—του Στέλιου Φραγκούλη—
Κάποτε θα είμαι μια μακρόσυρτη δύση που θα κοκκινίζει τις ριγέ πιτζάμες ενός γέρικου ανθρώπου.
Ένα πουλάκι μπήκε χτες στην κουζίνα και χτύπαγε στους τοίχους. Ο γέρος το πήρε στα χλωμά του χέρια και το οδήγησε στο ανοιχτό παράθυρο. «Άντε γαμήσου και συ», κόχλασε ο λάρυγγάς του… «Έλα, Αργύρη, θα πας να πάρεις το παιδί;» ακούει τη γειτόνισσα στο τηλέφωνο. Η Μαιρούλα, που την έβλεπε μωρό να την αλλάζουν, που τη συναντούσε έφηβη στο ασανσέρ, τώρα έγινε γιαγιά και παίρνει τον άντρα της στο καφενείο, του πρήζει τ’ αρχίδια να πάει στο σχόλασμα να πάρει το παιδί. Α, ρε Αργύρη, με τους μπάφους θα πέσουν από πάνω μας όλα αυτά τα στρείδια; Θα πεις βέβαια, εσύ, Σαλαμαλέκουμ, τι στρείδια έχεις; Και δεν έχω, αλλά τα δικά σας στρείδια με κάνουν ένα μόνο γέρο-σκατιάρη που δεν έχει βγάλει από πάνω του τις πιτζάμες κοντά ένα μήνα. Πόσο ύπουλα γέρασα, βρε Αργύρη; Πέρσι ακόμη κατέβαινα για καφέ, τώρα δε μπορώ, θα ‘ναι η ώρα μου φαίνεται. Οι μπανάνες μαύρες στο νεροχύτη τρέχουν ζουμιά και έχουν γεμίσει μυγάκι ψιλό, αυτό που πάει στα φρούτα. Τα μάτια τους έχουν στο κέντρο κάτι σαν πράσινο. Σα να τα θυμάμαι και στα ρόδια, αυτά που κόβαμε πολύ γινωμένα. Εγώ και η Ελένη. Και πηγαίναμε στο φράχτη με τα γουρούνια και τα σκάζαμε πάνω τους σαν αναπαράσταση μελλοντικού δρωμένου, το καζάνι έβραζε και το γουρούνι ξεκοιλιασμένο. Δεν τη θυμάμαι. Τώρα που μου ‘ρθε στο νου έπειτα από τόσα χρόνια, δε θυμάμαι, ήταν… Δε θυμάμαι. Το κορίτσι από τη Βουλγαρία έρχεται δυο ώρες το μεσημέρι, 52 χρονώ, έχει κι αυτή εγγόνια στη Βουλγαρία. Παίρνει 200 ευρώ το μήνα και με σιχαίνεται. Μέχρι πέρσι ήμουν καλά. Τώρα ο γονδολιέρης έχει έρθει και περιμένει. Μα καθυστερώ, θέλω να καταλάβω πια, να καταλάβω το άδειο βιβλίο που δεν ψήλωσα ποτέ να τ’ ανοίξω. Με το μαχαιράκι που κόβομε το ψωμί θα κοπώ, με χαρακίρι θα πετάξω ψηλά, όμως τα γερατειά είναι δειλά και τα φτερά κρεμάνε, αθώο μου κορμί τι συνέβη παιδάκι μου, μόνο εγώ σ’ αναγνωρίζω πια. Θάνατος είναι ο Σπύρος Παπαδόπουλος με τη μαγνητοσκοπημένη αλλαγή της χρονιάς και εγώ κολλάω τη μύτη μου στην οθόνη. Τα κοκαλιάρικα δάχτυλά μου καταλήγουν σε μακριά, στενά νύχια, τα νύχια του παππού μου που σέρνονταν πάνω στο τάβλι μετακινώντας πούλια. Πώς καταδέχεται ο Κόσμος να νικά τόσο φιλήσυχους ανθρώπους; Τέλος πάντων, κοιτάω από ψηλά τους κάδους. Όταν διακομιστώ δε θα με ρωτήσουν για να πετάξουν τις παντόφλες μου και τα πάντα. Θα είμαι σαν