—της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου—
Κατά μία παράδοξη σύμπτωση, που θα άξιζε να μελετηθεί παραπάνω, μέσα στη δεκαετία 1887-1897 γεννήθηκαν στη Βρετανία οι δύο φανταστικοί χαρακτήρες της λογοτεχνίας που έμελλε να σταδιοδρομήσουν περισσότερες φορές από οποιονδήποτε άλλον στις οθόνες: ο Σέρλοκ Χολμς του Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ και ο Κόμης Δράκουλας του Μπραμ Στόουκερ αντίστοιχα. Και οι δύο συγγραφείς επισκιάστηκαν από τα δημιουργήματά τους, που στη συλλογική συνείδηση έφτασαν να αποτελούν τους κατ’ εξοχήν εκπροσώπους δύο ιδιαιτέρως δημοφιλών ειδών – της αστυνομικής λογοτεχνίας και της λογοτεχνίας του τρόμου. Ίσως γι’ αυτό όμως να έχουμε ένα λόγο παραπάνω να θυμηθούμε σήμερα τον έναν από τους δύο, τον Ιρλανδό Μπραμ Στόουκερ, που γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1847 στο Δουβλίνο.
Ο Στόουκερ δεν ήταν επαγγελματίας συγγραφέας μυθοπλασίας. Η μεγάλη του αγάπη υπήρξε το θέατρο, και τα πρώτα του κείμενα υπήρξαν θεατρικές κριτικές, ενώ υπήρξε διευθυντής του Lyceum Theatre του Λονδίνου για 27 χρόνια. Ο Δράκουλας προέκυψε μετά από μια τυχαία γνωριμία του Στόουκερ με έναν Ούγγρο συγγραφέα, τον Άρμιν Βάμπερι, και τις αφηγήσεις για την Τρανσυλβανία. Βέβαια, το ενδιαφέρον για τα βαμπίρ και το βαλκανικό φολκλόρ ήταν ήδη υπαρκτό στη βόρεια Ευρώπη εδώ και πολλά, πολλά χρόνια. Για την ακρίβεια, τα βαμπίρ υπήρξαν τεράστια μόδα τον 18ο αιώνα. Μετά τον πόλεμο Ενετών και Αυστροουγγαρίας εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που κατέληξε στη Συνθήκη του Πασάροβιτς το 1718, η Δύση ήρθε μέσω των στρατιωτών σε στενότερη επαφή με τη «βαθιά Σερβία» και τις δεισιδαιμονίες των Βαλκανίων. Οι υπερφυσικές ιστορίες με τις οποίες οι χωρικοί ερμήνευαν διάφορα Πολύ Δυσάρεστα Πράγματα διαδόθηκαν. Και ως γνωστόν, οι ιστορίες τρόμου είναι ικανότατοι ταξιδιώτες.
Ο πιο άμεσος πρόδρομος του Στόουκερ όμως υπήρξε ο Τζον Ουίλιαμ Πολιντόρι, ο προσωπικός γιατρός και φίλος του λόρδου Μπάιρον. Στην ιστορία της λογοτεχνίας έχει καταγραφεί εκείνο το φρικτά κρύο και υγρό καλοκαίρι του 1816 που ο Πολιντόρι, ο Μπάιρον, η Μαίρη Σέλεϊ και ο σύζυγός της πέρασαν σε μια βίλα στη Γενεύη έγκλειστοι, διαβάζοντας ιστορίες τρόμου – και γράφοντας και μερικές δικές τους: η Σέλεϊ τον Φράνκενσταϊν και ο Πολιντόρι το The Vampyre, την πρώτη ιστορία βαμπίρ που έγινε ποτέ βιβλίο.
Πάντως ο Στόουκερ, εκτός από τις αφηγήσεις και το βιβλίο του Πολιντόρι φαίνεται πως έκανε και άλλη, εκτενέστατη έρευνα. Έτσι συνάντησε το ιστορικό πρόσωπο του Βλαντ Τέπες Ντράκουλα, του αιμοσταγούς ηγεμόνα της Βλαχίας, από τον 15ο αιώνα, από τον οποίο προέκυψε και το όνομα του βασικού χαρακτήρα.
