Ελίζαμπεθ Μπίσοπ (1911-1979)
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, στις 6 Οκτωβρίου του 1979, πέθανε η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, μια από τις σημαντικότερες αμερικανίδες ποιήτριες και διηγηματογράφους του 20ού αιώνα.
Μία τέχνη
(μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης)
Την τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να μάθεις.
Τόσα πολλά πράγματα μοιάζουν αποφασισμένα
να χαθούν που η απώλειά τους καταστροφή δεν είναι.
Χάνε κάτι κάθε μέρα. Αποδέξου το νευρίασμα
των χαμένων κλειδιών, της κακοξοδεμένης ώρας.
Την τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να μάθεις.
Ύστερα εξασκήσου να χάνεις περισσότερα, να χάνεις
γρηγορότερα: τόπους κι ονόματα, και το πού σκόπευες
να ταξιδέψεις. Τίποτα απ’ αυτά καταστροφή δεν φέρνει.
Έχασα της μητέρας το ρολόι. Και κοίτα! το τελευταίο,
ή το προτελευταίο, από τρία αγαπημένα σπίτια πάει.
Την τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να μάθεις.
Έχασα δυο πόλεις, αξιολάτρευτες. Και, ακόμη πιο τεράστιους,
κάποιους δικούς μου κόσμους, δυο ποταμούς, μιαν ήπειρο.
Μου λείπουν, μα δεν ήταν δα καταστροφή.
Ακόμη και χάνοντας εσένα (την αστειευόμενη φωνή,
μια χειρονομία που αγαπώ) ψέματα δεν θα ‘χω πει. Προφανώς
την τέχνη της απώλειας δεν παραείναι δύσκολο να μάθεις
αν και μπορεί να μοιάζει με (Γραφ’ το!) με καταστροφή.
via exbook3
Για τη μοναξιά
(μετάφραση: Ούρσουλα Φωσκόλου)
Ίσως να υπάρχουν φαντάσματα στο σχολείο, ή λύκοι πονηροί, κρυμμένοι κάτω απ’ τη στέγη ή και κακά πνεύματα ακόμα, που κατοικοεδρεύουν στο δωμάτιο του καυστήρα και αναρριχώνται προς τα δωμάτιά μας, μέσα από σωλήνες. Όμως δεν τα έχουμε δει ποτέ. Δύο εξάμηνα πέρασαν κι εμείς ανέγγιχτοι από κάθε υποψία μεταφυσική· δεν υπάρχουν στοιχειωμένα σπίτια στο άμεσο γειτονικό μας περιβάλλον, ούτε παρατημένα νεκροταφεία —ούτε καν κάποιο ξερό δέντρο, τούτη την εαρινή περίοδο, ούτε ένα άγονο χωράφι, απωθητικά σύμβολα τρόμου και θανάτου. Γιατί λοιπόν, αφού δεν υπάρχει τίποτε να φοβηθούμε και αφού, βέβαια, ξεπεράσαμε τους μπαμπούλες της παιδικής μας ηλικίας, γιατί τότε, τόσοι πολλοί από εμάς, τρέμουμε τη μοναξιά; Λέμε ο ένας στον άλλο «Μισώ τις Κυριακές, έχουν τόσες ώρες ήσυχες», ή «Πρέπει να είναι υπέροχο να έχεις συγκάτοικο, κάποιον για να μιλάς τις ώρες της μελέτης». Μοιάζουν περίεργα όλα αυτά. Γιατί το να μείνουμε μόνοι, όταν τις περισσότερες ώρες της ημέρας περιτριγυριζόμαστε από κόσμο, να μοιάζει τόσο μεγάλη δοκιμασία, ή γιατί να θέλουμε να παρατείνουμε τη συζήτηση εσαεί; Ο φόβος μίας και μόνης «ήσυχης στιγμής» μοιάζει μεγαλύτερος από τον τρόμο των ατελείωτων στιγμών ησυχίας και μοναξιάς που όλοι έχουμε μπροστά μας.
Υπάρχει μια περίεργη ποιότητα στη μοναξιά, μια ατμόσφαιρα που κανένας ήχος ή κανένα άτομο δε μπορούν να προσφέρουν. Είναι λες και η συνύπαρξη με άλλους αντιπροσωπεύει τη Γη στο μυαλό μας, το έδαφος με τους λόφους και τις κοιλάδες, τις μυρωδιές και τη μουσική του: όμως στη μοναξιά, το μυαλό βρίσκει τη Θάλασσά του, μια αχανή, ήσυχη έκταση, με πολλά φωτάκια στον ουρανό και διαφορετικούς, μυστικούς ήχους. Όμως, φαίνεται πως μας τρομοκρατεί το πρώτο κύμα που θα σκάσει στα πόδια μας, και τώρα δεν θα κάνουμε ερευνητικά ταξίδια, και δε θα νιώσουμε ποτέ τους ανέμους που έχουν φυσήξει πάνω απ’ τα νερά, και δε θα βρούμε ποτέ τα νησιά της Φαντασίας, όπου ζουν τόσα παράξενα τέρατα και ενδιαφέροντες λαοί; Η μοναξιά μπορεί να είναι διασκεδαστική· μόνο του, το μυαλό μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, χωρίς να έχει ανάγκη ούτε το βελούδινο χαλινάρι του ύπνου. Όμως αυτό δε μπορούμε να το κατανοήσουμε όσο στεκόμαστε στην ακτή, με την πλάτη στο νερό, κλαίγοντας για τους συντρόφους μας. Πιθανώς να μη γνωρίσουμε ποτέ τον σύντροφο που έχουμε μέσα μας, που είναι μαζί μας σε όλη μας τη ζωή, την παντοτινή εγγύτητα του μυαλού μας στο άτομο εκείνο που η καρδιά του χτυπά γρηγορότερα κάθε φορά που ένα πουλί ανεβαίνει ψηλά, μόνο του στον καθαρό αέρα.
1929
Από τον τόμο Elizabeth Bishop, Prose (The Centenary Edition), Chatto & Windus 2011. Ο πίνακας είναι του Leonardo Cremonini.
via Φρέαρ
Τρία ποιήματα
Από την Μεταπολεμική αμερικανική ποίηση σε μετάφραση και ανθολόγηση Αλέξη Τραϊανού, ΑΣΕ Α.Ε.,Απρίλιος 1979.
Στην αίθουσα αναμονής
(μετάφραση: Γιώργος Παναγιωτίδης)
Στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης,
πήγα μαζί με τη θεία Κονσουέλο
για να ‘ναι συνεπής
στου οδοντίατρού της το ραντεβού
και κάθησα και την περίμενα
στου οδοντίατρου την αίθουσα αναμονής.
