—του Στέλιου Φραγκούλη—
Μιλάς με συγκατάβαση, το πρόσωπο σε απωθεί σαν ωμό αυγό. Κρύβοντας την αποστροφή σου γιατί φιλοξενεί το Σώμα, είναι η αίσθηση ότι το σώμα φιλοξενείται, από το πρόσωπό του. Το πρόσωπο είναι μια κουτή και απωθητική θεία που κηδεμονεύει τον έρωτά σου. Κάθεται μαζί κι αυτή στο σαλόνι και σάς κάνει παρέα.
Τα κύματα μιας θάλασσας που αλλάζει, μονότονα όταν δεν ταξιδεύεις απάνω τους, είτε η ρυθμική ανάσα του ύπνου της θάλασσας, είτε το επαναλαμβανόμενο σκάσιμο της τρικυμίας, καταπληκτική ενέργεια τόνων νερού που εναποθέτει ή ξεβράζει στην ακτή ένα σώμα αλήθειας και μπορεί να το βρεις με την προϋπόθεση ότι σ’ αρέσει να περπατάς στην ακτή κάποτε μέσα στη μέρα. Είναι όμως έτσι ή και πάλι πρόκειται για άμορφες μάζες που θυμίζουν τυχαίες μορφές σαν τα σύννεφα; Τώρα αυτό το σύννεφο, η κυρία στο ταμείο, που τόσο έμοιαζε αυτά που μπόρεσα να πω, ήδη αλλάζει, χάνει το σχήμα και μένω σαν άνθος ανεπικονίαστο, καθώς η μέλισσα δεν άφησε την απαραίτητη γύρη. Σαν χρόνος ονείρου τα λίγα λεπτά αναμονής στο ταμείο, η κυρία βάζει τα πράγματα στις σακούλες. Χάθηκε το αίσθημα, γλίστρησε σαν το φίδι έξω από το δέρμα του και μου έμεινε το δέρμα, η στεγνή διατύπωση ότι κάποτε ορισμένα πρόσωπα είναι τόσο ξένα που μοιάζουν να φιλοξενούν τα σώματά τους.
Ορισμένες ιδιαιτερότητες έκαναν το μουτρωμένο πρόσωπο της ταμεία αδιέξοδο, όπως οι θηλυκές ύαινες κατέχουν την υψηλή ιεραρχία στην αγέλη με αυτά τα τεράστια όργανα που ο ανίδεος θεατής περνάει για πέη, ενώ είναι κλειτορίδες, η ταμίας διέθετε κάτι ασυνήθιστα μεγάλο που σού επιβαλλόταν με την αποστροφή του. Τα σόγια κάνουν κρέας με άσπρη σάλτσα σε πορσελάνινα σερβίτσια αγορασμένα ευκαιρία και περνούν το απόγευμα πίνοντας καφέ με πνιχτά ρεψίματα και καούρες. Τα θολωμένα βλέμματα, τα καρφιτσωμένα χαμόγελα, τα ακυβέρνητα παιδιά, η ζωή χωρίς ιδανικότητες διασφαλίζουν στο κορίτσι μια θέση ταμεία στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς. Είναι γεροντοκόρη, αναπνέει τον βαρύ και μισοσκότεινο αέρα του πατρικού της. Ή έχει δυο παιδιά και μένει στον από πάνω όροφο, με τον άνδρα όλη μέρα στον καναπέ, στο κινητό, υποχρεωμένο να ζει παρά φύση, σαν αρσενικός κροκόδειλος που τον υποχρέωσαν να φροντίσει τα παιδιά του. Ως τη νύχτα κυριαρχεί η δυνατή φωνή της τηλεόρασης. Πώς συνουσιάζονται αυτά τα παράξενα πλάσματα; Διεγείρονται πολύ κάτω από την ίσαλο γραμμή της αισθητικής, όπως ένας αρσενικός σκύλος που δε νιώθει εμφάνιση των πραγμάτων; Το αγοράκι έχει κληρονομήσει το τερατώδες χαρακτηριστικό της μητέρας του. Περιφέρεται στην αυλή του σχολείου με βλακώδη, ιδρωμένο αυχένα, παρέα με έναν δεύτερο ξάδερφο κι έναν κολλητό, ψάχνουν στο τσιμέντο και πατούν μυρμήγκια…
— Με συγχωρείτε, πώς είπατε;
— Σακούλες;
— Α, ναι… Τέσσερις!
Αρχίζει να χτυπάει, δύστροπη στις κινήσεις, πετάει τα πράγματα που είναι πλέον δικά μου, για τα οποία δούλεψα, ανέχτηκα, αναγκάστηκα, με μια κακομεταχείριση προσβλητική, σαν να αντιπαθεί το παιδί μου. Δεν έχει ανάγκη από καμιά σύμβαση, δε φοβάται τίποτα, τίποτα δεν έχει να χάσει γιατί η φύση δεν της χαρίστηκε. Ούτε ένα γραμμάριο έτοιμης συμπάθειας δεν της ενστάλαξε όταν έκλαιγε στην κούνια της, μωρό αποκρουστικότερο της θλιβερής οικογένειάς της. Εγώ, είμαι ένας μέτριας εμφάνισης άνδρας που δεν τής χαμογέλασε ΠΟΤΕ κι άρα κι αυτή ποτέ της δε θα μου χαμογελάσει. Είμαι η κούρασή της στο ταμείο, τα νεύρα του εγκεφάλου και των δαχτύλων, μια μισητή υποχρέωση και μου φέρεται με τη μέγιστη αντιπάθεια.
— Τόσο.
— Πόσο είπατε;
— Τόσο.
— Ορίστε.
— (Ρέστα κι απόδειξη).
— Ευχαριστώ
Καημενούλα μου, «όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει, θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά και θα ‘ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου…», καημενούλα μου από νωρίς έμοιασες σαν τη γιαγιά σου, άφησες τις καρδούλες και τα χρωματιστά τετράδια, τα χέρια σου τράβηξαν κατά τα φασολάκια σαν θανατηφόρα χελιδόνια και σαν ανυπόφοροι ουρανοί.
* * *