπου ο A.J. βρισκόταν σε μυστική αποστολή των βρετανικών υπηρεσιών πληροφοριών (να μαζέψει στοιχεία για τους συμπαθούντες τον φασισμό επιφανείς Αμερικανούς). Το 1992, η κόρη του έγραψε (και υπέγραψε ως Wendy W. Fairey) ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο, το One of the family, όπου περιγράφει ακριβώς την προσπάθειά της να «βρει» τον βιολογικό της πατέρα, τον οποίο αρχικά γνώριζε ως οικογενειακό φίλο. Ο Ayer το ήξερε ότι ήταν κόρη του (και καμάρωνε γι’ αυτό), αλλά δεν επιθυμούσε να ταράξει τη ζωή της με «βιολογικές» λεπτομέρειες.

Στο εξώφυλλου του βιβλίου της, η Wendy ( τότε Westbrook) με τη μητέρα της, τη Sheilah Graham.
  • Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο Freddie αγαπούσε τις γυναίκες. Με τον τρόπο του. (Οι υπερβολές της τρέχουσας κορεκτίλας δεν έχουν αναδρομική ισχύ, έχουν;) Αλλά δεν τις κατάλαβε ποτέ. Στην ανωτάτη μπακαλική θα καταφύγω πάλι: νομίζω ότι όλα ξεκινούν από τη σχέση του με τη μητέρα του (ο Freud δεν είχε σε όλα άδικο!). Γενικά, είχε πρόβλημα με την κατανόηση των συναισθημάτων των άλλων (και το ήξερε· και ίσως η ηθική συναισθηματική θεωρία του πρέπει να διαβαστεί κάτω από αυτό το πρίσμα). Είχε επίσης πρόβλημα με τις καλές τέχνες· δεν εκτιμούσε, ας πούμε, τη μουσική. Ούτε η φύση τού έλεγε τίποτα. (Μόνο τη λογοτεχνία είχε σε υπόληψη – οι γνώσεις του για τους αγγλόφωνους κλασικούς ήταν επιπέδου φωτεινός παντογνώστης.) Πιθανό (και αδιάγνωστο) σύνδρομο Asperger (ή κάτι τέτοιο – δεν είμαι και ειδικός); Δεν ξέρω. Εκείνο που μοιάζει ξεκάθαρο είναι ότι, παρά τις πολλές του κατακτήσεις, με τις γυναίκες ζούσε στο απόλυτο σκοτάδι. Η αδυναμία του να τις καταλάβει είχε παρενέργειες (πάντα έχει!): ενώ τις λάτρευε, τις υποτιμούσε· λάτρευε να τις υποτιμάει. Οι πολυάριθμες ερωμένες του δεν είχαν καν όνομα, λες και ήταν αδεσποτάκια. Τις ξεχνούσε αμυνόμενος: συναισθηματικό σακατιλίκι. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Κάποτε τον ρώτησε ένας φοιτητής του τι γνώμη είχε για τον Camus. Του απάντησε: «Δεν τον έχω διαβάσει, αλλά ήμασταν φίλοι: πηδούσαμε δυο δίδυμες στο Παρίσι μετά τον πόλεμο». Μάλιστα! (Και γίνεται ακόμα χειρότερο: προκειμένου να κάνει την εξυπνάδα του πιο εντυπωσιακή, είχε πει ψέματα: ασφαλώς και είχε διαβάσει Camus· μετά τον πόλεμο μελέτησε τους υπαρξιστές στο Παρίσι και υπάρχουν άρθρα του εκείνης της εποχής και για τον Camus και για τον Sartre.) Όσο για τις γυναίκες στη φιλοσοφία, εκεί η άποψή του ήταν ακόμα χειρότερη: με τα δικά του λόγια: «Μια γυναίκα που μιλάει για το αντικείμενο μου είναι εντελώς ανυπόφορη». Ξανά μάλιστα! Εν ολίγοις, μαζί τους δεν έκανε και χώρια δεν μπορούσε. Και, κατά πώς φαίνεται, δεν πέρασε άσχημα στα χαρακώματα των σεντονιών. (Τώρα, τι απόσταση χώριζε το φαίνεσθαι από το είναι, άλλη κουβέντα.) Άρεσε στις γυναίκες, αυτό είναι βέβαιο. Γιατί; Ήταν άπιστος, ψεύτης, ματαιόδοξος· ωραίος δεν ήταν. Οι γυναίκες ίσως ξέρουν γιατί (αλλά δεν τους παίρνεις κουβέντα για κάτι τέτοια).