Ητανε χειμώνας. Νύχτωνε
νωρίς. Η αίθουσα αναμονής
ήτανε γεμάτη ενήλικες,
χειμωνιάτικα και πανωφόρια,
λάμπες και περιοδικά.
Η θεία μου ήταν μέσα
καθώς φαίνεται ώρα πολλή
κι όσο περίμενα διάβασα
το National Geographic
(μπορούσα να διαβάσω) και προσεχτικά
μελετούσα τις φωτογραφίες:
το μέσα του ηφαιστείου,
μαύρο και γεμάτο στάχτες.
Μετά σκορπούσε ολόγυρα
σε ρυάκια φωτιάς.
Η Οζα κι ο Μάρτιν Τζόνσον
με παντελόνια ιππασίας,
μπότες με κορδόνια και κάσκες για τον ήλιο.
Ενας νεκρός άντρας κρεμόταν από ‘να κοντάρι
«Φρέσκια σάρκα» έλεγε η λεζάντα.
Μωρά μ’ αιχμηρά κεφάλια
τυλιγμένα ολόγυρα με σπάγκο.
Μαύρες, γυμνές γυναίκες με λαιμούς
τυλιγμένους ολόγυρα με σύρμα
σαν τους λαιμούς φωτιστικών γλόμπων.
Τα στήθη τους ήτανε τρομακτικά.
Το ξεφύλλισα εντελώς αφηρημένα.
Ντρεπόμουν τόσο να το παρατήσω.
Κι έπειτα κοίταξα στο εξώφυλλο:
τα κίτρινα περιθώρια, η ημερομηνία.
Αιφνίδια, από μέσα,
ήρθε ένα ωχ! πόνου
-η φωνή της θείας Κονσουέλο-
όχι πολύ δυνατό ή διαρκές.
Δεν ξαφνιάστηκα καθόλου.
Ακόμα και τότε το ήξερα πως ήταν
μια απερίσκεπτη, δειλή γυναίκα.
Θα έπρεπε να ‘χω ντροπιαστεί
μα όχι. Αυτό που με ξάφνιασε εντελώς
ήταν πως ήμουν εγώ:
η φωνή μου, μες στο στόμα μου.
Χωρίς καν να το σκεφτώ
ήμουν η απερίσκεπτη θεία μου,
εγώ – εμείς – πέφταμε, πέφταμε,
τα μάτια μας προσηλωμένα στο εξώφυλλο
του National Geographic,
Φεβρουάριος, 1918.
Είπα στον εαυτό μου: τρεις μέρες
και θα γίνεις επτά χρονών.
Το είπα για να σταματήσω
την αίσθηση του να πέφτω απ’
τον στρογγυλό, περιστρεφόμενο κόσμο,
στο κρύο, σκοτεινό μπλε διάστημα.
Μα αισθάνθηκα: είσαι ένα εγώ
είσαι μια Ελίζαμπεθ
είσαι ένας απ’ αυτούς.
Γιατί θα πρέπει να είσαι ένας, ακόμα;
Σχεδόν το τόλμησα να κοιτάξω
να δω τι ήταν αυτό που ήμουν.
Εριξα μια φευγαλέα ματιά
-δεν μπορούσα να κοιτάξω ψηλότερα-
στα σκιασμένα γκρι γόνατα,
παντελόνια και φούστες και μπότες
και διαφορετικά ζευγάρια χεριών
που αναπαύονταν κάτω από τις λάμπες.
Ηξερα πως τίποτα πιο παράξενο
ποτέ δεν είχε συμβεί, πως τίποτα
πιο παράξενο δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί.
Γιατί έπρεπε να είμαι η θεία μου,
ή εγώ, ή οποιοσδήποτε;
Τι παρόμοιο –
μπότες, χέρια, η φωνή της οικογένειας
που ένιωσα στον λαιμό μου, ή ακόμα
το National Geographic
κι εκείνα τα φρικτά κρεμασμένα στήθη –
μας κρατάνε όλους μαζί
ή μας κάνουν όλους εμάς μόνο έναν;
Πώς – δεν ξέρω κάποια
λέξη γι’ αυτό – πόσο «απίθανο»…
Πώς έγινε να βρεθώ εδώ,
σαν αυτούς, και να κρυφακούω
μια κραυγή πόνου που θα μπορούσε
να δυναμώσει και να χειροτερέψει
μα δεν μπόρεσε;
Η αίθουσα αναμονής ήτανε ολοφώτεινη
και τόσο ζεστή. Ητανε βαλμένη
κάτω από ένα μεγάλο μαύρο κύμα,
άλλο, κι άλλο.
Τότε ήμουν πίσω μέσα σ’ αυτήν.
Ο Πόλεμος άναβε. Εξω,
στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης
ήτανε νύχτα και βρόμικο χιόνι και κρύο,
και ήτανε ακόμα η Πέμπτη
Φεβρουαρίου, 1918.
Όνειρο καλοκαιριού
(μετάφραση: Γιώργος Παναγιωτίδης)
Στη γερμένη αποβάθρα
λίγα πλοία μπορούσαν να ‘ρθουν.
Ο πληθυσμός αριθμούσε
δύο γίγαντες, έναν χαζό, μία τσιλιβήθρα,
έναν μειλίχιο καταστηματάρχη
κοιμισμένο πίσω από τον πάγκο του
και την ευγενική μας σπιτονοικοκυρά –
η τσιλιβήθρα ήτανε η ράφτρα της.
Τον χαζό μπορεί και να τον ξεγελούσε
το να μαζεύει βατόμουρα,
μα τα πετούσε πέρα μετά.
Η συρρικνωμένη ράφτρα χαμογελούσε.
Στη θάλασσα παντού, είχε στάξει
μπλε σαν ψάρι του Ατλαντικού,
η πανσιόν μας ξεμοναχιασμένη
λες κι είχε πάει να κλάψει.
Ασυνήθιστοι τύποι γερανιών
στριμώχνονταν στα μπροστινά παράθυρα,
τα πατώματα γυαλοκοπημένα με
μουσαμάδες πολλών ειδών.
Κάθε νύχτα στήναμε αυτί
για της κουκουβάγιας τη φωνή χωνιού.
Με της λάμπας τη φλόγα μέσ’ από το χωνί
γυαλοκοπούσε η ταπετσαρία.
Ο γίγαντας με το τραύλισμα
ήτανε της σπιτονοικοκυράς ο γιος,
που γκρίνιαζε στις σκάλες
σκυμμένος σε μια παλιά γραμματική.
Αυτός ήτανε σκυθρωπός
μα αυτή ήτανε χαρωπή.
Η κρεβατοκάμαρα ήτανε ψυχρή,
το πουπουλένιο κρεβάτι σιμά.
