Φωτογραφίες από το εξωτικό Αφγανιστάν

—του Γρηγόρη Καραγρηγορίου—

01
© Steve McCurry, “Afghan Girl”, 1984

Εξωτικός σημαίνει ξένος. Υπάρχουν βαθμίδες στην εξωτικότητα, ας πούμε πέντε. Μια το ξένο αλλά αμυθοποίητο, να έχω ελπίδες να το αγγίξω, η απτή εξωτικότητα. Μια το κοντινό ξένο, που όμως έχει γίνει ήδη μύθος και στέκει ανέγγιχτο από δέος, η εγγύς εξωτικότητα. Άλλη μια η φαντασιακή, αυτή που καταλαβαίνεις αλλά δεν ανήκει στην πραγματικότητα σου, η άλλη η ακατάληπτη που επιπλέον όλων δεν μπορείς να επικοινωνήσεις και τέλος το Ξένο, το απόλυτα άγνωστο, ασυνείδητο κι εκτός της ανθρώπινης εμπειρίας, αυτό που δε γνωρίζει και δεν αναγνωρίζεται στον κόσμο και δεν μπορείς ούτε να το αντικρίσεις, αυτό που θεοσοφιστές, σαμάνοι και ψυχαναλυτές ψάχνουν να βρουν σε πλούσιους, νέους κι ωραίους με άγνοια κινδύνου. Και που στους υπόλοιπους παραμένει πάντα κι οριστικά ξένο. (Ας το πούμε με διάθεση εξωτικότητας Djur αν και πολλοί θα θεωρήσουν περιττή εκζήτηση την ονοματοδοσία. Επιφυλάσσομαι, όλα είναι περιττά και άρτιος κανείς, ανάλογα που σε πετυχαίνει).

Γεννήθηκε πάνω κάτω το 1972, αν και δεν ξέρει πότε κι ούτε θα μάθει που αρχίζει ο χρόνος της, γιατί βέβαια δεν την νοιάζει. Και γιατί οι γονείς της δεν θα της το πουν αφού σκοτώθηκαν από ένα ελικόπτερο. Δεν ήξερε τι είναι ελικόπτερο κι ούτε θα μάθαινε αν δεν γεννιόταν στο μέρος που οι πέτρες του κόσμου τρίβονται εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Επίσης δεν ήξερε τι σημαίνει Σοβιετική Ένωση, ποιος είναι ο Ronald Reagan, τι είναι γεωπολιτική και τι Μέση Ανατολή και τι η κυριαρχία πάνω στους δρόμους του πετρελαίου. Για αυτήν ήταν Djur, το απόλυτα Ξένο, έξω από κάθε ελπίδα κατανόησης. Ένας λόγος παραπάνω, γεννήθηκε στην κατηγορία θήλυ και αυτό είναι μιαν άπαξ και τυχαία κρίση βαριά και δύσκολη σε αυτά τα μέρη. Που αρχικά σε αποκλείει από κάθε δυνατότητα να καταλάβεις τέτοιες ή άλλες έννοιες. Να φοράς μπούργκα. Να κάνεις παιδιά και να τα μεγαλώνεις. Να υπομένεις. Αυτά αρκούν για γνώση του κόσμου. Ο κόσμος περικλείεται στα βράχια, τον σύζυγο, τα παιδιά και τον ορίζοντα γεμάτο βουνά. Μετά ήρθε το ελικόπτερο.

Ο Steve McCurry είναι φωτογράφος και γνωρίζει τον κόσμο και λίγο από τον χρόνο καλά. Βρέθηκε στο στρατόπεδο Nasir Bagh στα σύνορα του Πακιστάν, το 1984. Για το κοινό του National Geographic που περίμενε τις φωτογραφίες του, ο ψυχρός πόλεμος είναι μια πραγματικότητα, το Βιετνάμ είναι απτή εξωτικότητα, την βλέπει στο βλέμμα των βετεράνων που ζουν δίπλα (ξεχνώντας λίγο τους Βιετναμέζους, άλλη ιστορία αυτή) αλλά ο τρέχων πόλεμος είναι μακριά. Για να πάρει μορφή και κατηγορία θα πρέπει να γίνει μύθος, να αποτυπωθεί. Ο McCurry γυροφέρνει τους εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και προσπαθεί να σταματήσει τον χρόνο στο μύθο. Να κάνει τον χρόνο ξένο, εξωτικό. Στη σκηνή που χρησιμεύει για σχολείο θα ακούσει την ιστορία της μικρής που ήρθε με την γιαγιά της από το δρόμο μέσα στα βουνά, εβδομάδες στο χρόνο και πεζή στον τρόπο, να κρύβεται στις σπηλιές όποτε ακούει ελικόπτερο ή αεροπλάνο. Δεν του κάνει εντύπωση, περιττό να το πούμε. Είναι η αρχέτυπη ιστορία, την έχει ακούσει χιλιάδες φορές, έχει κάνει ήδη πολλά και θα κάνει άλλα 50-60 ταξίδια σε εμπόλεμη ζώνη και κυρίως στα μετόπισθεν, σε εξωτικά μέρη, σε εξωτικούς πολέμους και θα μιλήσει σε εξωτικούς ανθρώπους. Αυτό που του κάνει εντύπωση είναι το χρώμα. Των ματιών και της μαντίλας. Και βγάζει φωτογραφίες, όπως συνηθίζει, χωρίς στήσιμο. Η μικρή τον κοιτάει θυμωμένη. Την ενοχλεί. Θα το θυμάται. Ο χρόνος σταμάτησε για λίγο.