Θάνατος: Στις 27/6/1989, στο Λονδίνο, από ρήξη πνεύμονος.

Φιλοσοφικό έργο: Λογικός θετικισμός, ηθική συναισθηματική θεωρία.

  • Το βιβλίο για το οποίο θα τον θυμόμαστε είναι αναμφίβολα το Language, Truth and Logic (1936), στο οποίο έχω ήδη αναφερθεί. Θεωρείται κλασικό έργο της αναλυτικής φιλοσοφίας και διδάσκεται ακόμα (αν και ξεπερασμένο πια) σε πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο. Εκεί, ο νεαρός και νεοφώτιστος Ayer ανατρέπει βασικές μας πεποιθήσεις αναφορικά με ό,τι νομίζαμε πως γνωρίζαμε (ή πως μπορούσαμε να γνωρίσουμε) ως τότε. Πατώντας στις αρχές του λογικού θετικισμού, όπως αυτές είχαν διατυπωθεί από τον Κύκλο της Βιέννης, έθεσε τα όρια εντός των οποίων η συζήτηση περί αλήθειας και ψεύδους έχει νόημα. Και, σύμφωνα με τη φοβερή και τρομερή αρχή της επαληθευσιμότητας, μια πρόταση έχει νόημα εάν και μόνο εάν είναι είτε εμπειρικώς επαληθεύσιμη (οι προτάσεις των επιστημών και τα αντικείμενα και γεγονότα της καθημερινής ζωής) είτε ταυτολογία (προτάσεις των μαθηματικών). Όλες οι άλλες, εφόσον δεν δύνανται να επαληθευθούν, στερούνται νοήματος. Συνεπώς, κάθε θεολογική συζήτηση, λ.χ., είναι α-νόητη γιατί τίποτα απ’ όσα πραγματεύονται οι θεολόγοι δεν είναι αποδείξιμο. Στο στόχαστρο δεν μπήκε μόνο η μεταφυσική· η μπάλα πήρε και την ηθική –με την εξαίρεση των ηθικών προτάσεων που έχουν συναισθηματικό νόημα (κι αυτό ακούγεται σαν ειρωνεία στο στόμα ενός συναισθηματικά ανάπηρου, όπως ο Ayer)– και την αισθητική. Δεν είναι να απορεί κανείς που η αρχή της επαληθευσιμότητας τάραξε τα νερά της φιλοσοφίας στο δεύτερο τέταρτο του 20ού αιώνα: δεν άφηνε σχεδόν τίποτα όρθιο! Δήλωνε ρητά ο θρασύς νεανίας: «Η φιλοσοφία έχει φτάσει στο τέλος της. Τελείωσε!» Βέβαια, ο Ayer στο βιβλίο του δεν έλεγε κάτι που δεν είχε ήδη ειπωθεί από τον Κύκλο της Βιέννης, από τη μία, και από τον David Hume, από την άλλη, αλλά αφενός ήταν ο πρώτος που τα είπε στα αγγλικά και αφετέρου τα είπε ωραία! Για την ποιότητα της γραφής του, ο Isaiah Berlin (που ήταν φίλος του – και κάτι ήξερε από γραφή) έλεγε ότι ο Ayer έγραφε καλύτερα και από τον Russell, αλλά (αυτό το αλλά!) ως επαγγελματίας ήταν περισσότερο μάστορας παρά εφευρέτης. (Τι άδειασμα!) Παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί (και διαβάζεται!) ακόμα και σήμερα – και όχι μόνο για ιστορικούς λόγους. (Για παράδειγμα, η διάκριση μεταξύ συνειδητού ανθρώπου και ασυνείδητης μηχανής ανάγεται στη διάκριση μεταξύ «διαφορετικών τύπων αντιληπτικής συμπεριφοράς», ένα επιχείρημα που προοικονομεί το κατά δεκαπέντε χρόνια μεταγενέστερο τεστ του Alan Turing για τον έλεγχο της ικανότητας μιας μηχανής να επιδείξει νοημοσύνη.)