Το βιβλίο έγινε αμέσως επιτυχία, αποσπώντας εγκωμιαστικές κριτικές και δίνοντας λαβή για ποικίλες αναγνώσεις. Στη διάρκεια της καριέρας του ερμηνεύτηκε ψυχαναλυτικά, ιστορικά (ως σχόλιο πάνω στην αποικιοκρατία) και θεολογικά (ως μανιφέστο υπέρ του καθολικισμού). Γεγονός είναι πως η ιστορία και ο Δράκουλας μεταπήδησαν με την πρώτη ευκαιρία και στον κινηματογράφο, το νέο πανίσχυρο μέσο του 20ού αιώνα. Η πρώτη μεταφορά, το Νοσφεράτου από τον Μούρναου, υπήρξε επεισοδιακή, αφού ο σκηνοθέτης χρησιμοποίησε στοιχεία από το βιβλίο (αλλάζοντας ονόματα) χωρίς να έχει αγοράσει τα δικαιώματα από τη χήρα του Στόουκερ. Φυσικά, το γεγονός δεν πέρασε απαρατήρητο, και η δικαστική διαμάχη δικαίωσε τους κληρονόμους του Στόουκερ.
Έτσι, η δεύτερη απόπειρα μεταφοράς έγινε όπως έπρεπε – τυπικά τε και ουσιαστικά: το 1931 γυρίστηκε ο πρώτος πραγματικός Δράκουλας από τον Τοντ Μπράουνινγκ, αυτός που επρόκειτο να ανοίξει το δρόμο στις υπόλοιπες 215 ταινίες με το ίδιο θέμα έως σήμερα, και να προσφέρει στον Μπέλα Λουγκόζι το ρόλο της ζωής – και του θανάτου του.
Μπέλα Λουγκόζι: Στα δόντια του ρόλου
Εν αρχή ην ο Μπέλα. Ναι, εντάξει, στην πραγματικότητα εν αρχή ην ο Μαξ Σρεκ, ο πρωταγωνιστής στο Νοσφεράτου του Γερμανού εξπρεσιονιστή σκηνοθέτη Φ.Β. Μούρναου το 1922, αλλά ο Μπέλα Λουγκόζι ήταν ο πρώτος που ενσάρκωσε τον Δράκουλα στην ομώνυμη ταινία του 1931 ακριβώς κατά τα γραφάς του Στόουκερ. Και τον ενσάρκωσε με τόση επιτυχία, που ο ρόλος δεν αποκολλήθηκε ποτέ από πάνω του. Έως και σήμερα, 83 χρόνια και πάνω από 200 ταινίες μετά, ο Μπέλα Λουγκόζι επιβεβαιώνει τη δήλωσή του από την πρώτη του σκηνή στην ταινία: «I AM DRACULA».
Για έναν εκ των υστέρων παρατηρητή, η σύνδεση του Λουγκόζι με το ρόλο του Δράκουλα φαντάζει σχεδόν μοιραία: Ο Μπέλα Λουγκόζι γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1882 στο Λούγκος της Τρανσυλβανίας, ούτε εκατό χιλιόμετρα από τον Πύργο Ποενάρι, την κατοικία του θρυλικού Βλαντ Τέπες του Ανασκολοπιστή, γνωστού ως Κόμη Ντράκουλα. Στα 12, το έσκασε από το σχολείο (και το σπίτι του) αναζητώντας την περιπέτεια. Ταξίδεψε πεζός ανά τη χώρα ζητιανεύοντας και κάνοντας διάφορες μικροδουλειές ώσπου, φτάνοντας στην πόλη Ρέσιτα, συνάντησε ένα θεατρικό μπουλούκι. Και μαγεύτηκε. Προσκολλήθηκε με πείσμα στο θίασο, ως παιδί για όλες τις δουλειές. Κάποια στιγμή, άρχισε να εμφανίζεται και επί σκηνής. «Ήμουν τόσο άσχετος, τόσο ακαλλιέργητος, που ο κόσμος γελούσε μαζί μου. Πήρα όμως μια πρώτη γεύση από πάλκο – και από εξευτελισμό επίσης», θα έλεγε αργότερα ο Λουγκόζι. Τίποτα όμως δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Μέσα σε λίγα χρόνια, βρέθηκε στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου της Ουγγαρίας να παίζει Σαίξπηρ.