Η φωτογραφία είναι χρόνος. Εξωτικός χρόνος που μας διαφεύγει, περνά αόρατα την καθημερινότητά μας, δεν μπορεί η αντίληψη μας να τον νοιώσει. Όλες οι φωτογραφίες είναι εγγενώς ψεύτικες και βαθειά εξωτικές. Σαν μια τίγρη εξωτικές. Ψεύτικες σαν την ανάμνηση της τίγρης στο μυαλό ενός τυφλού, ενός τυφλού που δεν έχει δει ποτέ τίγρη. Αν σας φαίνεται γρίφος, ας το λύσουμε εδώ και τώρα. Ο χρόνος είναι αυτός που είναι, τελική κρίση, αναπόφευκτη κατάρα, ξεκινάει εκεί που δεν μπορούμε να θυμηθούμε και τελειώνει σίγουρα εκεί που είναι αδύνατο να ζήσουμε. Έχει τρεις ποιότητες που δεν αλλάζουν, μια ότι πάει μόνο μπροστά, μια ότι πάντα περνά και χάνεται και δε σταματά και μιαν ακόμη ότι έχει ένα περιέργως κι άθελά μας συγγνωστό αλλά πασίγνωστο προσωπικό τέλος, τον θάνατο. Η φωτογραφία είναι απόλυτα εξωτικός χρόνος γιατί αντιπαλεύει όλες τις ποιότητες του χρόνου. Είναι εκεί και κοροϊδεύει την ροή, παγωμένη κι άφθαρτη πλατωνικά, δεν προχωρά, δεν έχει play, δεν έχει pause, rewind, δεν έχει fast forward, δεν έχει τέλος, δεν πεθαίνει(ς), είναι έρωτας που νικά τον θάνατο. Ο χρόνος είναι η τίγρη που με καταβροχθίζει, το ξέρω, αλλά βλέπω την φωτογραφία και καταλαβαίνω, εγώ είμαι η τίγρη.

Το 2002 ο McCurry θα γυρίσει άλλη μια φορά στο στρατόπεδο προσφύγων. Το “Afghan Girl” έχει βγει στο εξώφυλλο του Ιουνίου 1985 του National Geographic και έχει γίνει η πιο αναγνωρίσιμη φωτογραφία στον κόσμο για δυο δεκαετίες. Έχει γυρίσει πολλές φορές να βρει τη μικρή, αλλά πάντα αποτυγχάνει. Δε σκέφτηκε όταν την έβγαλε το μέγεθος της επιτυχίας. Τι είναι αυτό που μαγεύει τον δυτικό σε αυτήν τη φωτογραφία; Η ανθρώπινη ιστορία; Λίγοι την γνωρίζουν. Το δράμα των προσφύγων; Ναι, αλλά υποσυνείδητα η φωτογραφία είναι γεμάτη χρώματα, δεν βγάζει τόσο δράμα, άσε που λίγοι έκαναν τον κόπο να διαβάσουν ότι πρόκειται για πρόσφυγα. Το ταλαιπωρημένο βλέμμα ενός παιδιού του πολέμου, η χαμένη παιδικότητα; Ναι, προφανές, αλλά γιατί αυτού του παιδιού; Το βλέμμα; Ναι, σίγουρα, το βλέμμα. Η εγγύς εξωτικότητα του βλέματος. Το ξένο αλλά κοντινό, το μυθικό βλέμμα. Το σοφό βλέμμα της κούρασης, του θυμού. Το χρώμα των ματιών, που αμφισβητεί την εικόνα για τους εξωτικούς μαυριδερούς Αφγανούς, το χρώμα των ρούχων με τις τρύπες που επιβάλει σεβασμό. Το απροσπέλαστο του προσώπου, το εξωτικό της ανθρώπινης ύπαρξης, του άλλου; Του κάθε άλλου τελικά;

