H Μαρί Μπασκιρτσέφ (24/11/1858-31/10/1884), ταλαντούχος ζωγράφος η ίδια, μανιώδης και ακάματη αναγνώστρια, φίλη συγγραφέων και καλλιτεχνών, μια πολίτης του κόσμου που μιλούσε πέντε γλώσσες, έπαιζε άρπα και πιάνο, και θάμπωνε τους πάντες στους χορούς, η «Σλάβα Παρθένος» όπως την αποκαλούσαν, υπήρξε από τις ρομαντικές μορφές στην εποχή με την πλέον έντονη πολιτιστική δραστηριότητα του 19ου αιώνα, εξαιτίας της ομορφιάς της, του καλλιτεχνικού ταλέντου και της τραγικής ζωής της.
Αυτοπροσωπογραφία, 1880
Γεννημένη σε μια επαρχιακή πόλη της Ουκρανίας (Мария Константиновна Башкирцева) στις 24 Νοεμβρίου του 1858, από ευγενείς γονείς, ταξίδεψε από παιδί με τη μητέρα της σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στα δώδεκά της χρόνια εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της (οι γονείς της είχαν εντωμεταξύ χωρίσει) στη Νίκαια. Αφού έλαβε τη βασική εκπαίδευση με κατ’ οίκον διδασκαλία, στα δεκαεννιά της μετακόμισαν οικογενειακώς στο Παρίσι για να σπουδάσει ζωγραφική στην Académie Julian της Γαλλίας. Εκεί, προσέφευγαν οι νεαρές Ευρωπαίες και Αμερικανίδες που διψούσαν να σπουδάσουν καλές τέχνες, καθώς επρόκειτο για τη μόνη αντίστοιχη σχολή που δεχόταν φοιτήτριες έως το 1897.
«Και ποιο το νόημα να κλαίω; Τα δάκρυα δεν μου χρειάζονται. Η δυστυχία είναι η μοίρα μου· αυτό και το να γίνω μια διάσημη καλλιτέχνις».
Στο ατελιέ, 1881
Στη διάρκεια της σύντομης ζωής της —πέθανε από φυματίωση στο Παρίσι προτού προφτάσει να γιορτάσει τα 26α γενέθλιά της— η Μπασκιρτσέφ εμφάνισε έργο αξιομνημόνευτο (περίπου εκατό λάδια και παστέλ, σχεδόν φωτογραφικής τεχνικής, πολλά από τα οποία κατέστρεψαν οι Ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) και κατάφερε όχι απλώς να υπερβεί τα όρια του περιορισμένου κύκλου της ρωσικής «αποικίας» στη Γαλλία, αλλά να αφήσει βαθύ το χνάρι της, ως φαινόμενο, στην παριζιάνικη πνευματική ζωή στα τέλη του 19ου αιώνα. Σήμερα, τα έργα της εκτίθενται στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου.
«Μόνο να ξέραμε τι θα γίνει μετά!… Αλλά δεν ξέρουμε. Από την άλλη, αυτή η περιέργεια είναι που κάνει τον θάνατο λιγότερο τρομακτικό σε μένα»
Φεμινίστρια ούσα, συνεργαζόταν με το φεμινιστικό έντυπο La Citoyenne, υπογράφοντας τα άρθρα της με το ψευδώνυμο «Pauline Orrel». Περίφημη είναι η φράση της: «Αφήστε μας να αγαπάμε τα σκυλιά, αφήστε μας να αγαπάμε μόνο τα σκυλιά! Οι άντρες και οι γάτες είναι άπιστες υπάρξεις».
H Μπασκιρτσέφ, που έζησε και έγραψε με το ίδιο πάθος, κρατούσε ημερολόγιο από τα δεκατρία της χρόνια, το περίφημο «ζουρνάλ» που αναφέρει ο Καββαδίας. Το έργο αυτό, όταν δημοσιεύθηκε σε δεκαέξι τόμους στη Γαλλία, όχι απλώς την έκανε διάσημη καθώς τεκμηριώνει τη συνεισφορά της στους αγώνες των καλλιτεχνών-γένους-θηλυκού, μα και αποτελεί εν πολλοίς αποκαλυπτική καταγραφή της ιστορίας της αστικής τάξης. Το 1891 δημοσιεύτηκε η αλληλογραφία της με τον μεγάλο έρωτά της, τον Γκυ ντε Μωπασάν.
