Ζήσε

zise

Αυτό δεν είναι τραγούδι #607
Dj της ημέρας, η Ειρήνη Βεργοπούλου

[Ή, η τέταρτη χορδή του μπουζουκιού του Χιώτη]

Ένας πιωμένος, ξαναμμένος Ντίνος Ηλιόπουλος-Θοδωράκης, διασκεδάζει παράνομα με τη φιλενάδα του σε ένα κέντρο ενώ είναι Απόκριες. (Κόντρα ρόλος το «ξάναμμα» γι’ αυτόν, που κινούταν σαν ελεγκάντ καρικατούρα νευρόσπαστου αρσενικού στις ταινίες – ωστόσο, στην πραγματική ζωή υπήρξε μέγας εραστής). Μετά την κραιπάλη, θα επινοήσει στο γυρισμό στο σπίτι του έναν φίλο φανταστικό, τον οποίο και καλά επισκέπτεται συχνά, και αυτό μόνο και μόνο για να δικαιολογήσει στη γυναίκα του Μάρω Κοντού-Φωφώ τις συχνές απουσίες του, ελέω συστηματικού κερατώματος. Ιδέα δεν έχει ότι καιρό μετά, ο ανύπαρκτος φίλος Λευτεράκης θα εμφανιστεί μπροστά του κανονικότατα, με τη μορφή του Κώστα Βουτσά.

Σενάριο, ερμηνείες βασικών ηθοποιών, τσιτάτα, ευωχία: Αν «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» του Σακελλάριου (1963, αλλά βασισμένο στο θεατρικό του 1955) ήταν Αμερικάνικη ταινία, θα λέγαμε ότι είναι διεθνές σχεδόν αριστούργημα κωμωδίας.

Κάποια στιγμή στην ταβέρνα που διεξάγεται το αποκριάτικο πάρτι λοιπόν, ο μερακλωμένος εραστής απαιτεί να βγει στη σκηνή ο φίλος του ο Μανώλης ο Χιώτης να τραγουδήσει. Έτσι και γίνεται, και εμφανίζεται ο μέγας αρχοντορεμπέτης Χιώτης, κρατώντας το δικής του επινόησης μπουζούκι, που του είχε προσθέσει μια τέταρτη χορδή για να αποδίδει πιο γρήγορα, έχοντας δίπλα τη Μαίρη τη Λίντα, μια φράπα με μελένια φωνή και αγκαλιά αγγέλων, ανοιχτή, που χωρούσε ήρωες και θεατές μαζί μέσα της. Παραδίπλα και ένα βήμα πίσω, οι νεότατες τότε αδελφές Μπρόγιερ, κάπως δυτικοευρωπαίες φυσιογνωμικά, γοητευτικά ταιριαστές στο άκουσμα παρόλα αυτά, ακολουθούν τους ρυθμούς και κινούνται συνοδευτικά δεξιά-αριστερά, με μια, θαρρείς, πειθαρχία. Ο Χιώτης, μια ζωγραφιά από λεπτή πένα και μαύρο μελάνι: ένας τύπος σπαρμένος κατευθείαν στα σπλάχνα της ελληνικής μουσικής, που δεν θα ζούσε παρά μόνο επτά χρόνια ακόμα, έχοντας αφήσει πίσω 1500 τραγούδια, και μια αύρα μύθου, καρφί μέσα στο DNA του Έλληνα.

Γλέντα, γλέντα, γλέντα, γλέντα, γλέντα
γιατί αλλιώς είσαι κορόιδο με πατέντα
Κοίτα τώρα που ‘σαι νέος
λίγο να καλοπεράσεις
πριν περάσουνε τα χρόνια
και πρωτού στραβογεράσεις

Πίνε, πίνε, πίνε, πίνε, πίνε
η ζωή μας τι νομίζεις ότι είναι
θέλει και λιγάκι γέλιο
θέλει και λιγάκι γλέντι
η πολλή δουλειά τον τρώει
όπως λένε τον αφέντη

Ζήσε, ζήσε
και κορόιδο σαν τους άλλους να μην είσαι
που περνάνε τη ζωή τους
δίχως να χαρούν σταλιά
από τη δουλειά στο σπίτι
κι απ’ το σπίτι στη δουλειά

Κρίμα, κρίμα, κρίμα, κρίμα, κρίμα
το κλειδώνεις στο συρτάρι σου το χρήμα
φάτα όλα σου μονάχος,
όσο είν’ καιρός ακόμη
γιατί αν καθυστερήσεις
Θα στα φάν’ οι κληρονόμοι

Όπα, όπα, όπα, όπα, όπα
αν μπορείς και κάθε βράδυ γλεντοκόπα,
η ζωή μας είναι λίγη,
τα μαλλιά γεμίζουν χιόνια,
δε θα ζήσει η αφεντιά σου
εκατόν ογδόντα χρόνια

* * *

Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.

Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια

Το dim/art στο facebook

follow-twitter-16u8jt2 αντίγραφο

1 comments

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.