Ημαστε ξάγρυπνοι στο σκοτάδι στο
ρυάκι που υπνοβατούσε
κοντά στη θάλασσα
και τ’ όνειρό μας ακόμα σχεδόν ακουστό.
Ερωτήματα για το ταξίδι
(μετάφραση: Γιώργος Παναγιωτίδης)
Υπάρχουν τόσοι καταρράκτες εδώ. στριμωγμένα ποτάμια
σπεύδουν τόσο βιαστικά κάτω στη θάλασσα,
κι η πίεση από τόσα σύννεφα στις κορυφογραμμές
που τα κάνει να χύνονται στις πλαγιές σ’ απαλή, αργή κίνηση,
αλλάζοντάς τα σε καταρράκτες εμπρός στα ίδια μας τα μάτια.
–Κι αν αυτές οι φλέβες, αυτοί οι μίλια μακριοί, στιλπνοί, δακρυλεκέδες
δεν είναι ακόμα καταρράκτες
σε μια κοντινή εποχή ή έτσι, όπως οι εποχές περνούν εδώ,
πιθανώς θα γίνουν.
Μα κι αν ποτάμια και σύννεφα συνεχίζουν να ταξιδεύουν, να ταξιδεύουν
τα βουνά μοιάζουν με τα καύκαλα μπαταρισμένων πλοίων
στη λάσπη βουτηγμένα και κολλημένα.
Σκέψου το μακρύ ταξίδι από το σπίτι.
Έπρεπε να ‘χαμε μείνει στο σπίτι και να τα εννοούμε αυτά εδώ;
Πού θα ‘πρεπε να βρισκόμαστε αυτήν τη μέρα;
Είναι σωστό το να παρακολουθούμε ξένοι σ’ ένα έργο
σ’ αυτό το πιο παράξενο των θεάτρων;
Τι παιδαριώδες είναι αυτό όσο υπάρχει ανάσα ζωής
στα σώματά μας, είμαστε αποφασισμένοι να βιαστούμε
να δούμε τον ήλιο της άλλης πλευράς ολόγυρα;
Το πιο μικροσκοπικό κολιμπρί στον κόσμο;
Να σταθεί το βλέμμα μας σε κάποια δυσερμήνευτη πέτρινη κατασκευή,
δυσερμήνευτη κι απόρθητη,
από κάθε άποψη,
ευθύς αμέσως να ιδωθεί και παντοτινά, παντοτινά απολαυστική.
Ω πρέπει να ονειρευόμαστε τα όνειρά μας
και να τα κατακτούμε επίσης;
Κι έχουμε χώρο
για ένα επιπλέον στολισμένο ηλιοβασίλεμα, ακόμα αρκετά θερμό;
Μα σίγουρα θα ήταν κρίμα
να μην έχουμε δει τα δέντρα παραπλεύρως αυτού του δρόμου,
αληθινά σπουδαία για την ομορφιά τους,
να μην τα έχουμε δει να λικνίζονται
σαν αριστοκράτες της παντομίμας, ντυμένα στα ροζ.
–Να μην έχουμε σταματήσει για βενζίνη και ν’ ακούσουμε
τον λυπημένο, σε δύο νότες, ξύλινο ρυθμό
των ανόμοιων ξυλοπάπουτσων
που ανέμελα χτυπούν γύρω
από ‘να βενζινάδικο γεμάτο λεκέδες μηχανόλαδων.
(Σε μιαν άλλη χώρα όλα τα ξυλοπάπουτσα θα δοκιμάζονταν.
Κάθε ζευγάρι εκεί θα είχε πανόμοιο βήμα).
–Κρίμα να μην έχουμε ακούσει
την άλλη, τη λιγότερο πρωτόγονη μουσική της χοντρής, καφετιάς καρδερίνας
που τραγουδά πιο πάνω από την ταραγμένη αντλία βενζίνης
μέσα σ’ ένα περίτεχνο, ιησουίτικο εκκλησάκι από μπαμπού:
τρία καμπαναριά, πέντε ασημένιοι σταυροί.
–Ναι, κρίμα να μην έχουμε αναλογιστεί,
θαμπά κι ατελέσφορα,
πάνω στη σχέση που μπορεί να υπάρχει για αιώνες
ανάμεσα στα πιο ακατέργαστα ξυλοπάπουτσα
και, προσεκτικά και σχολαστικά,
στις πελεκημένες φαντασίες των ξυλοπάπουτσων
και, προσεκτικά και σχολαστικά,
στις πελεκημένες φαντασίες των ξύλινων κλουβιών.
–Ποτέ να μην έχουμε μελετήσει Ιστορία μέσα
στην αδύναμη καλλιγραφία των κλουβιών των ωδικών πτηνών.
–Και ποτέ να μην έχουμε ακούσει τη βροχή
τόσο πολύ όσο τους λόγους των πολιτικών:
δύο ώρες αδυσώπητου ορατόριου
και μετά μια θλιβερή χρυσαφένια σιωπή
όταν ο ταξιδιώτης παίρνει ένα σημειωματάριο, γράφει:
Είναι η ελλιπής φαντασία που μας φέρνει
σε φανταστικούς τόπους κι απλά δεν μένουμε στο σπίτι;
Ή μπορεί ο Πασκάλ να μην έχει ολότελα δίκιο
για το απλά να κάθεσαι ήσυχα μέσα σ’ ένα δωμάτιο;
Ηπειρος, πολιτεία, χώρα, κοινωνία:
η επιλογή δεν είναι ποτέ πλατιά και ποτέ ελεύθερη.
Κι εδώ ή εκεί… Οχι. Θα έπρεπε να έχουμε μείνει στο σπίτι,
οπουδήποτε αυτό κι αν ήταν;
Τα τρία τελευταία ποιήματα via e-poema
Τα άπαντα της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ
—του Μπραντ Λάιτχάουζερ· από το Νιου Κραϊτίριον—
[Περιοδικό Διάλογος, αρ. φύλλου 45 – 1984/Δ’. Από το αρχείο του Γιώργου Ζεβελάκη. Στη μεταγραφή τηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου.]
Η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, που πέθανε το 1979, κατείχε ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στην έξοχη γενιά των Αμερικανών ποιητών, που διακρίθηκαν ύστερα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με την περιγραφική της ακρίβεια και τον συγκρατημένο συναισθηματισμό της αποτελεί αντίθεση στο εξομολογητικό ύφος που είχαν ενστερνισθή οι σύγχρονοί της. Συχνά χαρακτηρίζεται ως «ποιήτρια για ποιητές», παρ’ ότι γράφει με μια διαύγεια που γοητεύει πλατύ φάσμα αναγνωστών. «Η Μπίσοπ μπορεί και επιδίδεται στην τελειοποίηση της τεχνικής της χωρίς να χάνει αμεσότητα», παρατηρεί ο κριτικός Τζην Μπάρο. «Η ιδιοφυία της έγκειται στο ότι βλέπει ολοκάθαρα».