Η Μαρί Μπασκιρτσέφ, που πρόφτασε να αφοσιωθεί στη ζωγραφική μόλις 7 χρόνια, κι αυτά με υποχρεωτικά διαλείμματα λόγω της ασθένειάς της, είναι μια ιστορία ακρωτηριασμένη από τον πρόωρο θάνατο και, παρ’ όλα αυτά, λαμπερή.
Ομπρέλα
* * *
Ο Μούζιλ και το ημερολόγιο της Μπασκιρτσέφ
—του Γιώργου Ζεβελάκη (Τα Νέα, 21/4/2007)—
Οι Έλληνες αναγνώστες γνώρισαν ύστερα από αρκετή καθυστέρηση τον «Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες» του Ρόμπερτ Μούζιλ (1880-1942) στη δίτομη έκδοση του «Οδυσσέα», σε μετάφραση Τούλας Σιετή.
Το πρώτο μέρος του έργου δημοσιεύθηκε το 1932, είχε κλασική γλώσσα και μορφή άλλοτε μυθιστορήματος και άλλοτε δοκιμίου, θύμιζε αλλού τον Προυστ και αλλού τον κύριο Τεστ του Βαλερί, γράφει ο Μορίς Μπλανσό. Παρομοιάζει μάλιστα τον «Άνθρωπο» του Μούζιλ —που δεν λέει «όχι» στη ζωή αλλά «όχι ακόμα», δεν θεωρεί τίποτε αμετακίνητο, αγνοεί τα συστήματα και τους προκαθορισμούς— με τον σύγχρονο άνθρωπο, τον ικανό για τη μέγιστη ακρίβεια και την έσχατη διάλυση.
«Η εκκρεμότητα είναι ένας από τους θεμελιώδεις τύπους οικοδομήματος της ζωής μας», η μέθοδος να θεωρηθεί «προσωρινώς οριστική», σπάνια ένιωθε «αδυσώπητα αποφασισμένος»: ήταν μερικά μοτίβα της γραφής του Μούζιλ.
Σε άλλο σημείο παρουσιάζει κοινωνικά φαινόμενα της εποχής του να έχουν τις αφετηρίες τους σε πνευματικά έργα του παρελθόντος:
«Το έπος της νέας μηχανοποιημένης κοινωνικής και συναισθηματικής ζωής το δημιούργησαν από την αρχή κιόλας οι Μπαλζάκ, Σταντάλ και Φλομπέρ, ενώ το δαιμονικό της ψυχής οι Ντοστογιέφσκι, Στρίντμπεργκ και Φρόυντ».
Από τα πρώτα διαβάσματα του Μούζιλ (το 1912) υπήρξε το «Ημερολόγιο της Μαρίας Μπασκιρτσέφ» , που φαίνεται να έχει κάποια συγγένεια με το μυθιστόρημά του και μας θυμίζει στίχο από το «Μαραμπού».
Η συνάντηση, 1884
Μαραμπού
—Νίκος Καββαδίας—
Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐζήσαμε μαζὶ
πὼς εἶμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πὼς τὶς γυναῖκες μ᾿ ἕνα τρόπον ὕπουλο μισῶ
κι ὅτι μ᾿ αὐτὲς νὰ κοιμηθῶ ποτέ μου δὲν πηγαίνω.
Ἀκόμα, λένε πὼς τραβῶ χασίσι καὶ κοκό,
πὼς κάποιο πάθος μὲ κρατεῖ φριχτὸ καὶ σιχαμένο,
κι ὁλόκληρο ἔχω τὸ κορμὶ μὲ ζωγραφιὲς αἰσχρές,
σιχαμερὰ παράξενες, βαθιὰ στιγματισμένο.