  • Είκοσι χρόνια αργότερα, στο The Problem of Knowledge (1956), το δεύτερο τη τάξει βιβλίο του, βάζει αρκετό νερό στο κρασί του, εκ των πραγμάτων: ήταν πολύ νερό το νερό που είχε κυλήσει στο αυλάκι του λογικού θετικισμού για να το αγνοήσει.
  • Με τα χρόνια, ο Ayer άφησε τα χαρακώματα της φιλοσοφίας και ασχολήθηκε με λιγότερο απαιτητικά αντικείμενα, όπως η ιστορία της φιλοσοφίας. Σε αυτό το πλαίσιο, έγραψε δύο βιβλία για τον Russell, τα Russell and Moore: The Analytic Heritage (1971) και Russell (1972), και μια εισαγωγή στον David Hume (1980). Έγραψε και πολλά άλλα βιβλία (και άρθρα) αλλά, συγκριτικά, ήσσονος σημασίας.
  • Με το χαρακτήρα που είχε, ο Ayer ήταν επιρρεπής στις κόντρες. Αν ο Hume ήταν ο αγαπημένος του φιλόσοφος, στον αντίποδα της εκτίμησής του βρισκόταν ο Martin Heidegger, τον οποίο δεν πήγαινε με τίποτα! Του άσκησε έντονη κριτική για τις περί ύπαρξης θέσεις του, δηλώνοντας απερίφραστα ότι πρόκειται για θεωρίες απολύτως μη επαληθεύσιμες από την εμπειρία και τη λογική ανάλυση. Θεωρούσε τη σκέψη του Heidegger απολύτως άχρηστη (το είδος της σκέψης που πολύ θα ήθελε, αλλά δεν κατάφερε να συντρίψει –όχι εντελώς, εν πάση περιπτώσει– ο λογικός θετικισμός) και την τάση που δημιούργησε δυστύχημα για τη σύγχρονη σκέψη. Στόλισμα κανονικό!
  • Κόντρα είχε (και μάλιστα διαρκείας) και με τον J.L. Austin, όπως έλεγα και πιο πάνω. Ο Ayer είχε δηλώσει ότι ένας από τους λόγους που επέστρεψε στην Οξφόρδη το 1958 ήταν για να ανακόψει την αυξανόμενη επιρροή του Austin στο πανεπιστήμιο. Χαριτολογούσε; Ίσως. Από την άλλη, κάπως έτσι δεν λέγονται οι μεγάλες αλήθειες; Ο Austin, στο μνημειώδες για τη φιλοσοφία της καθημερινής γλώσσας έργο του Sense and Sensibilia (1962) ασκούσε κριτική στη θεωρία του Ayer περί αισθητικών δεδομένων, την οποία είχε αναπτύξει δύο δεκαετίες πριν στο Foundations of Empirical Knowledge (1940). Ο Ayer σήκωσε το γάντι και απάντησε με ένα άρθρο πολεμικής, το «Has Austin Refuted the Sense-data Theory?», που βρίσκεται στο βιβλίο του Metaphysics and Common Sense (1969). Εντωμεταξύ, ο Austin είχε εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο από το 1960, πράγμα που σημαίνει ότι ο Ayer συνέχισε την κόντρα τους, αγνοώντας «λεπτομέρειες» όπως η φυσική απουσία του αντιπάλου του: οι μεγάλες αγάπες δεν κρύβονται!
  • Μια άλλη κόντρα με ξεχωριστή (κυρίως συναισθηματική, υποψιάζομαι) σημασία ήταν αυτή με τον Ludwig Wittgenstein. Έλεγα πριν ότι η χρονιά που ο Ayer πέρασε νέος στη Βιέννη έπαιξε καθοριστικότατο ρόλο στη φιλοσοφική του εξέλιξη. Δεδομένου ότι ο Κύκλος της Βιέννης είχε περίπου θεοποιήσει τον Wittgenstein και είχε αναγορεύσει σε ευαγγέλιό της το Logisch-Philosophische Abhandlung[4] (1921), είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι ο Ayer αισθανόταν παιδί του Wittgenstein. (Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Wittgenstein δεν ήθελε ούτε να ακούει για την –υποτιθέμενη, κατά τον ίδιο– επιρροή που άσκησε στον λογικό θετικισμό· δεν αναγνώριζε ούτε κύκλους, ούτε αυλές, ούτε παιδιά· μόνος εναντίον όλων κι αυτός –ειδικά αυτός!–, μέχρι το τέλος.) Με αυτή την υπόθεση κατά νου, ο A.J. πρέπει να αισθάνθηκε προδομένος όταν ο «πατέρας», κατά τη δεκαετία του ’30, περίπου αποκήρυξε το Tractatus και δούλευε μέχρι τον θάνατό του τις Φιλοσοφικές Έρευνες (1953). Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Wittgenstein, ο (εκών άκων) αρχιερέας της αναλυτικής φιλοσοφίας, είχε δηλώσει –με το γνωστό, αφοριστικό του ύφος– για τον πιστό του A.J.: «Ο Ayer έχει κάτι να πει, αλλά είναι απίστευτα ρηχός». Στην αίσθηση αυτής της «προδοσίας» (και του προσωπικού αδειάσματος, ενδεχομένως) αποδίδω την κριτική που άσκησε ο Ayer σε ένα από τα βασικά επιχειρήματα των Φιλοσοφικών Ερευνών, εκείνο που αφορούσε την ιδιωτική γλώσσα, στο The Concept of a Person and Other Essays (1963). Η απόπειρα της (έστω μερικής) πατροκτονίας ήταν αποτυχημένη και ως τέτοια καταγράφεται μόνο σε συμβολικό επίπεδο.
Το εξώφυλλο του βιβλίου του Ayer για τον Wittgenstein (1986).
  • Τέλος, μία κόντρα που έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον ήταν με τον ιησουίτη ιερέα Frederick Copleston. Άφησαν εποχή οι «καυγάδες» τους σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές μονομαχίες για θεολογικά ζητήματα. Κατά γενική ομολογία, ο δηλωμένος (και ιδιαιτέρως μαχητικός) άθεος και δεινός ρήτορας Ayer έκανε συνήθως σκόνη τον εκπρόσωπο του Θεού. Αυτά, όμως, είναι πράγματα συνηθισμένα (στη Βρετανία)· το ενδιαφέρον είναι ότι μετά από μια περιπέτεια με την υγεία του το 1988, κατά την οποία είχε μία περίεργη οιονεί μεταθανάτια εμπειρία, ο Ayer μάλλον είδε «φως ιλαρόν» και στο τέλος της ζωής του επιζητούσε τη συντροφιά του Copleston, με τον οποίο έγιναν οι καλύτεροι φίλοι. [Αυτή η ιστορία δεν είναι της παρούσης, γιατί στον «Φάκελο Ayer» εξετάζουμε όσα έγιναν μέχρι το 1987 και το επεισόδιο με τον μποξέρ και το μοντέλο. Η φάση όπου ο Ayer (λέει πως) έριξε μια κλεφτή ματιά στον Δημιουργό του έπεται χρονικά. Ίσως να επανέλθω σε αυτήν μιαν άλλη φορά.]