Όταν ολόκληρο το ποιητικό έργο της Μπίσοπ δημοσιεύτηκε το 1983 με τίτλο Τα Άπαντα των Ποιημάτων 1927-1979, ο Μπράντ Λάιτχάουζερ, πρώην μαθητής της, βρήκε την ευκαιρία να αξιολογήση το ποιητικό της έργο. Ο Λάιτχαουζερ είναι τριαντάχρονος ποιητής και κριτικός της λογοτεχνίας, του οποίου η πρώτη ποιητική συλλογή Χάντρεντς οβ Φάιρφλαϊζ δημοσιεύτηκε το 1982 στα πλαίσια μιας σειράς από βραβευμένες συλλογές νέων ποιητών.
Η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ είναι μια από τις σπάνιες ποιήτριες, που το έργο τους εμπνέει φανατικό θαυμασμό σ’ αρκετούς αναγνώστες. Γι’ αυτούς η εμφάνιση κάθε νέου ποιήματός της ─και κατά τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής της, μέχρι το θάνατό της το 1979, η παραγωγή της ήταν ένα περίπου ποίημα τον χρόνο─ αναμενόταν σαν ευτυχές γεγονός. Προικισμένη με οξεία παρατηρητικότητα, με μια φωνή που ξεχώριζε σε σημείο που κινδύνευε να θεωρηθή ιδιόρρυθμη, κατώρθωσε να συγκεντρώση ένα όγκο δουλειάς με αναμφισβήτητη προσωπική σφραγίδα. Ίσως μέρος της γοητείας της δουλειάς αυτής να οφείλεται στο ότι η ιδιορρυθμία της μπορεί να δώση στον αναγνώστη την αίσθηση ότι συγκαταλέγεται στους λίγους εκλεκτούς , που μπορούν να την καταλάβουν πραγματικά. Αυτό συναίσθημα της προνομιακής «γνώσης» μπορεί εύκολα να καλλιεργήση την αντιπαθητική νοοτροπία του κλειστού κύκλου των μυημένων, που βρίσκεται σε αντίθεση με το εξισωτικό πνεύμα της σημερινής λογοτεχνίας. Από την άλλη μεριά, όμως, αυτό το συναίσθημα μπορεί επίσης να δώση στον αναγνώστη μια πολύτιμη ικανοποίηση ─ την αίσθηση ότι έχει ανακαλύψει σ’ αυτήν την εξαγνισμένη περιοχή όπου μόνο οι λέξεις ισχύουν, ένα ξεχωριστό και αναντικατάστατο φίλο.
Μια ποιητική φωνή τόσο ασυνήθιστη δεν θα μπορούσε παρά να είχε καταλάβει εξαιρετική θέση στην σύγχρονη αμερικανική ποίηση. Πράγματι, τούτο επιτεύχθηκε από την ποιήτρια με δύο τρόπους: Πρώτα, μέσα σε ένα πιικρόχολο και συχνά στενόμυαλο λογοτεχνικό κόσμο, η Μπίσοπ κατάφερε να προσελκύση θαυμαστές από διαφορετικές σχολές. Ωρισμένες φορές η απήχησή της μοιάζει κάπως ύποπτη, ενώ την έλλειψη επικριτών θα μπορούσε κανείς να αποδώση με κάποια κυνική διάθεση στο ότι είτε έμεινε τόσο καιρό έξω από τα διάφορα πεδία των αμερικανικών φιλολογικών μαχών, είτε κατάφερε απλώς να γίνη πειστική σ’ όλους τους κριτικούς. Τελικά όμως δεν μπορεί κανείς παρά να καταλήξη στο συμπέρασμα ότι στην περίπτωση της γυναίκας αυτής, εμφανίζεται κάτι το όντως ασυνήθιστο: μια ομόφωνη επιδοκιμασία, που συμβαίνει να είναι και σωστή.
Δεύτερο, η θέση της Μπίσοπ στο λογοτεχνικό στερέωμα αποδείχθηκε ασυνήθιστη γιατί έμοιαζε να βρίσκεται ανάμεσα σε δύο σχολές ─ εκείνους που μεταχειρίζονται την γλώσσα τυπολογικά και εκείνους που γράφουν την γλώσσα της καθημερινότητας. Ανάλογο συγκερασμό παρουσιάζουν μερικοί από τους συγχρόνους της όπως ο Θήοντορ Ρέτκε ή ο Ρόμπερτ Λόουελ, που άρχισαν ως αυστηροί φορμαλιστές και μαλάκωσαν στην μέση της καριέρας τους, υιοθετώντας χαλαρώτερους εκφραστικούς τύπους. Αλλά στο έργο της Μπίσοπ οι δυο αυτές φωνές συνυπήρχαν άνετα από την αρχή ως το τέλος. Ήταν μια κορυφαία της τεχνικής του ποιητικού λόγου και η πρόσφατη έκδοση ολόκληρου του ποιητικού της έργου με τίτλο Τα Άπαντα των Ποιημάτων 1927-1976 περιέχει όντως πλούσια παρακαταθήκη ποιητικών επινοημάτων. Ασφαλώς ένας νέος λογοτέχνης που ψάχνει για υποδείγματα ποιητικής έκφρασης δεν θα μπορούσε να βρει εκλεκτώρη και πυκνώτερη προσθήκη ποιητικών ευρημάτων. Όπως ο Ρόμπερτ Φροστ, κατώρθωσε να χρησιμοποιήση τα ποιητικά της τεχνουργήματα διατηρώντας ένα χαλαρό και (συχνά) συζητητικό τόνο. Τόσο διακριτικά είναι πολλά από τα κομμάτια της, ώστε ο αναγνώστης που δεν ενδιαφέρεται για την ποιητική τεχνική, ή ακόμα την αντιπαθεί, μπορεί να απολαύση τα ποιήματά της χωρίς η προσοχή του να αποσπάται από επιδείξεις δεξιοτεχνίας. Αυτός ακριβώς ο ανεπαίσθητος συνδυασμός του κοινόλεκτου και του τυπικού τής δίνει την αξιοζήλευτη δυνατότητα να είναι τόσο μια «δημοφιλής ποιήτρια» (οι πωλήσεις των βιβλίων της μπορούν να συγκριθούν με το ύψος της κυκλοφορίας των έργων οποιουδήποτε άλλου γνωστού ποιητή) όσο και μια ποιήτρια για ποιητές.
