Κατηγορία: Short stories
-

Πώς να γίνετε ένας ευπώλητος συγγραφέας
—του Σπύρου Παύλου— Θα απαντήσω στην ερώτησή σας. Δεν έχω αναφερθεί ποτέ σ’ αυτή μου την ιδιότητα και σας ευχαριστώ πολύ που μου δίνετε την ευκαιρία να την αποκαλύψω. Από μικρός ήθελα να κάνω κάτι μαγικό. Όταν λοιπόν ενηλικιώθηκα, τελειώνοντας το Λύκειο, αποφάσισα να γραφτώ σε σχολή μαγικής τέχνης. Μετά από δύο χρόνια φοίτησης, απόκτησα…
-

Ταξίδι 8 χιλιομέτρων
—της Κλειώς Ευαγγελάκου— Ξυπνά το πρωί με κεφάλι βαρύ από την υγρασία και τη συννεφιά, περάσαμε τα μισά του Οκτώβρη και ο χειμώνας αρχίζει δειλά δειλά να κάνει την εμφάνισή του. Νωχελικά σηκώνεται από το κρεβάτι με διάθεση να ξαναπέσει αλλά είναι καθημερινή και πρέπει να πάει στη δουλειά. Πρέπει σύντομα να φάει πρωινό, να…
-

Η ψαρόσουπα
—της Ερασμίας Κρητικού— Ο μπαμπάς μου είναι ψαράς στην ψυχή. Πούλησε τα ενοικιαζόμενα αυτοκίνητά του κι αγόρασε μια βάρκα και μια επαγγελματική άδεια αλιείας να βρει την ηρεμία του. Και την βρήκε. Όταν ήμουν μικρή γκρίνιαζα που ξανά έχουμε ψάρι για μεσημεριανό, τώρα τον κυνηγάω και δεν μου δίνει. «Μαρή τώρα δα μοσχοπουλιούνται» ή…
-

TRAPPIST-1
—του Γιώργου Γλυκοφρύδη— «Ο TRAPPIST-1, ο 2MASS J23062928-0502285, να τον πω αλλιώς, δηλαδή, μπας και με προσέξεις, είναι ένας παγωμένος, λευκός, νάνος. Στα 39 έτη φωτός, 12 παρσέκ…» Τον διέκοψε. Αλλά χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. Ακίνητη. Καθισμένη επακριβώς στις 90 μοίρες. Μετρημένη ορθή γωνία η πλάτη της. Με τη σπονδυλική στήλη καμπύλη συστήματος…
-

Οικογενειακό γεύμα
—της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου— Κανείς δεν το περίμενε τέτοιο πράμα από τον θείο Ζαφείρη. Όχι ότι εμφανίστηκε απρόσκλητος στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι του σογιού, ενώ ήταν σαράντα χρόνια πεθαμένος – εντάξει, και αυτό, αλλά κυρίως κανείς δεν περίμενε αυτή τη συμπεριφορά. Άνοιξε την πόρτα μόνος του (ή μπορεί και να πέρασε από μέσα), διέσχισε το χολ και…
-

Η ντροπή των πραγμάτων
–ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα του Γιώργου Θεοχάρη– στην παρέα της 26ης Δεκεμβρίου ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Δεν έπρεπε να γεράσεις προτού βάλεις μυαλό. –Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Βασιλιάς Ληρ, I.5 Παραμονή Στέκεται για πρώτη φορά στη ζωή του σε ουρά αναξιοπαθούντων: και μόνο η λέξη τον κάνει να αισθάνεται αξιολύπητος. Μπροστά του ένας νεαρός διαβάζει από ένα βιβλίο κουνώντας τα χείλη…
-

Ο Οδυσσέας δεν διάβαζε Όμηρο
—της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου— Στράγγιξε τις τελευταίες σταγόνες κρασί από την κούπα του και έμεινε μισογερμένος στο ανάκλιντρο χαζεύοντας απλανώς το λίπος της ψητής προβατίνας να στερεοποιείται στην πιατέλα με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Για τον Οδυσσέα, αυτή ήταν η πιο ωραία ώρα: η Πηνελόπη είχε ήδη αποσυρθεί, οι υπηρέτες είχαν μάθει πια και δεν έσπευδαν…
-

The Dragon Effect
—ένα διήγημα του Γιώργου Γλυκοφρύδη— Έβρεχε αρκετά. Αν και όχι ενοχλητικά. Μπορούσες άνετα να περπατήσεις. Και ήταν έως και όμορφα. Αν και όχι και τόσο γιατί ήταν νύχτα. Και είχε και βαριά ομίχλη και κρύο. Βροχή και ομίχλη πώς συνδυάζονταν, δεν του ήταν εύκολο να καταλάβει, αλλά, συνέβαινε, τι να γίνει. Και το νερό της…
-

Ανάποδα
—της Ούρσουλας Φωσκόλου*— Στο κέντρο της πολύβουης πλατείας, ο άντρας κράδαινε τα πλαστικά, κούφια κουτάλια, φτιάχνοντας φούσκες διάφανες και ιριδίζουσες, που τις παράσερνε ο αέρας στα κεφάλια των περαστικών. Μία απ’ αυτές ήρθε και στάθηκε μπροστά μου, ακίνητη. Κοίταξα λίγο μέσα της κι είδα το καλοκαίρι: ζεστό, κολλώδες και υγρό, γεμάτο έξαψη, όμως ανεστραμμένο. Είδα…
-

Στο γκισέ
—της Βυζαντίας Πυριόχου Γκυ— Μιας και δεν μου έταξες ταξίδια – μιας και δεν μου πήρες δώρα – μιας και δεν μου έσκαγες χαμόγελα τα πρωινά – πέρασε έτσι ο καιρός, χαμένος, σκοτεινός. Σε ένα παλιογκισέ μιας παλιοτράπεζας, να σε κοιτώ και να σπαράζω. Κάθε μέρα στο γκισέ σου – και όταν άδειαζε άλλη ουρά,…
-

Κιθάρα, Μπάσο, Ντραμς
—του Γιώργου Θεοχάρη— στη φίλη μου Αμαλία, ετών 2· παρακαταθήκη «Παίδες, ο Μπακ πουλάει τα όργανα! Διαλύθηκαν οι Βαρεμένοι!» Οι Βαρεμένοι είναι (ήταν, κατά πώς φαίνεται) το ροκ συγκρότημα της γειτονιάς. Ο Μπακ είναι ξάδερφος του Ταφ που παίζει (έπαιζε, εντάξει) κιθάρα στους Βαρεμένους. Ο Ταφ είναι αυτός μπήκε φουριόζος και αναψοκοκκινισμένος στο δωμάτιο του…
-

Αγιολογίες
—της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου— Είναι ο Νικόλαος και ο Βασίλειος. Κάθονται στα συννεφένια σκαλάκια του Παραδείσου – γύρω τους, αγγελάκια κουρντίζουν τις λύρες τους, τσιμπολογούν τα φτερά τους και τυλίγουν τροφαντά δαχτυλάκια γύρω από τις μπούκλες τους. Οι δύο άγιοι ατενίζουν τον κόσμο κάτω. Ο Νικόλαος, αν δεν ήταν πνεύμα και είχε πόδια –έστω και ένα…