(Τηλεγραφικό) Πόρισμα: Φιλελεύθερος αστός· αναλυτικός φιλόσοφος, άθεος, ανθρωπιστής· εθισμένος στη δημοσιότητα, λάτρης του αθλητισμού, άνθρωπος του κόσμου· δάσκαλος, δημοσιολόγος, ρήτορας· γοητευτικός, ευπροσήγορος, κοινωνικός· γεμάτος ενέργεια, εκλέπτυνση και χιούμορ· γυναικάς, έξυπνος, ετοιμόλογος· καβγατζής.

(Τώρα που έχουμε μια γενική εικόνα μπορούμε να περάσουμε στο «δια ταύτα».)

Το πάρτι

1987. Ο Ισπανός σχεδιαστής μόδας (προκλητικών γυναικείων εσώρουχων, κυρίως) Fernando Sánchez δίνει κοκτέιλ πάρτι στη μεζονέτα του, κάπου στη West 57th Street, στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Ο μόδιστρος είναι στα πάνω του εκείνη την εποχή (ντύνει πολλά πρώτα ονόματα, όπως τη Madonna της Like a Virgin περιόδου), οπότε το πάρτι δεν μπορεί παρά να έχει επιτυχία: διασημότητες, καθαρά (και δωρεάν) ποτά και μοντέλα – ποιος θα έλεγε όχι;

Ο οικοδεσπότης (με ένα άλλο μοντέλο).

Το πάρτι βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Ο Freddie Ayer, φιλόσοφος ετών 77, είναι ένας από τους καλεσμένους. Τι δουλειά έχει αυτός, ένας άνθρωπος του πνεύματος, στην κρεαταγορά; Έχει και παραέχει! Ψόφαγε για κάτι τέτοια. Και αναμφισβήτητα είχε την κοινωνική δεξιότητα να συναναστρέφεται (επιφανειακά, ασφαλώς) κάθε καρυδιάς καρύδι. Είχε γνωρίσει τον Sánchez πρόσφατα, σε κάποιο άλλο πάρτι, και τον είχε κερδίσει με το χιούμορ και τη γοητεία του· οπότε, ο κοπτοράπτης τον κάλεσε και στο δικό του πάρτι, ν’ ανέβει και λίγο το επίπεδο, ρε παιδί!

Πάρτι με ανθρώπους της μόδας στο Μανχάταν της (οριακά) προ AIDS εποχής: ομορφιές! Κόσμος πάει κι έρχεται, κοιτάζει και κοιτάζεται. Ο Freddie ρητορεύει σε ένα πηγαδάκι σχεδιαστών και μοντέλων· βρίσκεται στο στοιχείο του: εξυπνάδες και γυναίκες. Και τότε κατεβαίνει τρέχοντας από τις σκάλες μία νεαρή, αλλόφρων και πανικόβλητη. «Τρεχάτε, είναι πάνω ένας τρομερός τύπος και την έχει πέσει άγαρμπα στη φίλη μου. Θα την βιάσει!» Τρέχουν διάφοροι –μεταξύ των οποίων και ο Freddie– και, καθοδηγούμενοι από φωνές που καλούν σε βοήθεια, βρίσκονται σε μία κρεβατοκάμαρα του πάνω ορόφου, όπου αντικρίζουν ένα αποτρόπαιο θέαμα: μια νεαρή γυναίκα προσπαθεί να ξεφύγει από τις δαγκάνες ενός νεαρού άντρα, τετραπλάσιου σε όγκο και βάρος. Η Naomi Campbell, άσημο (ακόμα) μοντέλο, ετών 17, και ο Mike Tyson, πυγμάχος και (νυν, τότε) παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών, ετών 21. Δεν χρειάζεται ο αστυνόμος Μπέκας για να λύσει το (καθόλου) μυστήριο: ο Mike θέλει, ο Mike μπορεί – η Naomi δεν θέλει, η Naomi δεν θέλει! Ποιος θα νικούσε; «Αγάπης» αγώνας άνισος: ντουλάπα στεροειδών vs κλαράκι ανορεξικό.