Όπως ταιριάζει σε έναν λογοτέχνη προικισμένο με τέτοια έξοχη προσωδική δεξιοτεχνία, τα εξωτερικευόμενα συναισθήματά της ρυθμίζονται με λεπτότητα από την αρχή ως το τέλος. Εκφράζεται με υπαινιγμούς και υπονοούμενα. Αυτή η συναισθηματική συγκράτηση, που αντιπροσωπεύει και την πιο παινεμένη πλευρά του έργου της, σωστά χαρακτηρίσθηκε από τον Μεξικανό ποιητή Οκτάβιο Παζ (του οποίου το έργο η Μπίσοπ μετέφρασε στα Αγγλικά) ως «δύναμη της αποσιώπησης». Ήταν μια γενναία ψυχή, που ήξερε μα προφυλάσση τον προσωπικό της κόσμο και να εκφράζεται με πλάγιο τρόπο κάθε φορά που δοκίμαζε οδύνη, απογοήτευση ή πλήγμα. Σε μιαν εποχή που το λογοτεχνικό έντυπο χρησίμευε ως η εναλλακτική διέξοδος στον καναπέ του ψυχαναλυτή, η ποίησή της στάθηκε υπόδειγμα αυτοελέγχου και αυτοσυγκράτησης.
Ο αναγνώστης ας διαβάση προσεκτικά τις δύο τελευταίες στροφές (η Μπίσοπ έχει ιδιαίτερη επιτυχία στους καταληκτικούς στίχους) του παλαιότερου ποιήματός της Η Μεγάλη Κακή Εικόνα (The Large Bad Picture) ─ ενός από τα πολλά που είχε γράψει σε τετράστιχες στροφές:
Μέσα στο ρόδινο φως
ο μικρός κόκκινος ήλιος κατρακυλάει
γύρω γύρω στο ίδιο ύψος, μέσα
σ’ ένα ατέλειωτο, παρήγορο, μεστό ηλιοβασίλεμα
Τα πλοία το παρακολουθούν
φαίνεται πως έχουν φθάσει στον προορισμό τους,
Δύσκολο να πη κανείς τι τάφερε μέχρις εκεί,
το εμπόριο ή η συλλογή πληροφοριών.
Στους στίχους αυτούς συναντάει κανείς πλήθος από τις χαρακτηριστικές «πινελιές» της Μπίσοπ: το ανεπιτήδευτο της καθημερινής φρασεολογίας («γύρω γύρω»), μια διστακτικότητα («φαίνεται», «δύσκολο να πη κανείς»)· μια ποικιλία στο μήκος των στίχων· τέλος το πάθος της ─για το οποίο θα μιλήσωμε αργότερα─ για το ροζ χρώμα.
Όταν κανείς καταπιάνεται με λογοτεχνικές κομψότητες πρέπει να είναι προσεκτικός. Δεν υπάρχει τίποτα πιο γελοίο για τον κριτικό από το να επισημαίνη σε ένα κείμενο επινοήματα που ο συγγραφέας ποτέ δεν επιδίωκε, συνειδητά ή ασυνείδητα. Αλλά στο έργο της Μπίσοπ δεν είναι καθόλου πιθανό ότι οι κομψές εκφράσεις που τόσο συχνά εμφανίζονται προς το τέλος των ποιημάτων της, έχουν γίνει χωρίς πρόθεση. Η Μπίσοπ ήταν εξαιρετικά λεπτολόγος. Η δουλειά της δίνει στον κριτικό την ανακουφιστικά ενθαρρυντική σιγουριά ότι κάτι που βρίσκεται εκεί, δεν βρίσκεται συμπτωματικά. Κάθε λέξη, κάθε ρήμα, κάθε εφφέ, είναι προσεκτικά ζυγισμένα ─ και προμελετημένα.
Βέβαια, αυτή η προμελέτη έχει τους κινδύνους της (από το υπολογισμένο μέχρι το άψυχο η απόσταση είναι μικρή). Αλλά η ποιήτρια αποφεύγει τους κινδύνους αυτούς με πολλούς και διάφορους τρόπους, από τους οποίους ο κυριώτερος είναι η διορθωτική δράση. Συνεχώς, μέσα στο ίδιο το κείμενο, αλλάζει τις λεπτομέρειες ─ καθιστώντας τις παρατηρήσεις της οξύτερες. Ο αναγνώστης έχει την εντύπωση ότι βρίσκεται μαζί της την ώρα που επισημαίνει κάτι ─ την αποκαλυπτική εκείνη στιγμή που η αντιληπτική της οξύτητα γίνεται ακόμα οξύτερη. Οι διορθώσεις αυτές διαθέτουν μια φρεσκάδα τελείως φυσική και αυθόρμητη. Συχνά γίνονται με κοφτή αναίρεση, ένα «όχι» που δηλώνει απερίφραστα και ότι το μάτι γελάσθηκε, ή ότι δεν ήταν αρκετά προσεκτικό και ότι ο ποιητής με απαιτήσεις πρέπει να δοκιμάση να ξαναδή. Νά ένα παράδειγμα: «Είναι άραγε πουλιά; Αστράφτουν πάλι. / Όχι, είναι κραδασμοί», (From The Country To The City ─ Από την Ύπαιθρο στην Πόλη) ή «Είναι από ξύλο / φτιαγμένο σαν να ήταν κουτί. Όχι, σαν να ήταν πολλά κουτιά» (The Monument ─ Το Μνημείο).
Αυτή η διαδικασία των διορθωτικών παρεμβάσεων, που διατηρούνται στο κείμενο, έχει τους αισθητικούς κινδύνους της. Είναι σαν ο ποιητής να αποφάσισε να παραθέση την αρχική και την τελική διατύπωση ενός στίχου. Για να έχη την καλλιτεχνική της αξία, η διατύπωση πρέπει να είναι ενδιαφέρουσα και στις δύο μοφές της ─ την αρχική και την διωρθωμένη, όπως συμβαίνει με τους παρακάτω στίχους από το ποίημα Κάτω Από το Παράθυρο(Under The Window).
Έφθασαν κάτι ρούχα από το πλυντήριο
δεμένα με σχοινί,
Ήρθαν μόνα τους, βαδίζοντας ένα μέτρο
πάνω από τη γη.
Όχι, όχι ─ ένας μικρός μαύρος
βρίσκεται από κάτω τους.
Αυτό το δέμα ρούχων από το πλυντήριο, που κινείται μόνο του, είναι κάτι πολύ περισσότερο από ενδιαφέρον ─σαν να πρόκειται για ένα θαύμα─ αλλά και η διόρθωση, η εξήγηση του θαύματος, έχει τη δική της χάρη. Ο αναγνώστης αυτόματα αισθάνεται συμπάθεια και συμμερίζεται τη θέση του μικρού Βραζιλιάνου, που μοχθεί να μεταφέρη τα ρούχα σούρνοντάς τα μέσα στην ζέστη και λαχταρώντας ένα ποτήρι κρύο νερό.
