—του Στέλιου Φραγκούλη— Και τα παιδιά συνέχισαν να κατεβαίνουν το πεζοδρόμιο και να περνούν απέναντι το μεγάλο δρόμο, με τα ρούχα της πρόσκαιρης μόδας, δεκάδες

Συλλέγει και γράφει ο Στέλιος Φραγκούλης
—του Στέλιου Φραγκούλη— Και τα παιδιά συνέχισαν να κατεβαίνουν το πεζοδρόμιο και να περνούν απέναντι το μεγάλο δρόμο, με τα ρούχα της πρόσκαιρης μόδας, δεκάδες
—του Στέλιου Φραγκούλη— Ο pool grandpa έτρεμε απ’ το κρύο χτενίζοντας τη γαλάζια επιφάνεια του νερού. Κίτρινα φύλλα ήταν στρωμένος ο πάτος και πευκοβελόνες, μα
—του Στέλιου Φραγκούλη— Τα ψάρια κάθονταν ακίνητα, κοιμούνταν και ο βόμβος της συσκευής καθαρισμού του μικρού ενυδρείου έμοιαζε με ησυχία, ή ροή αίματος που ακούς
—του Στέλιου Φραγκούλη— Το πουλί του τράγου μπαινόβγαινε στον αέρα σα λεπτό σουβλί. Το κερασφόρο κεφάλι ψηλά οσμιζότανε λαίμαργα, γλείφοντας ταυτόχρονα στον αέρα, ενώ τα
—του Στέλιου Φραγκούλη— Ο ήλιος βγαίνει και τα ψηλά βουνά φωτίζονται σαν ανάποδα, ο ήλιος βγαίνει μέσα από τη θάλασσα και χάνεται νωρίς πίσω απ’
—του Στέλιου Φραγκούλη— Ο κύριος Βασίλης μάζεψε μια ελιά από κάτω, μια χαμάδα, που μάθαμε να λέμε και μεις τα κολεγιόπαιδα. Τη μασούλησε με το