Ἀκόμα, λένε πράματα φριχτὰ πάρα πολύ,
ποὺ εἶν᾿ ὅμως ψέματα χοντρὰ καὶ κατασκευασμένα,
κι αὐτὸ ποὺ ἐστοίχισε σὲ μὲ πληγὲς θανατερὲς
κανεὶς δὲν τό ῾μαθε, γιατὶ δὲν τό ῾πα σὲ κανένα.
Μ᾿ ἀπόψε, τώρα ποὺ ἔπεσεν ἡ τροπικὴ βραδιά,
καὶ φεύγουν πρὸς τὰ δυτικὰ τῶν Μαραμποὺ τὰ σμήνη,
κάτι μὲ σπρώχνει ἐπίμονα νὰ γράψω στὸ χαρτί,
ἐκεῖνο, ποὺ παντοτινὴ κρυφὴ πληγή μου ἐγίνη.
Ἤμουνα τότε δόκιμος σ᾿ ἕνα λαμπρὸ ποστάλ
καὶ ταξιδεύαμε Αἴγυπτο γραμμὴ Νότιο Γαλλία.
Τότε τὴ γνώρισα -σὰν ἄνθος ἐμοίαζε ἀλπικὸ-
καὶ μία στενὴ μᾶς ἔδεσεν ἀδελφικὴ φιλία.
Ἀριστοκρατική, λεπτὴ καὶ μελαγχολική,
κόρη ἑνὸς πλούσιου Αἰγύπτιου ὁπού ῾χε αὐτοκτονήσει,
ταξίδευε τὴ λύπη της σὲ χῶρες μακρινές,
μήπως ἐκεῖ γινότανε νὰ τήνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδὸν τῆς Μπασκιρτσὲφ κρατοῦσε τὸ Ζουρνάλ,
καὶ τὴν Ἁγία της Ἄβιλας παράφορα ἀγαποῦσε,
συχνὰ στίχους ἀπάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ὧρες πολλὲς πρὸς τὴ γαλάζιαν ἔκταση ἐκοιτοῦσε.
Κι ἐγώ, ποὺ μόνον ἑταιρῶν ἐγνώριζα κορμιά,
κι εἶχα μίαν ἄβουλη ψυχὴ δαρμένη ἀπ᾿ τὰ πελάη,
μπροστά της ἑξανάβρισκα τὴν παιδικὴ χαρὰ
καί, σὰν προφήτη, ἐκστατικὸς τὴν ἄκουα νὰ μιλάει.
Ἕνα μικρὸ τῆς πέρασα σταυρὸν ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ
κι ἐκείνη ἕνα μοῦ χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ἤμουν ὁ πιὸ δυστυχισμένος ἄνθρωπος τῆς γῆς,
ὅταν ἐφθάσαμε σ᾿ αὐτὴν ποὺ θά ῾φευγε, τὴν πόλη.
Τὴν ἐσκεφτόμουνα πολλὲς φορὲς στὰ φορτηγά,
ὡς ἕνα παραστάτη μου κι ἄγγελο φύλακά μου,
καὶ μία φωτογραφία της στὴν πλώρη ἦταν γιὰ μὲ
ὄαση, ποὺ ἕνας συναντᾶ μὲς στὴν καρδιὰ τῆς Ἄμμου.
Νομίζω πὼς θὲ νά ῾πρεπε νὰ σταματήσω ἐδῶ.
Τρέμει τὸ χέρι μου, ὁ θερμὸς ἀγέρας μὲ φλογίζει.
Κάτι ἄνθη ἐξαίσια τροπικὰ τοῦ ποταμοῦ βρωμοῦν,
κι ἕνα βλακῶδες Μαραμποὺ παράμερα γρυλίζει.
Θὰ προχωρήσω!… Μία βραδιὰ σὲ πόρτο ξενικὸ
εἶχα μεθύσει τρομερὰ μὲ οὐίσκυ, τζὶν καὶ μπύρα,
καὶ κατὰ τὰ μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
τὸ δρόμο πρὸς τὰ βρωμερά, χαμένα σπίτια ἐπῆρα.