Η επιτυχία της ποιήτριας οφείλεται εν μέρει στην ικανότητά της να ειρωνεύεται η ίδια τη σχολαστικότητά της, όπως φαίνεται από τους παρακάτω στίχους: «Το μεγάλο φωτεινό κλουβί έγινε κομμάτια στον αέρα. / ελευθερώνοντας, νομίζω, περί τα ένα εκατομμύριο πουλιά». Αυτό το «νομίζω» μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται σαν μια από τις συνηθισμένες επιφυλάξεις της Μπίσοπ. Όμως όταν ακολουθή αμέσως μετά το τεράστιο εκείνο «εκατομμύριο» παίρνει έναν χαρακτήρα ιδιαίτερα χιουμοριστικό.
Αυτή η ακριβολογία της Μπίσοπ, αν περιορισθή κανείς στην κυριολεξία των ποιημάτων της, πιθανόν να μην τον αφήση να νιώση την ιδιομορφία της γλώσσας της και των παραστάσεων της. Ο αναγνώστης, με την πρώτη ματιά, δεν προσέχει την ιδιομορφία του λόγου της και μόνο όταν επανέρχεται στο κείμενο αντιλαμβάνεται πόσο παράξενο είναι ότι συναντάει εκφράσεις όπως «λεκιασμένες αμμοσύρτεις», «τον ανίδεο χάρτη της μούχλας», ή «ένα διπλωμένο ηλιοβασίλεμα, ολόθερμο ακόμα». Πού αλλού θα μπορούσε να ανταμώση κανείς ένα ταξίμετρο «που να κοιτάζη άγριο, σαν αυστηρή κουκουβάγια»;
Εν τούτοις, αυτή η ακριβολόγος, ευπρεπής και έξοχη ποιήτρια είχε την συνήθεια να παραβαίνη μερικές φορές τους κανόνες της ποιητικής έκφρασης. Στους στίχους της συναντάει κανείς συχνά παράλογες συζεύξεις («βουνά παραπονιάρικα», «μια απεγνωσμένη θάλασσα»), όπως επίσης αταίριαστες συσσωρεύσεις όλων εκείνων των επιρρημάτων που οι δάσκαλοι συμβουλεύουν τους πρωτοετείς φοιτητές να μεταχειρίζονται με φειδώ («κουνιόταν ελαφρά και αδιάφορα / παγερά ελεύθερος πάνω από τις πέτρες», ή «μεγαλόπρεπα, σιωπηλά κυλώντας, κυλώντας ανατολικά»). Σαν την Μάριαν Μουρ, που επέδρασε στο έργο της από την αρχή μέχρι το τέλος, η Μπίσοπ φαίνεται ότι έτρεφε δυσπιστία προς την καλοχτενισμένη και συμμετρική φράση: τα μοτίβα της τα έφτιαχνε για να τα χαλάση αργότερα. Ξανά και ξανά η διάταξη των ομοιοκαταληξιών της εγκαταλείπεται ─ για να αποκατασταθή πάλι στην τελευταία. Οι ρυθμοί της σκοντάφτουν κάπως σαν του Τόμας Χάρντυ και συχνά οι ιαμβικοί στίχοι της γίνονται ακόμα τραχύτεροι με συσσωρεύσεις από μονοσύλλαβα και σημεία στίξης, σπάταλα σκορπισμένα εδώ κι εκεί.
Σεμνή και τολμηρή, λεπτή και χοντροπελεκημένη, επίσημη και κοινολεκτική, αυτή η απαράμιλλη (και παράδοξη) ποιήτρια κατώρθωσε να απανπτύξη ωρισμένες ποιητικές φόρμες σε βαθμό σχεδόν τέλειο. Σίγοθρα κανένας άλλος Αμερικανός ποιητής δεν μπόρεσε να συνθέση πιο αξιόλογες σεστίνες [Σ.τ.Μ.: Η σεστίνα είναι ποίημα από έξι εξάστιχες στροφές με ωρισμένη διάταξη ομοιοκαταληξιών] από το Ένα Θαύμα για Μπρέκφαστ (A Miracle for Breakfast) και την Σεστίνα ή ωραιότερη μπαλλάντα από τον Διαρρήκτη της Βαβυλώνας (The Burglar of Babylon). Στα δυο της 28στιχα σονέττα Ο Άσωτος (The Prodigal) και Από το Ημερολόγιο του Τρόλλοπ πετυχαίνει να δρέψη καινούργιους καρπούς από την πολυδουλεμένη αυτή ποιητική φόρμα. Και όσο αφορά την βιλανέλλα της [Σ.τ.Μ.: Είδος λυρικού ποιήματος, αρχικά με θέματα ποιμενικά. Η φόρμα του αποτελείται από πεντε τρίστιχα και ένα τετράστιχο με δύο μόνο ομοιοκαταληξίες, που επαναλαμβάνονται από την αρχή ώς το τέλος] Μια Τέχνη (One Art), ο κριτικός θα χρειαζόταν να ανατρέξη στους στίχους του Ντύλαν Τόμας Μην Προχωράς Μέσα σ’ Αυτήν την Καλή Νύχτα (Do not Go Gentle Into that Good Night) ή στο ποίημα του Ρέτκε Το Ξύπνημα (The Waking) για να βρη κάτι το ισάξιο.
Αν επιτρέπεται να εκφέρη κανείς την προσωπική του γνώμη για μια ποιήτρια τόσο υπέροχα απρόσωπη, πρέπει να πω ότι δεν μπόρεσα ποτέ να μείνω απόλυτα ικανοποιημένος με ωρισμένα τελευταία ποιήματά της, ή ίσως με την αποδοχή που έτυχαν από μέρους των κριτικών. Αυτήν την στιγμή ο νους μου πηγαίνει σε ποιήματα όπως Στην Αίθουσα Αναμονής (In The Waiting Room) και ακόμη περισσότερο Πέντε Ορόφους πιο Πάνω (Five Flights Up), με την ομολογία του πόνου που περιέχουν οι δύο τελευταίοι στίχοι:
Το χθες μεταφέρθηκε τόσο εύκολα στο σήμερα ─
ένα χθες που είναι σχεδόν αδύνατο να σηκώσω.