Ο Freddie μπαίνει μπροστά και λέει στον Mike να σταματήσει αμέσως. Αμέσως! Σε ποιον; Στον Mike, που είναι τέρας όπως και να το πάρει κανείς.

Ο Τάισον απάντησε: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε; Είμαι ο παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών!»

Ο Άγερ ανταπάντησε: «Κι εγώ είμαι ο πρώην κάτοχος της Έδρας Λογικής Γουάικαμ. Είμαστε διαπρεπείς και οι δύο, ο καθένας στο πεδίο του· προτείνω να το συζητήσουμε σαν λογικοί άνθρωποι».[5]

Ο Mike αποσυντονίζεται. Ποιο είναι αυτό το γερούνδιο που τολμάει να τα βάλει μαζί του; Αφήνει τη Naomi και ζητάει τον λόγο από τον θρασύ γηραλέο ιππότη. Όσο η Naomi, σοφά ποιούσα, εξαφανίζεται σε dt, οι δύο αντίπαλοι εμπλέκονται σε μία συζήτηση περί ηθικής εν τοις πράγμασι. Ανταλλάσσονται επιχειρήματα (στα «γαλλικά») εκατέρωθεν. Δεν καταλήγουν σε κάποιο συμπέρασμα, καμία από τις δύο πλευρές δεν αισθάνεται σοφότερη. Όμως ο αντικειμενικός στόχος είχε επιτευχθεί: ο «αγώνας» αναβλήθηκε λόγω λογικής.

Η Campbell τη γλίτωσε φτηνά. Ποιος ξέρει τι κατάλοιπα της άφησε η εμπειρία. Το σίγουρο είναι ότι η ίδια, με τα χρόνια, έγινε iconic bitch: έχει δεχτεί δεκάδες μηνύσεις για άδικη και βίαιη επίθεση από πρώην υπαλλήλους, συνεργάτες, αστυνομικούς, αεροσυνοδούς και λοιπούς αναξιοπαθούντες, και έχει κριθεί ένοχη σε δικαστήρια τουλάχιστον τέσσερις φορές. Συνεχίζει.

Ο Tyson τη γλίτωσε ακόμα πιο φτηνά. Και δεν έμαθε τίποτα από την εμπειρία. Το 1992 κρίθηκε ένοχος για βιασμό, καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 6 ετών (αν και εξέτισε μόλις τα μισά). Συνεχίζει.

Ο Ayer έκανε το αδιανόητο: χρησιμοποίησε τη λογική (τον Λόγο) ως όπλο σε μια κατάσταση παράλογη. Τα κατάφερε λογικώς παράλογα. Δύο χρόνια αργότερα πέθανε. Δεν συνεχίζει.

 

Ας ξαναδούμε τη φάση στο VAR

Στην υπό εξέταση φάση, ο γερο-Freddie τα έβαλε με τον Tyson που την εποχή εκείνη έτρωγε σίδερα. Τώρα που ξέρουμε κάπως καλύτερα τον Ayer, το γεγονός δεν μας προκαλεί έκπληξη· αντιθέτως, η αντίδρασή του μας φαίνεται αναμενόμενη: σαν να μην περιμέναμε τίποτα λιγότερο από αυτόν. Η φάση είναι καθαρή.

Νομίζω ότι αν είχαμε προκαταβολικά τα δεδομένα της υπόθεσης, θα είχαμε προβλέψει με ασφάλεια ότι ο φιλόσοφος θα έσωζε το μοντέλο από τις δαγκάνες του πυγμάχου. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι οι φιλόσοφοι είναι άνθρωποι των έργων· δεν είναι. Το περιστατικό απλώς μας δείχνει ότι, όσο απίστευτο κι αν μας φαίνεται κάτι εκ πρώτης όψεως, πάντα υπάρχει μία εξήγηση – αρκεί να ξέρουμε (και να μπορούμε να αξιολογήσουμε) τα δεδομένα. Κι αυτό, όχι πάντα· γιατί σπανίως έχουμε στη διάθεσή μας όλα τα δεδομένα – και ακόμα σπανιότερα μπορούμε να τα αξιολογήσουμε εγκαίρως. Η ανθρώπινη κατάσταση παραμένει απρόβλεπτη εξαιτίας της δικής μας αδυναμίας να την «διαβάσουμε».