διαμελισμένος στα υπάρχοντα ενός γέρου, θα προεξέχω από τις μαύρες σακούλες. Ήρθαν και τα χελιδόνια, πανάθεμά τα, όταν με στενοχωράνε βρίζω, «στην περσινή φωλιά, δε θα ‘ρθουνε φέτος πουλιά», γράφει στον τάφο του Δον Κιχώτη. Όλοι τέτοιοι είμαστε, μυαλό Δον Κιχώτη και καρδιά Σάντσο. Χελιδόνια μού κλέβουν σιγά σιγά το χρόνο για να χτίζουν τις φωλιές τους. Χελιδόνια, σταθείτε να με δείτε, σάς κουνάω το μαντήλι. Θυμήθηκα όταν ήμουν μικρός, στο σπίτι που γεννήθηκα, με έφερνε η γιαγιά μου μπροστά στα εικονίσματα κι ανάβαμε το καντήλι. Ήταν μια θλιπτική φωτιά, όχι σαν αυτή που άναβαν οι γείτονες και ψήνανε τα βράδια. Τα εικονίσματα, φτηνά εικονίσματα, κοιτούσαν σαν παιδιά που δεν καταλαβαίνουν. Ένας Χριστός όμως εκατό και βάλε, ήταν πολύ σκοτεινός. Με αυτόν κουβέντιαζε το μυαλό μου. Ο μυελός του κεφαλιού μου, ο ζελές. Αυτός θα με προστάτευε, Αυτόν έπρεπε να αγαπώ σαν υποτακτικό σκυλάκι, ζητώντας ένα Του χάδι. Όμως αυτό το βλέμμα, μέσα από την εικόνα δεν άλλαζε, δεν συνεκινείτο από την κατατροπωμένη μου αθωότητα. Η γιαγιά, έλεγε «ο Χριστούλης» και τώρα που έχω στεγνώσει το ανακαλώ πλάι στο «Πατερούλης» που λέγανε για τον Στάλιν. Το κάνω εξυπνακίστικα, είναι η μαγκιά των γηρατειών να σαρκάζεις κάθε ελπίδα των συνομηλίκων σου.
Ο χρόνος μας είναι ρηχός, η νεότης δε βρίσκεται στα βάθη του χρόνου, μια λαμαρίνα που αστράφτει στον ήλιο και έχει γεύση σίδερου και αντηλιάς και καίει τα γυμνά πόδια, χωρίς καμία δυνατότητα, χωρίς κατανόηση, επίπεδη σαν λαμαρίνα, στον ρηχό, χλιαρό χρόνο. Η γιαγιά, χωνεμένη από τον χρόνο παρατηρείται στον αστερισμό των αθετημάτων της. Κάτω από εκείνο το μουστάκι που σε κάθε φιλί με τσιμπούσε, στο σφιχτό της στόμα έπαιρνα διαβεβαιώσεις για αγίους που ήταν στο χέρι μου να κερδίσω την έγνοια τους που θα με συνοδεύει σε κάθε βήμα. Φυσικά έφυγα μακριά από τη γιαγιά και δεν πρόλαβα να επιστρέψω, παρά μόνο πολλά χρόνια μετά το θάνατό της, και οι οδηγίες ζωής που φέρνουν στον κήπο σου αυτά τα πουλιά, τους Αγίους, είχαν ξεθωριάσει και δε διαβάζονταν. Αλλά δεν ήταν αυτό, ήταν που στο βάθος ήμουν ένας θεατής τελετουργικού και όχι ένας μύστης. Το μουστάκι της γιαγιάς με έκανε να θέλω να φύγω σε τροπικές θάλασσες με καλύτερες επιδερμίδες και πολύ φως. Αυτό έκανα και να, πάνω από μια λέσχη τώρα, στα Εξάρχεια σιγοσβήνω ακούγοντας τα αποτελέσματα της αναπαραγωγής του Αργύρη. Με λένε Αλέκο, «Σαλαμαλέκουμ», έχει μείνει από κάτι αστεία που κάναμε πριν δεκαετίες…
* * *