© Steve McCurry, “Sharbat Gula”, 2002
© Steve McCurry, “Sharbat Gula”, 2002

Θα την βρει. Θα της στείλουν μήνυμα και θα έρθει, δέκα μέρες πορεία στα βουνά από το χωριό της με τον άνδρα της. Θα τραβήξει την μπούργκα της για να ξαναφωτογραφηθεί. Θα είναι η δεύτερη φορά στη ζωή της και θα δηλώσει ότι επιθυμεί να είναι η τελευταία. Θα πάρει υποσχέσεις για βοήθεια στα παιδιά της και μια ραπτομηχανή. Θα δώσει το όνομά της : Sharbat Gula. Θα πει την ιστορία της. Θα πει αυτό που περιμέναμε, δεν έμαθε ποτέ πόσο διάσημη ήταν. Ακόμη και τώρα αδυνατεί να το κατανοήσει. Στην ερώτηση ποια είναι η καλή ζωή που θα ζητούσε για τα παιδιά της, θα απαντήσει απλά: η ζωή χωρίς βομβαρδισμούς. Στην φωτογραφία του 2002 ο McCurry παίζει πάλι με το χρόνο. Όχι γιατί πηδάει 18 χρόνια αλλά γιατί προσπαθεί να ικανοποιήσει την ματαιοδοξία του θεατή ότι, ναι, ο χρόνος υπάρχει ακόμη και για τις φωτογραφίες, όχι μόνο για μας τους ανθρώπους, είναι κι οι φωτογραφίες θνητές. Η Sharbat Gula έχει μεγαλώσει, το πρόσωπο είναι πιο βασανισμένο, το βλέμμα πάλι εξωτικό αλλά με λιγότερη λάμψη. Δεν είναι πια εκθαμβωτική, είναι μια ταλαιπωρημένη Αφγανή. Το ρούχο, η μπούργκα που έχει τραβηχτεί για το σκοπό της φωτογράφησης και μόνο, είναι βαμμένη με χρώμα λιγότερο φωτεινό. Συγνώμη θεατές, συγνώμη Steve. Αυτή η φωτογραφία, της απομυθοποίησης μου αρέσει περισσότερο. Οι Αφγανοί δεν είναι όντα εξωτικά. Δεν βρίσκω κατηγορία εξωτικότητας να βάλω την συνομήλικη μου κυρία Sharbat Gula.

Εκεί που θα έπρεπε να τελειώσει η ιστορία και να βάλουμε τις τελικές σημειώσεις (θα είναι χρήσιμες), μιαν ακόμη ματιά σε μια φωτογραφία με το εξωτικό θέμα Afghan Girl. H Bibi Aisha φωτογραφήθηκε από την Jodi Bieber. Η Bibi Aisha παραμορφώθηκε από τον Taliban άνδρα της και την οικογένειά του. Προσπάθησε να φύγει γιατί την βασάνιζε καθημερινά. Άλλη λύση στα βράχια του εξωτικού χωριού της δεν υπήρχε. Την έπιασαν και την τιμώρησαν. Στη φωτογραφία τα μάτια δεν είναι γκριζοπράσινα. Το βλέμμα για ένα περίεργο λόγο δεν έχει φόβο, ούτε θυμό. Μετά από άλλα βάσανα και με τη βοήθεια της φωτογράφου τώρα έχει έρθει η κάθαρση. Έχει νέο πρόσωπο, πηγαίνει σχολείο, πήρε διαζύγιο και έχει και κάποιες λογικές ελπίδες για το μέλλον.

03
© Jodi Bieber, “Bibi Aisha”, 2010.

Επιμένω, οι Αφγανοί δεν είναι όντα εξωτικά. Κάποιοι άνθρωποι όμως, ανεξάρτητα από τόπο και χρόνο είναι εξωτικοί. Είναι Ξένοι, είναι απόλυτα άγνωστοι, ασυνείδητοι κι εκτός της ανθρώπινης εμπειρίας. Δεν αναγνωρίζουν, ούτε αναγνωρίζονται στον κόσμο και δεν μπορείς ούτε να τους αντικρίσεις. Λυπάμαι γι’ αυτό και κάτι πρέπει να κάνουμε. Αλλά κάποιοι άνθρωποι είναι Djur.

*** Τα εύσημα στον Jorge Luis Borges και Orson Scott Card για την απόλαυση και την έμπνευση.
*** Για να βοηθήσετε την Bibi Aisha και γυναίκες από το Αφγανιστάν, πατήστε εδώ.
***Το National Geographic έχει κάνει επίσης ένα ίδρυμα που χρηματοδοτεί εκπαιδευτικές δραστηριότητες για τα παιδιά του Αφγανιστάν προς τιμήν της Sharbat Gula. Πληροφορίες στο site: http://www.nationalgeographic.com

dim/art – iconic image

5 comments

  1. Παράθεμα: Στο παζάρι | dimart

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.