Ο τελευταίος  λόγος ανήκει δικαιωματικά στον A.J. Ayer. Την εποχή του «αγώνα» Campbell vs Tyson (που ήρθε ισόπαλος στα σημεία), ο φιλόσοφος-διαιτητής έδωσε μια συνέντευξη στον London Observer όπου, μεταξύ άλλων, δήλωσε:

«Καθώς φαίνεται, αφιέρωσα όλο τον χρόνο μου προσπαθώντας να κάνω τη ζωή πιο ορθολογική, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσω όλοι μου οι κόποι πήγαν χαμένοι».[6]

Με τη δήλωση αυτή μοιάζει να ακυρώνει τη ζωή του. Και δεν ήταν (ρητά) απαισιόδοξος άνθρωπος – αντιθέτως. Σε βάζει σε σκέψεις όλο αυτό. Στο ρινγκ της πραγματικής ζωής, συγκρούστηκαν δύο φθαρτές διασημότητες· μολονότι φαινομενικά ήρθαν ισόπαλοι, συμπεριφέρθηκαν έκτοτε σαν είχαν νικήσει (δηλαδή, δεν κατάλαβαν τίποτα). Ο μόνος που έχασε σε αυτόν τον «αγώνα» ήταν ο διαιτητής.

* * * * *

Υποσημειώσεις:

[1] Ναυαρχούκος: Αναφορά στον Ναύαρχο Γελεβουρδέζο, έναν χαρακτήρα που υποδύθηκε ο Δημήτρης Νικολαΐδης στην ταινία Δεσποινίς Διευθυντής (1964) του Ντίνου Δημόπουλου. Ο Ναύαρχος, όταν στο πάρτι του δύο από τους καλεσμένους του συμπλέκονται, επιχαίρει.

[2] Deep Thought: Υπερυπολογιστής που αναφέρεται στο μυθιστόρημα The Hitchhiker’s Guide to the Galaxy (1979) του Douglas Adams. Τον είχαν κατασκευάσει υπερφυσικής νοημοσύνης εξωγήινοι και είχε το μέγεθος μιας μικρής πόλης. Όταν του ζητήθηκε να δώσει την «απόλυτη απάντηση για τη ζωή, το σύμπαν και τα πάντα», ο Deep Thought, αφού το σκέφτηκε για εφτάμισι εκατομμύρια χρόνια, απάντησε: «42».

[3] Ελληνική έκδοση: Sir A.J. Ayer, Γλώσσα, Αλήθεια και Λογική, μτφρ. Λίζα Τάταρη-Ντουριέ, Τροχαλία 1994.

[4] Logisch-Philosophische Abhandlung: Ο γερμανικός τίτλος του μοναδικού έργου που δημοσίευσε όσο ζούσε ο Ludwig Wittgenstein. Την επόμενη χρονιά (1922) μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον C.K. Ogden  και κυκλοφόρησε ως Tractatus LogicoPhilisophicus.

[5] Ντάνιελ Κλάιν, Κάθε Φορά που Βρίσκω το Νόημα της Ζωής το Αλλάζουν, μτφρ. Πέτρος Γεωργίου, Πατάκη 2016, σ. 207.
[Το βιβλίο του Κλάιν δεν έχει βιβλιογραφία, αλλά κατά πάσα πιθανότητα ο διάλογος προέρχεται από το: Ben Rogers, A.J. Ayer: A Life (1999). Από αυτή τη βιογραφία έχω αντλήσει κι εγώ τα περισσότερα από τα στοιχεία για τη ζωή του Ayer που παρέθεσα σε αυτό το κείμενο.]

[6] Παρατίθεται στο: Κλάιν, ό.π., σ. 208.

* * * * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από τη στήλη Μικροϊστορίες των επιστημών και της φιλοσοφίας

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.