Μετά την αποτυχημένη σοσιαλιστική επανάσταση του Μπέλα Κουν το 1919, ο Λουγκόζι αναγκάστηκε να φύγει από την Ουγγαρία κρυφά και να φτάσει στη Βιέννη κρυμμένος σε ένα κάρο με άχυρα, και από εκεί, το 1920, στο Βερολίνο. Εκεί ξεκίνησε την κινηματογραφική του καριέρα, με αρκετή επιτυχία, αλλά οι φιλοδοξίες του τον έσπρωχναν ήδη ακόμα πιο δυτικά, στην Αμερική. Ταξιδεύοντας για μια ακόμα φορά λαθραία, έφτασε στη Νέα Ορλεάνη με ένα εμπορικό πλοίο τον Δεκέμβριο του 1920, και από εκεί πήγε στη Νέα Υόρκη. Βρήκε αμέσως δουλειά στο θέατρο αλλά και στο σινεμά, με δύο βωβές ταινίες, το 1923 και το 1925.
Και μετά, ήρθε ο Δράκουλας.
Για την ακρίβεια, ο Δράκουλας ήρθε πρώτα στο Μπρόντγουεϊ, σε μια παράσταση που άνοιξε το 1927, με σενάριο βασισμένο στο έργο του Στόουκερ. Η επιτυχία ήταν τρομακτική: λέγεται πως υπήρχε πάντοτε γιατρός στο θέατρο, ώστε να βοηθάει τις κυρίες που λιποθυμούσαν από την ταραχή μόλις πρωτοαντίκριζαν τον Λουγκόζι-Δράκουλα επί σκηνής. Η παράσταση περιόδευσε ανά τις ΗΠΑ επί δύο χρόνια, και έδωσε το έναυσμα στη Universal Pictures να επιχειρήσει την πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του έργου, και μάλιστα σε ομιλούσα ταινία. Ο Λουγκόζι θεώρησε ότι ο ρόλος τού ανήκε δικαιωματικά, αν και ίσως τελικά να ανήκε εκείνος στο ρόλο. Και αγωνίστηκε με νύχια με δόντια (ούτως ειπείν) για να τον πάρει. Τελικά, η Universal, που είχε εντελώς άλλους ηθοποιούς κατά νου, πείστηκε όταν ο Λουγκόζι έκανε την καλύτερη «οικονομική προσφορά»: δέχτηκε να δουλέψει με συνολική αμοιβή μόλις 3.500 δολάρια. Ψίχουλα.
Αλλά φάνηκε πως άξιζε τον κόπο – τουλάχιστον για την ιστορία του κινηματογράφου. Η ταινία ήταν καλή, και θεωρείται σήμερα κλασική, όπως και η ερμηνεία του Λουγκόζι. Πιστός στο πνεύμα του πρωτοτύπου, έφτιαξε έναν χαρακτήρα εκ πρώτης όψεως πολιτισμένο, ευγενή και μυστηριώδη, και γι’ αυτό ακριβώς βαθύτατα απειλητικό και τρομακτικό, εντελώς διαφορετικό από τον απόκοσμο Κόμη Όρλοκ στο Νοσφεράτου. Ψηλός, όμορφος και επιβλητικός, ενσάρκωσε άψογα την ιδέα του Στόουκερ πως το υπερφυσικό, το Κακό, η σατανική διαστροφή μπορεί να διαθέτει ένα καθ’ όλα γοητευτικό πρόσωπο. Το Χόλιγουντ ξετρελάθηκε: η δεκαετία του ’30 υπήρξε χρυσή εποχή για το νέο genre των ταινιών τρόμου.