Τα δύο αυτά ποιήματα περιλαμβάνονται στην Γεωγραφία ΙΙΙ (Geography 111), την τελευταία συλλογή της που δημοσιεύτηκε όσο ζούσε. Ο τρόπος με τον οποίο υποδέχθηκαν οι κριτικοί το βιβλίο αυτό δείχνει συμπόνια. Δείχνει όμως επίσης μιαν αποκρουστική ευχαρίστηση με το γεγονός ότι εδώ η μεγάλη ποιήτρια μοιάζει επί τέλους να έχασε, μερικώς έστω, την αυτοκυριαρχία της και να πύκνωσε τις γραμμές όσων εξομολογούνται δημόσια τον πόνο τους. Βέβαια, αυτές οι εξομολογήσεις της Μπίσοπ αποτελούν κάθε άλλο παρά άγριο ή άξεστο ξέσπασμα της καρδιάς. (Αντίθετα, πρόκειται για μιαν αριστοτεχνικά συγκρατημένη εκδήλωση). Παρ’ όλα αυτά, εγώ προσωπικά θα προτιμούσα να είχε κρατήσει η ποιήτρια τον παλαιότερο απρόσωπο τόνο της. Ο μη αδιάφορος αναγνώστης συνειδητοποιεί αμέσως πως πρόκειται εδώ για κάποιον που έχει υποστή συντριπτικά κτυπήματα. Μόνον όποιος έχει περάσει από ό,τι πέρασε αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να περιγράψη τόσο πειστικά την κτηνώδη ατμόσφαιρα της πρώτης στροφής του Ασώτου ─ δηλαδή τον κόσμο του αγρότη που ζη μέσα στην βρώμα, την κοπριά, την φρικιαστική πρωτόγονη ηδονή των ζώων που τρώνε τα μικρά τους, τους υπαινιγμούς τρέλλας και πάνω από όλα την διάχυτη ομορφιά του φωτός που φέρνει τόση πονεμένη νοσταλγία και παρηγοριά:
Η τεράστια καφεδιά μυρωδιά. Μ’ αυτήν ζούσε ─
βρισκόταν πολύ κοντά στην αναπνοή της και το χοντρό της
τρίχωμα.
Δική του δουλειά. Το πάτωμα γεμάτο βρώμα· ο ουρανός,
πασαλειμένος ώς την μέση με την κοπριά του τζαμιού.
Αλαφροβλέφαρα, υποκριτικά, πάνω από τα ρύγχη γύρω
του:
τα μάτια του χοίρου τον ακολουθούσαν, μια χαρούμενη
ματια
ακόμη και προς την θηλυκιά που συνήθιζε να τρώη τα
μικρά της
ώσπου να της έρθη εμετός. Έσκυψε και της έξυσε το
κεφάλι.
Αλλά μερικές φορές, τα πρωινά, έπειτα από ένα γερό
μεθύσι,
(έκρυβε τις κανάτες πίσω από ένα σκαμνί)
η ανατολή βερνίκωνε την λάσπη του στάβλου με κόκκινο
χρώμα·
τα φλογισμένα λασπόνερα τού δίναν σιγουριά.
Και τότε σκεπτόταν πως θα μπορούσε ίσως να αντέξη
την εξορία του για ένα χρόνο ακόμα.
Σίγουρα κατάφερνε θαυμάσια να κρατάη την απόσταση που της επέβαλλε η θέση της ως καθηγήτριας στο Χάρβαρντ τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας 1970-80. Την θυμάμαι να ακούη με υπομονετική αταραξία τους έμμετρους καημούς των φοιτητών για γονείς χωρίς κατανόηση, για σεξουαλικές απογοητεύσεις και για κακότροπους φοιτητές με τους οποίους μοιράζονταν το ίδιο δωμάτιο καθώς και ένα απίθανα μεγάλο αριθμό ποιημάτων για την ασυνήθιστη ψυχική ταλαιπωρία του να είσαι νέος, έξυπνος και πλούσιος. Ίσως ως αντίδοτο γι’ αυτήν ειδικά την κατηγορία των νεαρών ποιητών, που υπέφεραν από το πρόβλημα του να μην έχης πρόβλημα, μας έδωσε για εργασία να διαβάσουμε το Ελπίζοντας Μέσα στην Απελπισία αυτήν την σπαρακτική ιστορία καταδίωξης του Οσίπ Μαντελστάμ. Απόφευγε τις πιο τρελλές ιδέες μας με επιφωνήματα του τύπου «Πω, πω!», «Χριστέ και Κύριε!», «Ω, Θεέ μου!», ενώ είχε την τάση (συχνά αποκαρδιωτική για τον μαθητευόμενο συγγραφέα) να γυρίζη την κουβέντα σε ζητήματα ορθογραφίας ή στίξης, για τα οποία εμείς, μέσα στον δημιουργικό μας πυρετό, δείχναμε μεγαλοπρεπή αδιαφορία. Οχυρωνόταν επίσης πίσω από μια τυπικότητα σχετικά με τα ονόματα. Όχι μόνο αποτεινόταν στους σπουδαστές βάζοντας το «Κύριε» ή το «Δεσποινίς» μπροστά από το όνομά τους, αλλά το ίδιο έκανε όταν μιλούσε για συγγραφείς που δεν ζούσαν πια.
Ακούγοντας μερικά ποιήματά της που είχε ηχογραφήσει ανάμεσα στο 1940 και το 1960, ανεκάλυψα μια καθαρή φωνή με μουσικότητα, που δεν είχα ξανακούσει μέχρι τότε και με δυσκολία μπόρεσα να αναγνωρίσω σαν την φωνή της καθηγήτριάς μου. Όταν την γνώρισα ήταν πια μια γυναίκα ασθενική, με δυνατό βήχα, που ολοφάνερα δεν πρόσεχε την υγεία της και συχνά αρρώσταινε. Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής της, που ως επί το πλείστον τα πέρασε στη Βοστώνη, η ποιητική της παραγωγή αποδείχθηκε μικρή, αν και την εποχή εκείνη έγραψε μερικά από τα καλύτερα κομμάτια της.
Μετά την Γεωγραφία ΙΙΙ δημοσίευσε τέσσερα ακόμα ποιήματα από τα οποία δύο, το Σονέττο και ο Ροζ Σκύλος (Pink Dog) συγκαταλέγονται στα καλύτερά της. Όταν πρωτοδιάβασα τον Ροζ Σκύλο στο Νιού Γιόρκερ θυμάμαι ότι νόμισα πως η Μπίσοπ είχε πια εγκαταλείψει μια συνήθεια ζωής και για πρώτη φορά έβαζε κεφαλαίο στην αρχή της πρώτης λέξης του κάθε στίχου. Στην πραγματικότητα όμως δεν επρόκειτο για κάτι τέτοιο. Απλώς οι πρώτες οκτώ γραμμές του ποιήματός της άρχιζαν με κεφαλαίο, γιατί η κάθε μία συνιστούσε αυτοτελή φράση! Έχομε εδώ χαρακτηριστικό παράδειγμα της ποιητικής πρακτικής της γυναίκας αυτής, που θέσπιζε ένα σύστημα έκφρασης μόνο και μόνο για να το εγκαταλείψη αργότερα. Αυτές οι πρώτες τρεις στροφές με τους κοφτούς στίχους, τους πεντάμετρους ιαμβικούς ρυθμούς και την αυστηρή ομοιοκαταληξία των τριών στίχων της κάθε στροφής, καθιερώνουν μια δομή ιδιαίτερα εντυπωσιακή:
Ο ήλιος όλος φωτιά κι ο ουρανός γαλάζιος.
