Ετικέτα: Στέλιος Φραγκούλης
-

Το μυστικό που δεν θα ειπωθεί
—του Στέλιου Φραγκούλη— Και τα παιδιά συνέχισαν να κατεβαίνουν το πεζοδρόμιο και να περνούν απέναντι το μεγάλο δρόμο, με τα ρούχα της πρόσκαιρης μόδας, δεκάδες χρόνια, μπορεί και αιώνες, εκτελώντας το προορισμένο ταξίδι τους με κέφι αμείωτο, καθώς η γειτονιά τα φοράει σαν φυλλωσιά που αλλάζει. Και μετά χειμάζονται τα ποτέ παιδιά στις κουρνιές τους…
-

Η πισίνα
—του Στέλιου Φραγκούλη— Ο pool grandpa έτρεμε απ’ το κρύο χτενίζοντας τη γαλάζια επιφάνεια του νερού. Κίτρινα φύλλα ήταν στρωμένος ο πάτος και πευκοβελόνες, μα αυτός μάζευε τώρα όσα επέπλεαν, μαζί με κάτι ασημιές κορδέλες και κομφετί απ’ τα χτεσινά γιορτάσματα. Πίσω απ’ το παραθυράκι, ο ηλικιωμένος παππούς της οικογένειας ρίχνει μια ματιά στο γέρο…
-

Το ενυδρείο
—του Στέλιου Φραγκούλη— Τα ψάρια κάθονταν ακίνητα, κοιμούνταν και ο βόμβος της συσκευής καθαρισμού του μικρού ενυδρείου έμοιαζε με ησυχία, ή ροή αίματος που ακούς όταν κλείνεις τ’ αυτιά σου. Η περιγραφή ψυχικών χώρων αυθαιρετεί, βέβαια, αφού τίποτε μη αισθητό δεν είναι φυσικό να υπάρχει. Αλλά οι περιγραφές πραγματικών χώρων, όσο και αν προσπαθούν, δεν…
-

Πίσω από τα ονόματα
—του Στέλιου Φραγκούλη— Ο ήλιος βγαίνει και τα ψηλά βουνά φωτίζονται σαν ανάποδα, ο ήλιος βγαίνει μέσα από τη θάλασσα και χάνεται νωρίς πίσω απ’ τα βουνά που υψώνονται πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Έχουν περάσει όλα αυτά τα χρόνια (τα χρόνια δεν ανήκουν σε κανέναν) σε αντίθετο προσανατολισμό και φαίνεται φυσικό ο ήλιος να…
-

Ταξίδι στον Ημιόροφο
—του Στέλιου Φραγκούλη— Ο κύριος Βασίλης μάζεψε μια ελιά από κάτω, μια χαμάδα, που μάθαμε να λέμε και μεις τα κολεγιόπαιδα. Τη μασούλησε με το κλουκ-κλουκ της μασέλας του και ύστερα έβγαλε το «ουκούτσι» στην άκρη των δαχτύλων και το πέταξε στο χώμα. Οι κότες έτρεξαν να δούν τι ήταν — κατόπιν, βέβαια, το παράτησαν.…
-

Όχι είδωλο
—του Στέλιου Φραγκούλη— Όμως ένας άλλος γέροντας, όχι λιγότερο ο ίδιος αυτός από τον ίδιο, ούτε όμως και είδωλο, κάθεται και εκείνος σαρακοφαγωμένος από το χρόνο, απέναντί του και τον κοιτάζει. Ο ίδιος κόσμος, εκείνος που χώρεσε όλα όσα ήταν προορισμένα γι’ αυτόν. Και τούτα τα αφηρημένα γεγονότα, τα παιδιά του και τα εγγόνια του,…
-

Πρώτη Ιουλίου
—του Στέλιου Φραγκούλη— Μιλάς, η απουσία κρέμεται στο τσιγκέλι. Σαν το -1 σου καπνίζεις τρία πακέτα την ημέρα. Άνοιξα τον καταψύκτη, αυτός ο παγωμένος Άδης, αυτός ο τάφος γεμάτος κεφάλια που κοιμούνται στον ουρανό. Εγώ είμαι η λίμνη σου και βγαίνω μέσα απ’ τα νερά. Η παπαδιά ήθελε λίγο αίμα να διώξει τη μελαγχολία. Σ’…
-

Το όστρακο του σκύλου
—του Στέλιου Φραγκούλη— Το βαγόνι ταρακουνιόταν στις στροφές και τ’ ανθρώπινα μέλη αιωρούνταν. Κάπου, κάπου σήκωνα το βλέμμα. Μού έκανε εντύπωση η Σλάβα κυρία στο απέναντι κάθισμα. Με τα μακριά κίτρινα νύχια της σε οριζόντια θέση πόσο επιδέξια χάιδευε την οθόνη… Τα μαλλιά έμοιαζαν βρεγμένα, σα να είχε χτενίσει μια αραιή χτένα άφηναν να φαίνεται…
-

Η συμφεροντολογία των αισθήσεων
—του Στέλιου Φραγκούλη— Ένα παιδί… Σαν αυτό που περιμένοντας τον κρεοπώλη (παλιά τον λέγαμε χασάπη) να ετοιμάσει την παραγγελία, χαζεύει τα γδαρμένα ζώα, παρατηρεί τις σκισμένες μασχάλες για να περνούν τα πόδια να μην κρέμονται πέρα-δώθε. Παρατηρεί κάτι ίχνη δέρματος γύρω απ’ τα χείλη, μαζί με τριχούλες και μαντεύει το χρώμα — τι δημοκρατία είναι…
-

Στιγμιαία αφαίρεση στο ταμείο
—του Στέλιου Φραγκούλη— Μιλάς με συγκατάβαση, το πρόσωπο σε απωθεί σαν ωμό αυγό. Κρύβοντας την αποστροφή σου γιατί φιλοξενεί το Σώμα, είναι η αίσθηση ότι το σώμα φιλοξενείται, από το πρόσωπό του. Το πρόσωπο είναι μια κουτή και απωθητική θεία που κηδεμονεύει τον έρωτά σου. Κάθεται μαζί κι αυτή στο σαλόνι και σάς κάνει παρέα.…
-

Ευγονία
—του Στέλιου Φραγκούλη— Κάποτε θα είμαι μια μακρόσυρτη δύση που θα κοκκινίζει τις ριγέ πιτζάμες ενός γέρικου ανθρώπου. Ένα πουλάκι μπήκε χτες στην κουζίνα και χτύπαγε στους τοίχους. Ο γέρος το πήρε στα χλωμά του χέρια και το οδήγησε στο ανοιχτό παράθυρο. «Άντε γαμήσου και συ», κόχλασε ο λάρυγγάς του… «Έλα, Αργύρη, θα πας να…
-

Λαογραφία
—του Στέλιου Φραγκούλη— Μέσα στο τελειωμένο περιβόλι, το σκιάχτρο ρίχνει τον ίσκιο του. Πέρασε το καλοκαίρι, πέρασε κι ο Σεπτέμβρης. Του χρόνου πάλι, θα ‘ρθουν να ξαναστήσουν ό,τι έχει απομείνει —σκιάχτρο— απ’ τους αέρηδες και τις βροχές. Θα ‘ρθουν με άλλο παλιό καπέλο, άλλα ρούχα, καρφιά… Θα το κουβαλήσουν στην άκρη για να το φτιάξουν…