Μόνο που, όπως όλοι γνωρίζουμε, το είδος είχε (και έχει ακόμα) μια χαρακτηριστική ροπή προς την «ευκολία»: οι περισσότερες ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε ο Λουγκόζι έκτοτε ήταν αυτό που σήμερα ονομάζουμε B-movies: φτηνές παραγωγές, επιφανειακοί χαρακτήρες, κακά σενάρια και κακές σκηνοθεσίες με μοναδικό όπλο την υπερβολή σε βαθμό γελοιότητας. Ο Λουγκόζι ήταν σίγουρα φτιαγμένος για κάτι καλύτερο, και πράγματι προσπάθησε με κάθε τρόπο να απαλλαγεί από τη στάμπα του Δράκουλα και του σατανικού «κακού». «Ήθελα», είχε πει κάποτε, «οι γονείς να λένε στα παιδιά τους, “Φάε το σπανάκι σου, για να γίνεις ωραίος και καλός σαν τον Μπέλα Λουγκόζι”, όχι να με χρησιμοποιούν για μπαμπούλα». Αλλά το Χόλιγουντ, σαν τα μικρά παιδιά που απαιτούν να τους κάνεις ξανά και ξανά την γκριμάτσα που τους άρεσε ή να τους διαβάζεις ασταμάτητα το αγαπημένο τους παραμύθι, αποφάσισε να βλέπει τον Λουγκόζι συνεχώς στον ίδιο πάνω-κάτω ρόλο. Ήταν, βέβαια, κι εκείνη η βαριά κεντροευρωπαϊκή προφορά που ποτέ δεν κατάφερε να ξεφορτωθεί και που παρέπεμπε αυτομάτως στο κλισέ του υπερφυσικού χαρακτήρα από κάποια σκοτεινή και άγνωστη γωνιά της Γηραιάς Ηπείρου, όπου ανέκαθεν, στο μυαλό του αμερικανικού κοινού, συνέβαιναν σημεία και τέρατα. Ο ομιλών κινηματογράφος έγινε και αυτός μέρος της μεγάλης του παγίδας.
Έτσι, ολόκληρη η κινηματογραφική του καριέρα έμελλε να παραμείνει καρφωμένη στα δόντια εκείνου του πρώτου σημαδιακού ρόλου. Άφθονες οι κακές ταινίες, διαρκής η απογοήτευση: ναρκωτικά και χρέη. Όλα αυτά, έως το 1956, με τη συμμετοχή του σε μια από τις χειρότερες ταινίες όλων των εποχών – τόσο κακή, που σήμερα είναι cult: το Plan 9 From Outer Space, του Εντ Γουντ. Εκεί κάπου, ο Λουγκόζι μάλλον αποφάσισε να αποχωρήσει. Πέθανε πριν τελειώσουν τα γυρίσματα (στην υπόλοιπη ταινία τον «αντικατέστησε» ο μασέρ του Εντ Γουντ. Όταν μιλάμε για κακή ταινία, εννοούμε Κακή Ταινία). Να, δείτε πόσο Κακή Ταινία είναι:
Η τελική ειρωνεία είναι πως ο Λουγκόζι δεν κατάφερε ούτε και με το θάνατό του να ξεφύγει. Η οικογένειά του, από καθαρά δική της πρωτοβουλία, αποφάσισε να τον θάψει τυλιγμένο –ναι, καλά το φανταστήκατε– τυλιγμένο στη χαρακτηριστική κάπα του Δράκουλα με τον ψηλό γιακά.
Αν υπήρχαν οι Απέθαντοι, οι νεκροί που επιστρέφουν για να εκδικηθούν, ο Λουγκόζι θα είχε κάθε λόγο, αλλά και το know-how, να είναι ένας από αυτούς.
* * *
Εδώ άλλες επετειακές αναρτήσεις από το dim/art
One comment