Οι ομπρέλλες ντύνουν την αμμουδιά μ’ όλα τα χρώματα.
Κι εσύ, γυμνός, πηδολογάς στον φαρδύ τον δρόμο.
Ποτέ μου δεν είδα σκύλο τόσο γυμνό
Γυμνό και ροζ χωρίς καθόλου τρίχα…
Ξαφνιασμένοι οι διαβάτες κάνουν πίσω και κοιτάζουν.
Φοβούνται βέβαια την λύσσα σαν το χάρο.
Λύσσα δεν έχεις όμως πάσχεις από ψώρα.
Μα φαίνεσαι έξυπνος. Πού είναι τα μωρά σου;
Πιο κάτω στην ίδια σελίδα η ποιήτρια εγκαταλείπει τελείως την προσωπική της δομή (όπως το μέτρο και τις ομοιοκαταληξίες, που δεν μπορούν να αποδοθούν σε μετάφραση):
Ούτε να πλέης στο νερό, πολύ λιγώτερο να κολυμπάς.
Άκουσ’ εδώ, η πρακτική, η λογική
λύση είναι να φορέσης μια φαντασία.
Απόψε, κατάλαβέ το, δεν μπορείς να προσβάλης
την όραση. Κανείς δεν πρόκειται να δη
σκύλο βαμμένο με μασκάρα τέτοιαν εποχή.
Στο ποίημα αυτό φαίνεται χτυπητά η γοητεία που ασκούσε στην Μπίσοπ το ροζ χρώμα, το οποίο εμφανίζεται συχνά στο έργο της ως σύμβολο τόσο της ομορφιάς, όσο και του φόβου. Στον Ροζ Σκύλο το χρώμα πάλλεται με χτυπητούς κραδασμούς, φέρνοντας στον νου τόσο την γιορτή του Μάρντι Γκρα, όσο και την φρίκη του αρρωστημένου ζώου.
Στο Άπαντα των Ποιημάτων 1927-1979 για πρώτη φορά εμφανίζονται και μερικά που έγραψε αργότερα, αλλ’ είχε αποφασίσει να μη δημοσιεύσει. Δυστυχώς τα πρωτοδημοσιευμένα αυτά κομμάτια, σ’ αμφότερες τις περιπτώσεις, δεν είναι (κατά κανόνα) αξιόλογα ─ παρ’ όλο ότι το Άλλάζοντας Καπέλλα (Exchanging Hats), που ίσως δεν είχε δημοσιεύσει εξ αιτίας του «αλμυρού» θέματός του (του διφορούμενου χαρακτήρα των σεξουαλικών ρόλων) είναι προικισμένο με μια τρελλή παιχνιδιάρικη διάθεση, η οποία παρουσιάζεται για πρώτη φορά στους στίχους της.
Αυτά τα μέχρι τώρα ανέκδοτα ποιήματα βοηθούν να ξεκαθαρίσουμε τις επιδράσεις που δέχθηκε η Μπίσοπ (ιδιαίτερα την επίδραση του Τζέραρντ Μάνλεϋ Χόπκινς) στα πρώτα της βήματα και να παρακολουθήσωμε τις κατευθύνσεις της δημιουργικής της πορείας. Δεν μπορεί κανείς να ταξινομήση το έργο της σε στυλιστικές περιόδους, όπως γίνεται με τον Λόουελ, ή μεο τον Ώντεν. Είναι όμως αναμφισβήτητο ότι με την πάροδο του χρόνου οι στίχοι της έγιναν πιο ξεκάθαροι και πιο προσιτοί. Κάθε γραμμή στην Γεωγραφία ΙΙΙ μπορεί εύκολα να παραφρασθή, μόνο που στίχοι σαν τους παρακάτω δεν είναι δυνατό να αποδοθούν με τρόπο απλούστερο, μπορούν μόνο να γραφούν πιο πεζά:
Αντίο στις φτελιές
στο κτήμα, στον σκύλο.
Το λεωφορείο ξεκινάει. Η ομίχλη
αλμυρή, αραιή, όλο μετακινείται
και μας περισφίγγει.
Ο Ράνταλ Τζάρελ, ο εξαίρετος αυτός κριτικός που συχνά κατάφερνε να συνδυάζη την τόλμη με την ικανότητα της πρόγνωσης, παρετήρησε το 1954 για την δεύτερη συλλογή ποιημάτων της Μια Ψυχρή Άνοιξη (A Cold Spring)ότι αντιπροσώπευε ένα από τα καλύτερα ποιητικά έργα, που γράφτηκαν ποτέ από Αμερικανό. Η χρησιμοποίηση του όρου «καλύτερος» ίσως θα έπρεπε να αποφεύγεται προκειμένου να συγκρίνη κανείς έργα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όσο οι συλλογές των ποιητών. Εν τούτοις, για μένα τουλάχιστον, είναι αναμφισβήτητο ότι από τους στίχους που έγραψε η εξαιρετικά επιτυχημένη γενιά των Αμερικανών ποιητών με περίοδο γέννησης την δεκαετία 1910-1920 (ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται ο Λόουελ , ο Τζων Μπέρρυμαν και ο ίδιος ο Τζάρελ) οι στίχοι της Μπίσοπ είναι οι πιο εκπληκτικοί, αυτοί που πλησιάζουν περισσότερο το τέλειο, οι πιο παράξενοι και παράλληλα οι πιο αληθινοί· ότι έχει τους λιγώτερους λόγους να επικαλήται την επιείκεια των αναγνωστών της· ότι η δουλειά της είναι χωρίς εξαιρέσεις (αυτό δεν αντιπροσωπεύει μικρό προσόν) η λιγώτερο ενοχλητική· και τέλος ότι τα ποιήματά της κάθε φορά που τα ξαναδιαβάζει κανείς ─για δεύτερη, Πέμπτη, ή και δέκατη φορά─ έχουν τις περισσότερες πιθανότητες από τους στίχους όλων των άλλων να τους αποκαλύψουν κάποια μέχρι τότε κρυμμένη αλήθεια. Να λοιπόν που δεν μπόρεσα κι εγώ στο τέλος να αποφύγω, μιλώντας για την ποίηση της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, τον χαρακτηρισμό «η καλύτερη».
* * *
Επιμέλεια αφιερώματος: Γιώργος Τσακνιάς
Αρχείο: Γιώργος Ζεβελάκης
One comment