Georges Simenon, 1903-1989
O Ζωρζ Σιμενόν, δημιουργός του θρυλικού επιθεωητή Μαιγκρέ —που πέθανε σαν σήμερα, στις Σεπτεμβρίου 1989— το καλοκαίρι του 1955 έδωσε συνέντευξη στον Carvel Collins* για τη στήλη The Art of Fiction του Paris Review (τεύχος 9). Η κουβέντα τους έγινε στο σπίτι του Simenon στο Κονέκτικατ της Αμερικής, όπου ζούσε o βέλγος συγγραφέας από τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Η Μαρία Τσάκος μετέφρασε για το dim/art τα πιο ενδιαφέροντα αποσπάσματα της συνέντευξης εκείνης.
GEORGES SIMENON: Μια γενική συμβουλή που μου έδωσε μια συγγραφέας και μου έχει φανεί πολύ χρήσιμη. Είναι από την Κολέτ: [Sidonie-Gabrielle Colette (1873 –1954) πιο γνωστή για το βιβλίο της Gigi στο οποίο βασίστηκε το ομώνυμο μιούζικαλ]. Έγραφα τότε μικρά διηγήματα για την Le Matin και η Colette ήταν η συντάκτης υπεύθυνη για τη λογοτεχνία. Της έστειλα, θυμάμαι, δύο κομμάτια και μου τα επέστρεψε. Προσπάθησα ξανά και ξανά. Τελικώς μου είπε: «Λογοτεχνίζουν υπερβολικά». Έτσι ακολούθησα τη συμβουλή της. Και είναι επίσης η κυριότερη δουλειά που κάνω στη φάση της διόρθωσης ενός βιβλίου που μόλις τελείωσα.
CARVEL COLLINS: Τι εννοείτε «λογοτεχνίζουν»; Τι κόβετε, ορισμένου είδους λέξεις, φέρ’ ειπείν;
GS: Επίθετα, επιρρήματα και οποιαδήποτε λέξη είναι εκεί μόνο για να κάνει εφέ. Κάθε πρόταση η οποία βρίσκεται εκεί μόνο για να βρίσκεται. Καταλαβαίνετε τι εννοώ: Βλέπεις ωραία πρόταση; Κόψ’ την. Εγώ κάθε φορά που θα βρω τέτοιο πράγμα μέσα σ’ ένα από τα βιβλία μου, το κόβω.
CC: Αυτό κάνετε ουσιαστικά στη διόρθωση του βιβλίου;
GS: Σχεδόν αποκλειστικά και μόνον αυτό.
CC: Δεν κάνετε αλλαγές την πλοκή;
GS: Ούτε που την αγγἰζω. Ίσως να διορθώσω κάποιο όνομα που έχω κάνει λάθος. Να έχω, ας πούμε, ένα γυναικείο χαρακτήρα με το όνομα Ελέν στο πρώτο κεφάλαιο και να εμφανίζεται κατά λάθος ως Σαρλὀτ στο δεύτερο. Οπότε αυτό το φτιάχνω στη διόρθωση. Κατά τα λοιπά: κόβω, κόβω, κόβω.
CC: Καμία άλλη συμβουλή για αρχάριους συγγραφείς;
GS: Το γράψιμο θεωρείται επάγγελμα, εγώ όμως δε νομίζω πως είναι επάγγελμα. Νομίζω ότι όποιος δεν έχει ανάγκη να γράψει, όποιος πιστεύει πως θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε άλλο, οφείλει να επιλέξει να κάνει αυτό το άλλο. Το γράψιμο δεν είναι επάγγελμα αλλά ροπή προς τη δυστυχία. Δεν πιστεύω πως ένας καλλιτέχνης μπορεί ποτέ να είναι ευτυχισμένος.
CC: Γιατί όχι;
GS: Γιατί, πρώτα απ’ όλα πιστεύω πως αν κάποιος έχει την ανάγκη να γίνει καλλιτέχνης, αυτό σημαίνει πως έχει ανάγκη να βρει τον εαυτό του. Κάθε συγγραφέας ψάχνει να βρει τον εαυτό του μέσα στους χαρακτήρες του, μέσα σε ό,τι γράφει.
CC: Γράφει για τον εαυτό του;
GS: Σαφώς.
CC: Έχετε όμως τη συναίσθηση ότι υπάρχει και ο αναγνώστης;
GS: Έχω συναίσθηση πως υπάρχουν πολλοί με πάνω-κάτω τα ίδια προβλήματα με μένα, περισσότερο ή λιγότερο έντονα, οι οποίοι θα είναι πρόθυμοι να διαβάσουν το βιβλίο για να βρουν τη λύση ─ αν είναι δυνατόν να βρεθεί.
[…]
CC: Αν δεν υπήρχαν αναγνώστες θα εξακολουθούσατε να γράφετε;
GS: Φυσικά. Όταν ξεκίνησα να γράφω δεν είχα την βεβαιότητα πως τα βιβλία μου θα πουλάνε. Για να ακριβολογήσω, όταν ξεκίνησα να γράφω έγραφα εμπορικά κομμάτια ─για περιοδικά και τέτοια─ για να ζήσω, αλλά δεν το αποκαλούσα αυτό γράψιμο. Για εμένα τον ίδιο, όμως, έγραφα κάθε βράδυ χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα πως ίσως μια μέρα εκδοθούν τα γραπτά μου.
CC: Θα έλεγε κανείς πως εσείς έχετε τεράστια πείρα σε αυτό που μόλις αποκαλέσατε «εμπορικό γράψιμο». Ποια είναι η διαφόρα ανάμεσα σε αυτό και στο μη εμπορικό;
GS: Αποκαλώ «εμπορικό» οποιοδήποτε έργο, όχι μόνο στη λογοτεχνία αλλά και στη μουσική και στη ζωγραφική και στη γλυπτική ─σε οποιαδήποτε τέχνη─ το οποίο γίνεται για συγκεκριμένο κοινό ή για συγκεκριμένο έντυπο ή συλλογή κλπ. Φυσικά και το εμπορικό γράψιμο έχει διαβαθμίσεις. Υπάρχουν εμπορικά που είναι ευτελή και άλλα που είναι πολύ καλά, σχεδόν έργα τέχνης. Σχεδόν, βέβαια, γιατί σπάνια μπορούν όντως να είναι έργα τέχνης· διότι ένα έργο τέχνης δεν μπορεί ποτέ να έχει ως σκοπό το να ευχαριστήσει ένα συγκεκριμένο κοινό.
CC: Και με ποιον τρόπο αλλάζει αυτός ο σκοπός ένα έργο; Ως συγγραφέας ξέρετε εσείς ο ίδιος αν γράψατε ένα βιβλίο αποβλέποντας σε μια συγκεκριμένη αγορά, κοιτάζοντας όμως το έργο σας από έξω τι διαφορά θα έβλεπε ένας αναγνώστης;
GS: Η μεγάλη διαφορά βρίσκεται στους συμβιβασμούς. Γράφοντας για οποιονδήποτε εμπορικό λόγο πρέπει πάντοτε να κάνεις συμβιβασμούς.
CC: Όπως ας πούμε το να παρουσιάσεις πως στη ζωή όλα είναι γλυκά και τακτοποιημένα;
GS: Και το πώς βλέπεις την ηθική. Ίσως αυτό να είναι το πιο σημαντικό. Δεν μπορείς να γράψεις τίποτε εμπορικό αν δεν αποδεχθείς ενός είδους κώδικα ηθικής. Υπάρχει πάντοτε ένας κώδικας ─ όπως στο Χόλιγουντ ή στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Για παράδειγμα, υπάρχει ένα πρόγραμμα στην τηλεόραση αυτό τον καιρό, πολύ καλό. Τα πρώτα δύο μέρη του είναι πρώτης τάξης, έχεις την εντύπωση πως βλέπεις κάτι φρέσκο και δυνατό· και μετά στο τέλος έρχεται ο συμβιβασμός. Όχι πάντα ένα «χάπυ εντ», αλλά πάντως κάτι που έρχεται για να αποκαταστήσει την ηθική τάξη ή τη φιλοσοφική τάξη ─ καταλαβαίνετε τι εννοώ. Όλοι οι χαρακτήρες του έργου, ─οι οποίοι είναι γραμμένοι ωραιότατα─, τα τελευταία δέκα λεπτά παθαίνουν πλήρη μεταστροφή.
[…]
CC: Ποια είναι μερικά από τα ανθρώπινα προβλήματα με τα οποία έχετε ασχοληθεί σε βιβλία σας και ξέρετε πως σίγουρα θα σας απασχολήσουν ξανά;
GS: Ένα από αυτά, για παράδειγμα, το οποίο σίγουρα θα με στοιχειώσει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο είναι το πρόβλημα της επικοινωνίας. Εννοώ της επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Το γεγονός ότι είμαστε κι εγώ δεν ξέρω πόσα εκατομμύρια πάνω στη Γη, κι όμως η επικοινωνία, μια ολοκληρωμένη επικοινωνία, ανάμεσα σε οποιουσδήποτε δύο από αυτούς τους εκατομμύρια ανθρώπους είναι αδύνατη, είναι για μένα μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στον κόσμο. Όταν ήμουν νεαρός με φόβιζε, με έκανε να θέλω να ουρλιάξω. Με έκανε να αισθάνομαι μοναξιά, μοναχικότητα. Αυτό είναι ένα θέμα με το οποίο έχω καταπιαστεί ξανά και ξανά και όμως ξέρω πως θα ξανάρθει στα βιβλία μου. Σίγουρα θα κάνει πάλι την εμφάνισή του.
[…]
CC: Υπάρχει κάποιο θέμα που αισθάνεστε ότι βρίσκεστε κοντά στη γέννησή του; Ή μήπως δεν κάνει να ρωτήσω;
GS: Υπάρχει κάποιο που νομίζω πως όντως είναι κοντά. Το θέμα του πατέρα με το παιδί, των δύο γενεών, του ανθρώπου που φεύγει κι εκείνου που έρχεται. Όχι… δεν είναι αυτό ακριβώς, αλλά δεν το έχω ακόμα ξεκαθαρίσει εντελώς στο μυαλό μου και δυσκολεύομαι να το εξηγήσω.
CC: Και αυτό το θέμα θα μπορούσε να συνδέεται και με την έλλειψη επικοινωνίας;
GS: Ακριβώς· είναι παρακλάδι του ίδιου προβλήματος.
CC: Ένα θέμα που αισθάνεστε πως δε θα σας απασχολήσει ξανά σε βιβλίο;
GS: Η αποσύνθεση μιας μονάδας ─εννοώντας ως μονάδα την οικογένεια.
CC: Σας έχει απασχολήσει συχνά;
GS: Δυο τρεις φορές, ίσως και περισσότερες.
CC: Στο βιβλίο σας Pedigree;
GS: Στο Pedigree υπάρχει, ναι. Αν έπρεπε να διαλέξω ποια ιστορία από βιβλίο μου θα ήθελα να ζήσω, σίγουρα δε θα διάλεγα αυτού του βιβλίου.
CC: Ποιο βιβλίο θα διαλέγατε;
GS: Το επόμενο.
CC: Και το μεθεπόμενο και ούτω καθεξής;
GS: Ακριβώς. Πάντα το επόμενο. Βλέπετε, ακόμα και τώρα, έχω πάντοτε το συναίσθημα ότι απέχω πολύ από τον στόχο μου.
[…]
CC: Θα λέγατε πως σας έχει επηρεάσει κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο ή συγγραφέας;
GS: Εκείνος που με εντυπωσίασε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον είναι μάλλον ο Γκόγκολ. Και σίγουρα ο Ντοστογιέφσκι, αλλά λιγότερo από τον Γκόγκολ.
CC: Για ποιο λόγο πιστεύετε ότι σας ενδιέφερε τόσο ο Γκόγκολ;
GS: Ίσως επειδή οι χαρακτήρες του είναι καθημερινοί άνθρωποι αλλά την ίδια στιγμή έχουν και αυτό που αποκαλώ την «τρίτη διάσταση» που ψάχνω. Όλοι έχουν μια ποιητική αύρα. Όχι όπως εκείνη που έχουν οι ήρωες του Όσκαρ Ουάιλντ· μια ποιητικότητα που είναι αβίαστη, που απλώς υπάρχει, όπως του Κόνραντ. Κάθε χαρακτήρας έχει το βάρος ενός αγάλματος, τόσο βαρύς είναι, τόσο πυκνός.
CC: Ο Ντοστογιέφσκι είπε κάποτε για τον εαυτό του και ορισμένους άλλους συγγραφείς πως είναι σα να βγήκαν όλοι από το Παλτό του Γκόγκολ. Και τώρα το λέτε κι εσείς.
GS: Ναι. Από τον Γκόγκολ. Και τον Ντοστογιέφσκι.
[…]
CC: Ποια θα λέγατε πως είναι η βασική διαφορά, αν υπάρχει, ανάμεσα στην αστυνομική σας λογοτεχνία ─ανάμεσα στον Maigret που τελειώσατε πριν λίγες μέρες – και στα πιο σοβαρά σας βιβλία;
GS: Ακριβώς η ίδια διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο έργο τέχνης ενός ζωγράφου και στο σκίτσο που θα κάνει για γούστο, ή για να χαρεί η παρέα ή ως μελέτη για έναν πίνακα.
CC: Στα βιβλία με τον Maigret βλέπετε τον χαρακτήρα μόνο από την οπτική γωνία του αστυνομικού ντετέκτιβ;
GS: Ναι. Ο Maigret δεν μπορεί να υπάρχει ως κανονικός χαρακτήρας. Θα δει, θα εξηγήσει, θα καταλάβει· αλλά δε θα έχει ως χαρακτήρας τη βαρύτητα που πρέπει να έχουν οι χαρακτήρες στα άλλα μου βιβλία.
CC: Δεν τον οδηγείτε δηλαδή στα όρια της αντοχής του.
GS: Αυτό είναι. Όχι. Και έτσι [όταν τελειώσει το βιβλίο] έχω μόνο τη φυσική κόπωση από τις τόσες ώρες στη γραφομηχανή. Άλλα τίποτε άλλο.
CC: Μια τελευταία ερώτηση, αν μου επιτρέπετε. Σας έχει ποτέ κάνει μια κριτική που έχουν γράψει για βιβλίο σας να αλλάξετε συνειδητά τον τρόπο που γράφετε; Από τα όσα συζητήσαμε φαντάζομαι πως όχι.
GS: Ποτέ. Είμαι πολύ ξεροκέφαλος σε ό,τι αφορά το γράψιμό μου, και θα εξακολουθήσω να κάνω τα πράγματα με τον δικό μου τρόπο. Για παράδειγμα, όλοι οι κριτικοί εδώ και είκοσι χρόνια λένε το ίδιο πράγμα: «Είναι ώρα ο Simenon να μας δώσει ένα μεγάλο μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα με είκοσι ή τριάντα χαρακτήρες». Δεν καταλαβαίνουν. Δε θα γράψω ποτέ μου μεγάλο μυθιστόρημα. Το δικό μου μεγάλο μυθιστόρημα είναι το μωσαϊκό που συνθέτουν όλα τα μικρά μου μυθιστορήματα.
*Ο αμερικανός Carvel Collins ήταν καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας και ένας από τους πρώτους ακαδημαϊκούς που ανακάλυψαν και ανέδειξαν τη λογοτεχνική αξία του αμερικανού πεζογράφου και νομπελίστα Ουίλιαμ Φόκνερ ─στο έργο του οποίου υπήρξε η απόλυτη αυθεντία.
|
|
* * *
Εδώ άλλες επετειακές αναρτήσεις του dim/art