Αἰσχρὲς γυναῖκες τράβαγαν ἐκεῖ τους ναυτικούς,
κάποια μ᾿ ἅρπαξ᾿ ἀπότομα, γελώντας, τὸ καπέλο
(παλιὰ συνήθεια γαλλικὴ τοῦ δρόμου τῶν πορνῶν)
κι ἐγὼ τὴν ἀκολούθησα σχεδὸν χωρὶς νὰ θέλω.
Μία κάμαρα στενή, μικρή, σὰν ὅλες βρωμερή,
οἱ ἀσβέστες ἀπ᾿ τοὺς τοίχους της ἐπέφτανε κομμάτια,
κι αὐτὴ ράκος ἀνθρώπινο ποὺ ἐμίλαγε βραχνά,
μὲ σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
Τῆς εἶπα κι ἔσβησε τὸ φῶς. Ἐπέσαμε μαζί.
Τὰ δάχτυλά μου καθαρὰ μέτρααν τὰ κόκαλά της.
Βρωμοῦσε ἀψέντι. Ἐξύπνησα, ὡς λένε οἱ ποιητές,
«μόλις ἐσκόρπιζεν ἡ αὐγὴ τὰ ροδοπέταλά της».
Ὅταν τὴν εἶδα καὶ στὸ φῶς τ᾿ ἀχνὸ τὸ πρωινό,
μοῦ φάνηκε λυπητερή, μὰ κολασμένη τόσο,
ποὺ μ᾿ ἕνα δέος ἀλλόκοτο, σὰ νά ῾χα φοβηθεῖ,
τὸ πορτοφόλι μου ἔβγαλα γοργὰ νὰ τὴν πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά… Μὰ ἔβγαλε μία φωνή,
κι εἶδα μία ἐμένα νὰ κοιτᾶ μὲ μάτι ἀγριεμένο,
καὶ μία τὸ πορτοφόλι μου… Μ᾿ ἀπόμεινα κι ἐγὼ
ἕνα σταυρὸν ἀπάνω της σὰν εἶδα κρεμασμένο.
Ξεχνώντας τὸ καπέλο μου βγῆκα σὰν τὸν τρελό,
σὰν τὸν τρελὸ ποὺ ἀδιάκοπα τρικλίζει καὶ χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στὸ αἷμα μου μία ἀρρώστια τρομερή,
ποὺ ἀκόμα βασανιστικὰ τὸ σῶμα μου παιδεύει.
Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐκάμαμε μαζὶ
πὼς χρόνια τώρα μὲ γυναίκα ἐγὼ δὲν ἔχω πέσει,
πῶς εἶμαι παλιοτόμαρο καὶ πὼς τραβάω κοκό.
Μ᾿ ἂν ἤξεραν οἱ δύστυχοι, θὰ μ᾿ εἶχαν συχωρέσει…
Τὸ χέρι τρέμει… Ὁ πυρετός… Ξεχάστηκα πολύ,
ἀσάλευτο ἕνα Μαραμποὺ στὴν ὄχθη νὰ κοιτάζω.
Κι ἔτσι καθὼς ἐπίμονα κι ἐκεῖνο μὲ κοιτᾶ,
νομίζω πὼς στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ βλακεία τοῦ μοιάζω …
Γυναίκα διαβάζει σε καταρράκτη
* * *
Ελεύθερον Βήμα, 17/10/1930
Ελεύθερον Βήμα, 17/10/1930
Ελεύθερον Βήμα, 8/2/1936
Αθηναϊκά Νέα, 25/2/1936
Αθηναϊκά Νέα, 25/2/1936
Θεατρικό Βήμα, 8/5/1994
Από την παράσταση «Μαρί Μπασκίρτσεφ: Σελιδες Ημερολογίου» (1994)
Από την παράσταση «Μαρί Μπασκίρτσεφ: Σελιδες Ημερολογίου» (1994)
* * *
Έρευνα-αρχείο: Γιώργος Ζεβελάκης
Εισαγωγικό κείμενο: Ελένη Κεχαγιόγλου
Επιμέλεια αφιερώματος: Γιώργος Τσακνιάς
One comment