—του Στέλιου Φραγκούλη—
Μιλάς, η απουσία κρέμεται στο τσιγκέλι. Σαν το -1 σου καπνίζεις τρία πακέτα την ημέρα. Άνοιξα τον καταψύκτη, αυτός ο παγωμένος Άδης, αυτός ο τάφος γεμάτος κεφάλια που κοιμούνται στον ουρανό. Εγώ είμαι η λίμνη σου και βγαίνω μέσα απ’ τα νερά.
Η παπαδιά ήθελε λίγο αίμα να διώξει τη μελαγχολία. Σ’ αυτό το ήσυχο τοπίο ο θάνατος τείνει να χάνει τη σημασία του. Είναι μια αλυσοδεμένη ψυχή κι ο δράκος πλησιάζει παγώνοντας τα φύλλα στα κλαριά, τον ήλιο σφηνωμένο στον ορίζοντα.
Η παπαδιά στο βάθος ήθελε λίγο αίμα, να ανακατέψει φρέσκο πόνο στη γούβα με τις καλαμιές. Ήμερη γριούλα στο συρματόπλεγμα του κόσμου, θα Τον ακολουθήσει μια μέρα κι αυτή, θα περάσει μέσα από το γρασίδι ως κάτω από την καρυδιά, κοντά στη βρύση με το κρύο νερό που κρέμεται το τσιγκέλι.
Δε βαριέσαι, ο παπάς πίνει τον καφέ του και φαντάζεται.
Τα χρόνια πέρασαν και το νερό έχει λιγοστέψει. Η Άννα ερωτεύεται τους μελλοθανάτους, εξομολόγος και δήμιος, μάνα-δήμιος. Όμως ας μας επιτραπεί να την αγαπήσουμε. Μέσα στα στενά περιθώρια του ανθρώπου η μεγάλη της ψυχή ατακτεί λατρεύοντας τον μελλοθάνατο. Μέσα στην ψυχή της είναι κομμένες οι επικοινωνίες. Φυλάει τα δάκρυά της ώσπου η καρδιά της ξεραίνεται στο τέλος.
Μάλλον θα χρειαστεί την αλαζονική συμπόνια μας που ζητάει πίσω τον πόνο ξένων εγκλημάτων και αψηφά τη μεγάλη εμπλοκή να την πληρώσουμε στο τέλος. Άλλωστε δεν είναι και τόση η διαφορά από πόστο σε πόστο.
Οι γέροι της λουτρόπολης, μας είπε ο ξενοδόχος, τρελαίνονται για γουρουνοκέφαλα. Κι αυτός φροντίζει να γεμίζει τον καταψύκτη. Μάρτυς μου ο Θεός, έτσι είπε. Η Άννα βράζει κάθε βράδυ κεφάλια, με κανέλα. Ο Γιάννης και η Άννα, ανίψια της παπαδιάς. Πίνουν και τρώνε, γελάνε και μετά πλαγιάζουν για να σηκωθούν νωρίς να μπουν στις δεξαμενές που μυρίζει θειάφι σαν κλούβιο αυγό, πολλοί, ορθοί, κουβεντιάζοντας.
Αυτός είναι ο άδειος τόπος. Ψαύει τα άδεια βλέμματά τους. Κι από την άλλη το όλο ζήτημα είναι μια προδοσία. Τα χάδια του χρόνου στα αγαπημένα του παιδιά, τα δώρο της δύναμης, όνειρα… Κατόπιν αρχίζει να τρώει τις μορφές και να τα παίρνει όλα πίσω.
Κι αυτό το βιβλίο που διαβάζω τις νύχτες, Τελευταία Λόγια… Κάποιοι στο τέλος είπανε πολύ σπουδαία πράγματα. Κάποιοι άλλοι είπανε απλώς «μαμά» όπως στην αρχή.
Μακρινές φωνές γλάρων και ήσυχη ανάσα της θάλασσας. Ένα κουκούτσι ροδάκινο. Ένας πενηνταπεντάρης όλος λίπος, με ξυρισμένο κεφάλι και περασμένους κρίκους στις θηλές βγάζει τα καστόρινα μοκασίνια του και μπαίνει αργά στο νερό. Οι θηλές ερεθισμένες. Ένας ξεχασμένος σύντροφος του Οδυσσέα. Η θέληση σαν ναρκωμένο φίδι τυλίγει τα μέσα σου και παραλύεις. Το φιλμ του βωβού, γρήγορα, πέφτει, ούτε μια λέξη πια, ένα ραγδαίο σύρσιμο των υλικών του θανάτου, των αθώων του κόσμου ξύλων και σίδερων, ένα ταξίδι τυφλό, μια ακοή άλαλη, μια αίσθηση απερίγραπτη.
Του φεγγαριού το φως κλαίει ολομόναχο. Κι ο Θεός στο θρόνο της αβύσσου κοιτάζει το άχρηστό Του τρανζιστοράκι.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη