Χαμένοι στη μετάφραση

Τι είναι μετάφραση; Επί πίνακι
ενός ποιητή το ωχρό κι αγριωπό κεφάλι,
του παπαγάλου η στριγκλιά, πιθήκου φλυαρία
κι άγρια σύληση νεκρών

—Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ—

—Ένα αφιέρωμα του dim/art για την Παγκόσμια Ημέρα Μετάφρασης—

Μια ανοιχτή επιστολή της μεταφράστριας Μαργαρίτας Ζαχαριάδου προς τη Μετάφραση, μια αναφορά  του Γιώργου Τσακνιά στους κακούς μεταφραστές κι ένα παιχνίδι με το μεταφραστήρι του google, ένα προφητικό κείμενο του Φαίδωνα Ταμβακάκη από το μακρινό 1986, παραδείγματα οδυνηρά «πιστής» μετάφρασης από τη Μαρία Τσάκος. Η Ελένη Κεχαγιόγλου επιλέγει κείμενα του Paul Ricoeur (Για τη μετάφραση), του Τομ Ρόμπινς (για τις μεταφράσεις των έργων του), του Κώστα Κουτσουρέλη (Μετάφραση: θεωρία και πράξηκαι του Σωτήρη Τριβιζά (Η μετάφραση της ποίησης και η ψυχολογία του μεταφραστή: ένα λανθάνον κείμενο του Τέλλου Άγρα). Ακόμα: (μετα-)φράσεις για τη μετάφραση: από τον Βολταίρο και τον Γκαίτε μέχρι τον Έκο και τον Μπόρχες.

Capture

Για τη Μετάφραση

(Γιατί Μετάφραση;)

—της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου—

Αγαπητή Μ.

θα μου επιτρέψεις να σε αποκαλώ Μ. – και όχι, ας πούμε, απλώς Δ., από το «Δουλειά», που θα ήταν ίσως άστοχα γενικόλογο και αποπροσωποποιημένο. Αντιθέτως, το Μ. παραπέμπει και στο δικό μου όνομα, άρα και σε αυτό που είμαι. Και είναι δίκαιο αυτό εφόσον, αφού έκανα το, ας πούμε, λάθος να μετατρέψω ένα αθώο χόμπι σε επάγγελμα, στη συνέχεια έγινε (από μόνο του, ως συνήθως) κάτι σωστό: τουλάχιστον εξελίχθηκε το «λάθος» αυτό σε κομμάτι του εαυτού μου, το ενσωμάτωσα τόσο, που πλέον σχεδόν δεν μπορώ να εντοπίσω το περίγραμμά του και να το ξεχωρίσω ως διακριτή ή επιπρόσθετη περιοχή της ύπαρξής μου. Είμαι μεταφράστρια, όπως είμαι 1,60 στο ύψος, όπως μου αρέσουν οι σοκολάτες και αγαπάω τα ζώα. Translator is who translating does, to do is to be και τα λοιπά.

Προτιμώ επίσης μορφολογικά το «Μ.» σε σύγκριση με την απλή αιχμή του «Δ.» και το κλειστό του σχήμα – το Μ., με τις διπλές του κορυφές σαν δόντια, ανοιχτό στη βάση του και ελεύθερο να γεμίζει και να αδειάζει,. Μου αρέσει η ιδέα πως αυτή η διαδικασία, η μετάφραση, αποτελείται πάντα από ζεύγη: γλώσσα πρωτοτύπου και γλώσσα προορισμού, κατανόηση και απόδοση, ο συγγραφέας και εγώ, το κείμενό του και το κείμενό μου – και μ’ αρέσει πώς τα ζεύγη-κορυφές συνδέονται (ή μήπως χωρίζονται;) με τη βαθιά κατάβαση σε κάτι που, είκοσι χρόνια μετά, ακόμα δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς: τώρα που αναγκάζομαι να γράψω, θα το έλεγα ίσως «οικουμενικότητα του πνεύματος», αυτό δηλαδή που μας επιτρέπει να μαθαίνουμε μια γλώσσα με την οποία δεν γεννηθήκαμε ή να αντιλαμβανόμαστε μια άλλη, πιθανότατα ανώτερη, ευφυία από τη δική μας. Δεν γίνεται να είσαι ποτέ μόνος κάνοντας αυτή τη δουλειά: έχεις πάντα δίπλα σου τον συγγραφέα και μαζί τον κόσμο του. Αλλά και αντιστρόφως: χάρη σε σένα, αγαπητή Μ., έχω γίνει ο αόρατος (ή ελάχιστα ορατός) Doppelgaenger μερικών μεγάλων συγγραφέων.

Αυτή η ιδιότητα είναι παράξενη, βέβαια, για μένα· με οδηγεί επί πολλές ώρες κάθε μέρα σε ένα υστερικό πήγαιν’-έλα από τη μια ύπαρξη στην άλλη (σε βαθμό που η ίδια η κατάσταση της μετάβασης να γίνεται πλέον αυτοτελής ύπαρξη), αλλά πρέπει να είναι εξίσου αλλόκοτη και για τους συγγραφείς: όλοι θέλουν, ασφαλώς, να βλέπουν τα έργα τους μεταφρασμένα σε μια άλλη γλώσσα. Για να γίνει αυτό, απαιτείται ακριβώς ένας μεταφραστής-Doppelgaenger, ένας stalker, αν θέλουμε να το πούμε λίγο πιο άγρια. Αν ήμουν συγγραφέας, θα με ανησυχούσε πολύ αυτός ο ημι-αυτόνομος ίσκιος μου. Γιατί αν είναι ανίκανος να με ακολουθήσει και να με περιγράψει/σκιαγραφήσει, μπορεί να με καταστρέψει, να με παραμορφώσει σε σημείο να είμαι αγνώριστος. Κι αν πάλι είναι ικανός ο ίσκιος μου, επιμελής και στοχαστικός, τότε πόσα ακριβώς γνωρίζει; Πόσο καθαρά βλέπει τα λάθη και τα ελαττώματά μου; Αυτός ο ιδανικός αναγνώστης μου με συμπαθεί;

Αλλά σήμερα, που είναι η παγκόσμια μέρα σου, αγαπητή Μ., τυχαίνει να κλείνω πια 20 χρόνια στην υπηρεσία σου και σκέφτομαι πιο πολύ τον εαυτό μου και όλες αυτές τις λέξεις που κάποιος μου εμπιστεύτηκε να τις οδηγήσω εκεί που πρέπει. Τις καλές μέρες, είμαι περήφανη για τις χιλιάδες σελίδες που έχουν περάσει από τα δάχτυλά μου, τις εκατοντάδες φωνές που έχω υποδυθεί, όλες τις εικόνες που έχω αναπαραστήσει. Τις κακές μέρες, ξυπνάω με το κεφάλι σκοτισμένο και με τύψεις. Πάντα προσπαθώ να κάνω το σωστό. Αλλά τις κακές μέρες, κουβαλάω το βάρος για τον σιωπηρό χαμό ενός άυλου πλήθους, μιας αδύναμης λεγεώνας, που ποτέ δεν φωνάζει αλλά ψιθυρίζει ασταμάτητα – μικρές λέξεις, αχνές αποχρώσεις, εντάσεις βάρβαρα χαμηλωμένες. Σκόρπιες πινελιές, χαμένες. Τις κακές μέρες νιώθω το βάρος όλων εκείνων που, ενώ είχα την ευθύνη τους, χάθηκαν. Έχω μάθει, λοιπόν (εσύ μου το έμαθες) να πορεύομαι με την επίγνωση της επόμενης απώλειας ή την επίγνωση της έλλειψης και του πεπερασμένου: ούτε καν το ίδιο το κεφάλι μας δεν μπορεί να γίνει ο χώρος της τέλειας ηχητικής που απαιτεί η επικοινωνία, και που απαιτείς κι εσύ. Εγώ, πάλι, έμαθα να μην το απαιτώ πια από κανέναν.

Έλεγα για τις λέξεις που πέρασαν από τα δάχτυλά μου. Ναι, μοιάζει πολύ με εκτέλεση παρτιτούρας αυτή η δουλειά, ακόμα και από αυτή τη βασικά χειρωνακτική της άποψη. Μεταφράζοντας, η γλώσσα γίνεται κίνηση των χεριών, αφή. Κάποτε σκεφτόμουν πόσο ωραία θα ήταν αν μπορούσα να μεταφράζω περπατώντας: να βλέπω το κείμενο και να καταγράφω τη μετάφραση προφορικά. Πέρα από το προφανές πρόβλημα, ότι ή το κείμενο θα βλέπω ή τις λακκούβες, τα αυτοκίνητα και τα φανάρια στους δρόμους –πράγμα που πιθανώς θα καθιστούσε αυτή τη διαδικασία εξόχως ανθυγιεινή–, νομίζω πως θα μου ήταν αδύνατο να αποσυνδέσω τη γλώσσα (εννοώ, το λόγο, όχι το όργανο) από τα χέρια μου. Είπαμε: είμαστε χειρώνακτες. Μετατρέπουμε το πνεύμα (την ενέργεια) κάποιου άλλου, οποιουδήποτε, σε μάζα, ύλη – αν και όχι με την ταχύτητα του φωτός. Κάθε άλλο. Εσύ, αγαπητή μου Μ., ξέρεις μόνο τη βραδύτητα του φωτός.

Ευτυχώς.

Δική σου (ελπίζω) για πάντα,

Μ.

TR_3

 Ένα τοστ για τη βασίλισσα

—του Γιώργου Τσακνιά—

Μια τέλεια μεταφραστική πράξη θα ’ταν μια πράξη τέλειας ολικής συνωνυμίας. Θα προϋπέθετε μιαν ερμηνεία τέτοιας διεξοδικής ακρίβειας που δεν θα παρέλειπε ούτε μία μονάδα του κειμένου αφετηρίας […] αλλά [και δεν θα πρόσθετε] τίποτα ως παράφραση, επεξήγηση ή παραλλαγή.

George Steiner, Μετά τη Βαβέλ, μτφ. Γρηγόρης Κονδύλης,
επιμ. Άρης Μπερλής, Scripta 2004

Στο Γυρίστε το γαλαξία με ωτοστόπ του Ντάγκλας Άνταμς (1978 η ραδιοφωνική εκπομπή, 1979 το βιβλίο), ο ήρωας βάζει στο αυτί του ένα ψαράκι, με το χαρακτηριστικό όνομα Βαβελόψαρο, προκειμένου να μπορεί να καταλαβαίνει όλες τις γλώσσες που μιλιούνται στο Σύμπαν. Πιο απλά και πεζά ως μέσα, εξίσου όμως φιλόδοξα ως προς τον στόχο, εν έτει 2014 μας συντροφεύουν τα διάφορα ηλεκτρονικά μεταφραστήρια.

Παρακάτω στο σημερινό αφιέρωμα, θα βρείτε ένα κείμενο του Φαίδωνα Ταμβακάκη που έχει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς είναι γραμμένο το 1986, σε μια εποχή π.Ι. (προ Ίντερνετ), όπου οι υπολογιστές ήταν κάτι πολύ λιγότερο διαδεδομένο παγκοσμίως — πολλώ δε μάλλον στην Ελλάδα. Τριάντα έξι χρόνια από τον Άνταμς και είκοσι οχτώ από τον Ταμβακάκη, τα αυτόματα μεταφραστήρια (google, bing κ.ά.) χρησιμοποιούνται ευρέως· η αντίφαση που δύσκολα μπορούσε να προβλεφτεί στο αφιέρωμα του περιοδικού Διαβάζω ήταν ότι ναι μεν το αποτέλεσμα της μετάφρασης από έναν υπολογιστή, ακόμα και ισχυρό (και οι σημερινοί υπολογιστές είναι αδιανόητα ισχυροί για τα μέτρα του 1986), είναι από αστείο έως τραγελαφικό, από την άλλη όμως αυτό δεν εμποδίζει τα μεταφραστήρια να έχουν αναχθεί σε ένα αρκετά ευρείας χρήσης εργαλείο, αφού έχουν υποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τα λεξικά (τόσο τα έντυπα όσο και τα online), μιας και είναι πάντα πρόχειρα στο toolbar του browser μας, ακόμα και στο κινητό μας, αλλά χρησιμοποιούνται και για μετάφραση κειμένων· όχι, ξαναλέω, γιατί η μετάφραση δεν είναι τρομερά κακή, αλλά γιατί υπάρχει ανοχή από το κοινό στο οποίο η μετάφραση αυτή απευθύνεται.

Συχνά έχω την αίσθηση ότι έχει χρησιμοποιηθεί μεταφραστήρι σε υπότιτλους ταινίας ή σίριαλ στην τηλεόραση, αν μη τι άλλο, για το πρώτο χέρι — τι τεράστια πλάνη κι αυτή, ότι μπορεί κανείς να κάνει το πρώτο χέρι όπως να ‘ναι και μετά θα αρκεί να το «χτενίσει». Σίγουρα χρησιμοποιείται μεταφραστήρι σε manual διαφόρων συσκευών. Τέλος, είναι βέβαιο (και χαρακτηριστικό) ότι χρησιμοποιείται μεταφραστήρι για τα κείμενα αρκετών site — προφανώς για χαμηλό κόστος, πιθανότατα δε με κάποια αυτοματοποιημένη διαδικασία, δηλαδή τα κείμενα να πέφτουν στο ντόπιο site από το μητρικό ξένο αυτόματα, περνώντας μέσα από το μεταφραστήρι, χωρίς να τα δει ανθρώπου μάτι. Αυτή είναι μια ακραία περίπτωση και ενδέχεται το κείμενο που προκύπτει όχι μόνο να μη βγάζει νόημα, αλλά αντίθετα, να βγάζει και νόημα και μάτι, όπως στο παρακάτω παράδειγμα από κάποιο e-shop με παιδικά (!) είδη, όπου ο επισκέπτης μαθαίνει πως μπορεί να προμηθευτεί σακίδια, στυλό και γόμες με το μουνί:

10580604_10152745417867140_1570589623_n

Προσοχή, δεν είναι προϊόν photoshop! Είναι screen captures από υπαρκτό site. Το πήραν χαμπάρι κάποια στιγμή και το κατέβασαν.

10720696_10152745415812140_1926004938_o

Προφανώς εδώ πρόκειται για τη λέξη pussy. Ο λόγος που το μεταφραστήρι επιλέγει τη δεύτερη σημασία, τη μεταφορική, και όχι την πρώτη (γατάκι), είναι πιθανότατα ότι έχει «εκπαιδευτεί» (έχουν εμπλουτιστεί οι θησαυροί από τους οποίους αντλέι) σε site με πορνό περιεχόμενο — ας μην ξεχνάμε στο κάτω κάτω ότι το πορνό εξακολουθεί να κυριαρχεί μακράν στα ενδιαφέροντα των χρηστών του internet παγκοσμίως.

Οι Κινέζοι χρησιμοποιούν τα μεταφραστήρια αβέρτα· ιδού το αποτέλεσα:

Όπως και να ‘χει, το μεταφραστήρι υπάρχει· προς το παρόν, υποκαθιστά αποκλειστικά κακούς μεταφραστές, οι οποίοι υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Ο μόνος πραγματικός κίνδυνος είναι ο ενδεχόμενος εθισμός των νεότερων γενιών, που μεγαλώνουν μαζί του, στην ευκολία του, που δεν αποκλείεται καθόλου να έχει συνέπειες στην αντίληψή τους περί ξένων γλωσσών, ακόμα και περί γλώσσας και λόγου και επικοινωνίας γενικά. Κατά τα άλλα, δεν χρειάζεται υστερία: ο Ταμβακάκης έχει δίκιο, πολύ δύσκολα θα μπορέσουν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές να αποκτήσουν ιδιότητες όπως η αφαίρεση, π.χ. — ως εκ τούτου οι υπερβολικές αντιδράσεις απέναντι στα μεταφραστήρια, όπως και απέναντι σε κάθε εξέλιξη της τεχνολογίας, θυμίζουν κάπως τη ματαιότητα του λουδιτικού κινήματος στα πρώτα χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης. Ίσως έχουν λόγο να αγχώνονται οι κακοί μεταφραστές: αυτοί ναι, δικαιολογημένα βλέπουν ανταγωνιστικά το google translate.

Κακοί μεταφραστές υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Ενίοτε, η αδυναμία κατανόησης της πρόθεσης και του ύφους του συγγραφέα του πρωτοτύπου οδηγεί σε εκτρώματα, που συχνά εκλογικεύονται ως άποψη περί όσο το δυνατόν πιο «πιστής» μετάφρασης. Στο σημερινό αφιέρωμα του dim/art, παραδείγματα «πιστής μετάφρασης» βλέπουμε τόσο στις πρώτες παραγράφους γνωστών αμερικάνικων βιβλίων, που αριστοτεχνικά κατακρεούργησε η Μαρία Τσάκος, όσο και στο απόσπασμα από το βιβλίο του Τομ Ρόμπινς, Αγριόπαπιες πετούν ανάστροφα, που επέλεξε η Ελένη Κεχαγιόγλου.

Ιδού άλλο ένα δείγμα πιστής / κακής μετάφρασης: όλο το ποστ είναι προφανώς στημένο και fake, το έγραψα εγώ για το τρίτο τεύχος του Book Press με την περσόνα ενός φανταστικού εκδότη που υπερασπίζεται μια μετάφραση που εξέδωσε απέναντι στον κακόπιστο κριτικό Γιώργο Τσακνιά:

01

02

Παραπάνω ανέφερα τα manual οικιακών συσκευών και τους υπότιτλους ταινιών στην τηλεόραση. Είναι δύο πεδία όπου παραδοσιακά η μετάφραση ταλαιπωρείται —χωρίς να θέλω να ισοπεδώσω, υπάρχουν και καλοί μεταφραστές υποτίτλων. Όσον αφορά τα manual, που έχουν το επιπλέον πρόβλημα των πάρα πολλών γλωσσών στις οποίες πρέπει να μεταφραστούν, έχει ενδιαφέρον η πρόσφατη τάση να βασίζονται αποκλειστικά στην εικόνα, όπως π.χ. οι οδηγίες συναρμολόγησις του ΙΚΕΑ: μπορεί κανείς να πει ότι εδώ έχουμε μια περίπτωση επιστροφής στη λογική των ιερογλυφικών.

Θα αναφέρω δύο αξέχαστα παραδείγματα από την τηλεόραση, που είδα με τα μάτια μου και άκουσα με τα αυτιά μου πριν από χρόνια. Σε κάποιο ντοκιμαντέρ για την Ε.Σ.Σ.Δ., ο αφηγητής μιλούσε για τις δίκες του Στάλιν στα τέλη της δεκαετίας του ’30: «During that period, most of Stalin’s enemies were purged» («εκείνη την εποχή, οι περισσότεροι από τους αντιπάλους του Στάλιν διώχθηκαν»). Ο υπότιτλος ήταν: «Ο Στάλιν είχε πολλούς εχθρούς, ο πιο μεγάλος ήταν ο Περτζ». Ποτέ δεν μάθαμε το τέλος του καημένου του Περτζ που όρθωσε το ανάστημά του απέναντι στον Πατερούλη. Ακόμα καλύτερη, διότι δημιουργεί μια άκρως σουρεαλιστική εικόνα, ήταν η ακόλουθη μετάφραση: σε κάποια ταινία εποχής, σε μια σκηνή βασιλικού δείπνου με πολλούς καλεσμένους, σηκώνεται κάποιος να κάνει μια πρόποση στη Βασίλισσα: «A toast to the Queen!» Μετάφραση: «Ένα τοστ για τη Βασίλισσα!»

Επιστρέφω στα ιντερνετικά μεταφραστήρια και στο κείμενο του Φαίδωνα Ταμβακάκη με ένα απολαυστικό παιχνίδι: τι θα συμβεί αν βάλουμε στο μεταφραστήρι ένα ελληνικό κείμενο, το μεταφράσουμε σε 2-3 γλώσσες και μετά πάλι στα ελληνικά; Το παιχνίδι αυτό δεν το επινόησα εγώ, είναι περίπου αυτονόητο. Προσωπικά, το χρωστάω στον καλό φίλο Mark Roth, γνωστό και ως CG, ο οποίος το ανήγαγε σε επιστήμη, σχεδόν επινοώντας ένα νέο κώδικα επικοινωνίας, τα cgian.

Ας δούμε λοιπόν τι παθαίνει το γνωστότερο απόσπασμα από το Άξιον εστί του «νομπελίστα» —πόσο μισώ αυτή τη λέξη!— ποιητή «μας», Οδυσσέα Ελύτη, αν το περάσεις διαδοχικά από τα αγγλικά, τα ρωσικά και τα κινέζικα και, τελικά, το επαναφέρεις στα ελληνικά, στο google translate:

ΠΡΙΝ:

Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη
λησμονάτε τη χώρα μου!

Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά
στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά
στου γλαυκού το γειτόνεμα!

Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό
τα γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ
με φοβέρες και μ’ αίματα!

ΜΕΤΑ:

Δικαστική Ilie φαντασίας
Και μυρτιά συμφωνίας δόξα
Μην ρωτάς δεν το κάνετε
Ξεχάστε τη χώρα μου!

Aetomorfa ψηλό βουνό
Μια σειρά ηφαιστειακών αμπέλια
Λευκός Οίκος και περισσότερα
Περιστέρια geitonema πέλματα για!

My πικρή χέρια Lightning
μονομιάς
Παλιός φίλος μου ζητά
Χρησιμοποιώντας τον εκφοβισμό και το αίμα!

Ή ένα άλλο πασίγνωστο ποίημα, η Ιθάκη του Καβάφη:

ΠΡΙΝ

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα
βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου
αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα
υναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή
σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός
σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας
ερωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’
εβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά
μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους
πουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η
Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

ΜΕΤΑ:

Όταν θα πάτε στην Ιθάκη
Προσευχή του δρόμος είναι μακρύς,
Γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας
Τον θυμωμένο Ποσειδώνα – μην φοβάστε
Έτσι, δεν θα βρείτε ποτέ,
Αν είναι «εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλό για τις σκέψεις σας, εάν πρόστιμο
Ενθουσιασμός μπορεί να αποτρέψει την ψυχική και σωματική επαφή σας.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας
Το άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
Αν η ψυχή σου Κουβανούς,
Αν η ψυχή σου δεν τους είναι μπροστά σας.

Παρακαλώ προσευχηθείτε ότι ο δρόμος είναι μακρύς.
Πολλοί πρωί το καλοκαίρι
Τι διασκεδαστικό, τι διασκέδαση είναι
Μπορείτε να εισάγετε το πρώτο λιμάνι δει?
Σταματήστε σ ‘εμπορεία Φοινικικά,
Τα πάντα είναι φυσιολογικό απόκτηση,
Σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ ‘έβενους μητέρα,
Και μια ποικιλία από αισθησιακό άρωμα,
Εσείς, ως πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά?
Aigyptiakes πολλές πόλεις πηγαίνουν,
Μαθαίνοντας και ακαδημαϊκούς για να μάθουν.

Η Ιθάκη είναι πάντα στο μυαλό σας.
Πού είναι δική σας.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι.
Είναι καλύτερο να χρησιμοποιήσετε για
πολλά χρόνια?
Παλιά χρόνο από το νησί θα φτάσετε,
Ο τρόπος που μπορείτε να πάρετε πλούσιοι σε όλα, Χωρίς να περιμένει για τον πλούτο στην Ιθάκη.

Ιθάκη για να σας δώσει ένα υπέροχο ταξίδι. Χωρίς αυτό thavgaines δρόμο.
Όχι περισσότερο για να σας She.

Αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν θα σας εξαπατήσουν.
Σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
Έχουν συνειδητοποιήσει οι Ιθάκες μυαλό.

Βατερλό της ποίησης — ή, για όποιον αγαπά τα παιχνίδια των σουρεαλιστών και διάβασε προσεκτικά τις προφητείες του Ταμβακάκη περί μεταμοντερνισμού, ενδιαφέρουσες και διασκεδαστικές, αν μη τι άλλο, δυνατότητες για πολλαπλές αναγνώσεις. Ας δοκιμάσουμε τώρα να κάνουμε το ίδιο σε ένα πεζό κείμενο, τη δήλωση του Γιώργου Σεφέρη —του έτερου «νομπελίστα μας» (γκρρρρ…)— εναντίον της δικτατορίας των συνταγματαρχών:

ΠΡΙΝ:

Πάει καιρὸς ποὺ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ κρατηθῶ ἔξω ἀπὸ τὰ πολιτικὰ τοῦ τόπου. Προσπάθησα ἄλλοτε νὰ τὸ ἐξηγήσω. Αὐτὸ δὲ σημαίνει διόλου πὼς μοῦ εἶναι ἀδιάφορη ἡ πολιτικὴ ζωή μας. Ἔτσι, ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὡς τώρα τελευταῖα, ἔπαψα κατὰ κανόνα νὰ ἀγγίζω τέτοια θέματα· ἐξάλλου τὰ ὅσα δημοσίεψα ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 1967 καὶ ἡ κατοπινὴ στάση μου – δὲν ἔχω δημοσιέψει τίποτα στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τότε ποὺ φιμώθηκε ἡ ἐλευθερία – ἔδειχναν, μοῦ φαίνεται, ἀρκετὰ καθαρὰ τὴ σκέψη μου.

Μολαταῦτα, μῆνες τώρα, αἰσθάνομαι μέσα μου καὶ γύρω μου, ὁλοένα πιὸ ἐπιτακτικά, τὸ χρέος νὰ πῶ ἕνα λόγο γιὰ τὴ σημερινὴ κατάστασή μας. Μὲ ὅλη τὴ δυνατὴ συντομία, νὰ τί θὰ ἔλεγα:

Κλείνουν δυὸ χρόνια ποὺ μᾶς ἔχει ἐπιβληθεῖ ἕνα καθεστὼς ὁλωσδιόλου ἀντίθετο μὲ τὰ ἰδεώδη γιὰ τὰ ὁποῖα πολέμησε ὁ κόσμος μας καὶ τόσο περίλαμπρα ὁ λαός μας στὸν τελευταῖο παγκόσμιο πόλεμο. Εἶναι μία κατάσταση ὑποχρεωτικῆς νάρκης, ὅπου ὅσες πνευματικὲς ἀξίες κατορθώσαμε νὰ κρατήσουμε ζωντανές, μὲ πόνους καὶ μὲ κόπους, πᾶνε κι αὐτὲς νὰ καταποντιστοῦν μέσα στὰ ἑλώδη στεκούμενα νερά. Δὲ θὰ μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβω πῶς τέτοιες ζημιὲς δὲ λογαριάζουν πάρα πολὺ γιὰ ὁρισμένους ἀνθρώπους.

Δυστυχῶς δὲν πρόκειται μόνον γι᾿ αὐτὸ τὸν κίνδυνο. Ὅλοι πιὰ τὸ διδάχτηκαν καὶ τὸ ξέρουν πὼς στὶς δικτατορικὲς καταστάσεις ἡ ἀρχὴ μπορεῖ νὰ μοιάζει εὔκολη, ὅμως ἡ τραγωδία περιμένει ἀναπότρεπτη στὸ τέλος. Τὸ δράμα αὐτοῦ τοῦ τέλους μᾶς βασανίζει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅπως στοὺς παμπάλαιους χοροὺς τοῦ Αἰσχύλου. Ὅσο μένει ἡ ἀνωμαλία, τόσο προχωρεῖ τὸ κακό.

Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς κανένα ἀπολύτως πολιτικὸ δεσμὸ καί, μπορῶ νὰ τὸ πῶ, μιλῶ χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τὸν γκρεμὸ ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ἡ καταπίεση ποὺ κάλυψε τὸν τόπο. Αὐτὴ ἡ ἀνωμαλία πρέπει νὰ σταματήσει. Εἶναι ἐθνικὴ ἐπιταγή.

Τώρα ξαναγυρίζω στὴ σιωπή μου. Παρακαλῶ τὸ Θεὸ νὰ μὴ μὲ φέρει ἄλλη φορὰ σὲ παρόμοια ἀνάγκη νὰ ξαναμιλήσω.

ΜΕΤΑ:

Πέρασα πολύ χρόνο, αποφάσισα να μείνω μακριά από τον κόσμο της πολιτικής. Μερικές φορές προσπάθησα να εξηγήσω. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να παραμείνει αδιάφορη ή πολιτική ζωή. Ως εκ τούτου, σε αυτά τα χρόνια, έπαψε πρόσφατα κανονική επαφή τέτοια θέματα? Θυμό πριν από το 1967 του και η στάση μου δεν άρχισε να κυκλοφορήσει – Δεν έχω τίποτα, ο ίδιος εμπλέκεται ελευθερία στην Ελλάδα από την ανακοίνωση – για μένα είναι πολύ σαφής σχετικά με μου ιδέες. 

Ωστόσο, πριν από λίγους μήνες, αισθανόμουν τον εαυτό μου και τα πάντα γύρω μου, το πιο επείγον καθήκον, είπε ένας από τους λόγους για την τρέχουσα κατάσταση μας. Με όλες τις πιθανές απλότητα, αυτό είναι αυτό που θέλω να πω,:

Έκλεισε δύο χρόνια, έχουμε εισέλθει το σχέδιο είναι σε πλήρη αντίθεση με τους ανθρώπους μας για τους ανθρώπους μας τόσο ωραία ιδανικά σε έναν παγκόσμιο πόλεμο. Μια χώρα πρέπει να είναι ένας τόπος όνειρο να κρατήσει με επιτυχία τον πόνο και την εργασία, και μέσω αυτών να τις πνευματικές αξίες βυθίστηκε στα νερά του ποταμού βάλτο. Ωστόσο, θα είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πώς μια τέτοια απώλεια θα μπορούσε να θεωρηθεί πάρα πολύ, κάποιους ανθρώπους.

Δυστυχώς, μόνο τόσο μεγάλο μέρος του κινδύνου. Όλα τα διδάσκουν, ξέρουν ότι στην αυταρχική κρατική εξουσία μπορεί να φαίνεται απλή, αλλά η τραγωδία περιμένει την αναπόφευκτη προορισμός. Αυτή η σειρά δράματος για να μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, είναι μια πολύ παλιά Αισχύλου χορό. Αριστερά ή παρόμοια κινητά κακό εξαίρεση.

Είμαι ένας άνθρωπος, δεν υπάρχει καμία πολιτική σχέση, και μπορώ να πω, το λέω χωρίς φόβο ή συγκίνηση. Είδα το βράχο μπροστά μου πού οδεύουμε ή όπου η κατάθλιψη καλύπτονται. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για τη χώρα.

Τώρα πίσω στο επιτρέψτε μου να το βουλώσει. Προσευχήσου στον Θεό να μην αφήσει τη δεύτερη φορά που θα χρειαστεί, επίσης, να πω

Είναι φανερό ότι ο πεζός λόγος υποφέρει κάπως λιγότερο στο μεταφραστήρι. Είναι επίσης φανερό —και τεκμηριώνει τον Ταμβακάκη και τα περί έλλειψης ανθρώπινης κρίσης από πλευράς ηλεκτρονικών υπολογιστών— ότι όσο πιο ελλειπτικός και αφαιρετικός είναι ο λόγος, τόσο περισσότερο αποτυγχάνει (ή, ξαναλέω, επιτυγχάνει, σε ένα άλλο επίπεδο) να τον αποδώσει το μεταφραστήρι.

Μπήκα στον πειρασμό λοιπόν να αναζητήσω το Απόλυτο Κείμενο, το Κείμενο των Κειμένων, αυτό που θα μπει στο μεταφραστήρι στα ελληνικά, θα περάσει από τις μυλόπετρες τόσων και τόσων γλωσσών και θα βγει αλώβητο — και το βρήκα! Παραθέτω απόσπασμα από την εισαγωγή του κειμένου θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ για τον πολιτισμό· το μεταφραστήρι δεν κατάφερε να το αλλοιώσει. Δεν ξέρω αν το έγραψαν άνθρωποι ή Υπεράνθρωποι ή κάποιο τρομερά προχωρημένο syriza.text.generator 01, ξέρω όμως ότι αυτό το κείμενο δεν γίνεται με τίποτα καλύτερο — ή χειρότερο:

Στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη διάρθρωση των κοινωνιών, οι πολιτισμικές δομές και εκφάνσεις φέρουν έντονο το στίγμα της άνισης κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης και της αυτοτελούς γιγάντωσης της οπτικοακουστικής και ψηφιακής παραγωγής που εκπορεύεται πρωτίστως από τις ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, η διεύρυνση του φαινομένου του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού, πλήττει δραστικά την άνθηση των ιδιαίτερων εθνικών και περιφερειακών πολιτισμών, επιβάλλοντας ένα πλέγμα τυποποιημένων πολιτισμικών προτύπων, που προβάλλουν τον ατομοκεντρισμό και τον καταναλωτισμό, ως κυρίαρχες αξίες ενός θεμιτού και επιθυμητού παγκοσμιοποιημένου «στυλ ζωής».

Η παγκόσμια διάχυση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού θα ήταν ανέφικτη χωρίς την πρότερη κατίσχυση της πολιτισμικής-ιδεολογικής ηγεμονίας μιας  διεθνοποιημένης μαζικής εμπορικής κουλτούρας, που παράγεται στα μητροπολιτικά καπιταλιστικά κέντρα και εξάγεται και καταναλώνεται σχεδόν παντού, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, με την πλούσια αλλά ανεκμετάλλευτη τόσο τη σύγχρονη πολιτιστική δημιουργία όσο και την πολιτιστική κληρονομιά.

Η εξαρτημένη και περιθωριακή θέση της χώρας μας, μέσα στον διεθνή καταμερισμό παραγωγής πολιτισμού, έχει επιφέρει έναν διπλό καταναγκασμό. Από τη μια μεριά, έχει υποβαθμισθεί η γηγενής πολιτιστική παραγωγή υπό το βάρος των εισαγωγών, ενώ η συρρικνωμένη εντόπια παραγωγή τείνει να μιμείται συνεχώς τα κριτήρια των εμπορικά επιτυχημένων συνταγών. Από την άλλη πλευρά, ο εξοβελισμός της χώρας από το διεθνές δίκτυο διακίνησης πολιτισμικών προϊόντων και η απουσία σχεδιασμένης κρατικής πολιτικής προώθησης του πολιτισμού διεθνώς, έχουν στερήσει την αυτόχθονα πολιτισμική δημιουργία από τη συμμετοχή της στο Ευρωπαϊκό και διεθνές πολιτισμικό περιβάλλον.   Σ’ αυτό το ήδη επιβαρυμένο τοπίο, έχει προστεθεί η ζοφερή συνθήκη που ορίζεται από τις μνημονιακές πολιτικές.

Στο διάστημα της ευημερίας, η εργαλειακή χρήση του πολιτισμού, προκειμένου να εδραιωθεί η πνευματική ηγεμονία που επιδίωκε η  πολιτική καθεστηκυία τάξη, οδήγησε στην τυποποίηση ενός πολιτιστικού μοντέλου που διαμόρφωσε ένα ομογενοποιημένο “γούστο”, αποσπώντας κάθε πνευματική ικμάδα από τον πολίτη και μετατρέποντάς τον σε αδρανή οργανισμό, ανίκανο και ανήμπορο να αντισταθεί.

Στις μέρες της κρίσης, οι προσπάθειες των υφιστάμενων κυβερνητικών δυνάμεων εντείνονται προς την ίδια κατεύθυνση. Προσδίδεται στον πολιτισμό ο άχαρος ρόλος της αποσύνδεσης του  πολίτη από τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα και κυρίως, από την πνευματική παραγωγή. Το πολιτιστικό μοντέλο που εξακολουθεί να προβάλλεται, είτε αφορά την ελληνική δημιουργία είτε αφορά τη διεθνή παραγωγή, είναι προσαρμοσμένο στη λογική του προϊόντος προς κατανάλωση και όχι του αγαθού που προκύπτει ως συνάρτηση της ανθρώπινης δημιουργίας και ανησυχίας με τη θεσμοθετημένη λειτουργία των πολιτιστικών φορέων.

Ο Χαλ μεταφράζει
Ηλεκτρονικοί υπολογιστές και μετάφραση

Φαίδων Ταμβακάκης, από το αφιέρωμα του περιοδικού Διαβάζω (τεύχος 156, 3/12/1986) στη μετάφραση.

Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, σαν φορείς της μεταβιομηχανικής επανάστασης, απασχολούν αναπόφευκτα και τους ανθρώπους του λόγου. Ήδη έχουν βρει εφαρμογή στη γλωσσολογία στην οποία εκτός από χειρωνακτικές υπηρεσίες προσέφεραν και τον συνδετικό κρίκο με τα μαθηματικά. Στον προφορικό λόγο και τη διερμηνεία γίνονται συνεχείς έρευνες που ασφαλώς θα τελεσφορήσουν. Στην τέχνη όμως του γραπτού λόγου και κατ’ επέκταση στη μετάφρασή της, παρουσιάζονται δύσβατα εμπόδια. Στο παρόν κείμενο θα προσεγγίσουμε το θέμα από τη σκοπιά του μεταφραστή και όχι του ειδικού στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές.

Τα εμπόδια που συναντά ένας σημερινός υπολογιστής στη μετάφραση δεν διαφέρουν από αυτά που συναντά και στη συγγραφή πρωτότυπων κειμένων. Το μηχάνημα, όσο και ισχυρό, δεν παύει να είναι μια αποθήκη κωδικοποιημένων στοιχείων και εντολών. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος, εκτός από αυτή την ιδιότητα, περιέχει και τη λεγόμενη «κρίση», η οποία του δίνει τη δυνατότητα να συμπληρώνει στοιχεία που λείπουν, στο πεδίο της ανάγνωσης-αναγνώρισης, ή να παραλείπει στοιχεία, στο στάδιο της συγγραφής-σύνθεσης. Αν διαβάσουμε ένα οποιοδήποτε κείμενο σαν ηλεκτρονικοί υπολογιστές, θα θεωρήσουμε το γραπτό ακατανόητο. Θα μας λείπουν ρήματα, υποκείμενα, αντικείμενα, οι εξηγήσεις στις αναφορές στην κοινή εμπειρία ή την παρελθούσα σκέψη, για να μην αναφερθούμε στη χρήση της ίδιας της λέξης για την εκφορά διαφόρων εννοιών. Φυσικά, αυτή η αφαίρεση, πέρα από την οικονομία που προσφέρει, είναι η ίδια εργαλείο και στοιχείο του λόγου.

Συνεπώς ο υπολογιστής θα πρέπει να αποκτήσει την ανθρώπινη «κρίση» για να μπορέσει να συγγράψει και να μεταφράσει. Η κωδικοποίηση, όμως, της κρίσης είναι έργο που θα χρειαστεί γενεές για να ολοκληρωθεί. Αρκεί να σκεφθούμε ότι απαιτείται η απομνημόνευση όλων των συγγραφικών έργων όλων των γλωσσών και εποχών, η απομνημόνευση όλων των ανθρώπινων αισθημάτων και λειτουργιών, προβλέποντας και μελλοντικές εξελίξεις. Επίσης θα πρέπει να τροφοδοτείται τακτικά η μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή με την εξέλιξη της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας, όπως αυτή εμφανίζεται καθημερινά στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

[…]

Η πραγματικά συναρπαστική εφαρμογή όμως του κομπιούτερ στη μετάφραση θα δοθεί με την ανάπτυξη της μεταμυθοπλασίας. Η μεταμοντερνιστική λογοτεχνία, τώρα ακόμη στα σπάργανα, για να ξεπεράσει τα δεσμά της μητρικής της γλώσσας θα χρειαστεί μαθηματικούς καθρέφτες του κειμένου, τους οποίους θα παίρνει ο μεταφραστής, θα τους τοποθετεί στον υπολογιστή του και θα αρχίζει το έργο του. Δεν βρίσκεται όμως στους σκοπούς του άρθρου η ανάλυση μιας τέτοιας προοπτικής.

Οι αγνοί θιασώτες της ανθρώπινης έμπνευσης και ευαισθησίας, πάντως, δεν θα πρέπει να τρομάζουν. Οι υπολογιστές τύπου Χαλ θα αργήσουν να εμφανιστούν. Ως τότε θα πρέπει να δεχτούμε την αρωγή των μηχανών στην εξερεύνηση των δυνατοτήτων της τέχνης του λόγου, γιατί η μέχρι τώρα ταχύτητα εξέλιξης του ανθρώπινου εγκεφάλου υπήρξε απογοητευτική.

* Σημείωση του dim/art: υπενθυμίζουμε ότι ο Χαλ ήταν ο ηλεκτρονικός υπολογιστής στην Οδύσσεια 2001 του Στάνλεϊ Κιούμπρικ.

05

Κυριολεξία

—της Μαρίας Τσάκος—

Ας πούμε πως ο φανταστικός μεταφραστής μας αποφασίζει να μεταφράσει το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο κυριολεκτικά. Γιατί; Γιατί του αρέσει να ακριβολογεί και γιατί θέλει να παραμείνει πάσει θυσία πιστός στο γράμμα (γιατί ποιος εκεί έξω δίνει σύκο, πισινό αρουραίου ή ιπτάμενο γαμήσι για το πνεύμα;) Ας τον βάλουμε τώρα να μεταφράσει μερικές από τις πιο γνωστές πρώτες παραγράφους στην ιστορία της αγγλικής λογοτεχνίας…

A Farewell To Arms (Ernest Hemingway)

Στο αργό καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς ζούσαμε μέσα σε ένα σπίτι μέσα σε ένα χωρίο που κοιτούσε απέναντι στο ποτάμι και το λειβάδι προς τα βουνά. Στο κρεβάτι του ποταμού υπήρχαν πετραδάκια και ογκόλιθοι, στεγνά και άσπρα μέσα στον ήλιο, και το νερό ήταν καθαρό και γοργά κινούμενο και μπλε στα κανάλια.

On the Road ( Jack Kerouac)

Γνώρισα πρώτο τον Ντιν, όχι μακριά μετά που η γυναίκα μου κι εγώ σκιστήκαμε πάνω. Μόλις είχα πάρει από πάνω μια σοβαρή ασθένεια για την οποία δε θα ενοχληθώ να σας μιλήσω, εκτός από το ότι είχε κάτι να κάνει με το οικτρά ανιαρό σκίσιμο-πάνω και το συναίσθημά μου πως όλα ήταν νεκρά.

1984 (George Orwell)

Ήταν μια φωτεινή κρύα μερα στον Απρίλη, και τα ρολόγια χτυπούσαν το δεκατρία.

A Confederacy of Dunces (John Kennedy Toole)

Ένα πράσινο καπέλο που κυνηγούσε ζούληξε την κορυφή του σαρκώδους μπαλονιού ενός κεφαλιού. Τα πράσινα ωτοπτερύγια, γεμάτα από μεγάλα αυτιά και άκοπα μαλλιά και τις λεπτές τρίχες που μεγάλωναν μέσα στων αυτιών τον εαυτό, κολλούσαν έξω πάνω στην κάθε πλευρά σαν σινιάλα στροφής υποδεικνύοντας δύο διευθύνσεις σε μια φορά.

American Tabloid (James Ellroy)

Η Αμερική δεν ήταν ποτέ αθώα. Σκάσαμε το κεράσι μας στο πλοίο πάνω και κοιταξαμε πίσω χωρίς μεταμέλειες. Δεν μπορείς αποδώσεις την πτώση μας από τη χάρη σε ένα μονό γεγονός ή σε ένα σετ από περιστάσεις. Δεν μπορείς να χάσεις αυτό που σου έλειπε στη σύλληψη.

Moby Dick (Herman Melville)

Καλέστε με Ισμαήλ. Μερικά χρόνια πριν —ποτέ μυαλό πώς μακριά ακριβώς— έχοντας λίγα ή καθόλου λεφτά στο πορτοφόλι μου, και τίποτα ιδιαίτερο να με ενδιαφέρει στη στεριά, σκέφτηκα να αρμενίσω γύρω λίγο και να δω το υδάτινο κομμάτι του κόσμου. Είναι ένας τρόπος που έχω να οδηγώ μακριά τη χολή, και να ρυθμίζω την κυκλοφορία.

Lolita (Vladimir Nabokov)

Λολίτα, φως της ζωής μου, φωτιά των λαγωνιών μου. Αμαρτία μου, ψυχή μου. Λο-λί-τα: η άκρη της γλώσσας παίρνοντας ένα ταξίδι τριών σκαλοπατιών κάτω τον ουρανίσκο για να χτυπήσει ελαφρά, στο τρία, πάνω στα δόντια. Λο. Λι. Τα.

03

Χαμένοι στη μετάφραση

—της Ελένης Κεχαγιόγλου—

Παρακάτω θα διαβάσετε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Τομ Ρόμπινς, Αγριόπαπιες πετούν ανάστροφα, εκδόσεις Αίολος, Αθήνα 2006, σ. 237-239, στο οποίο ο συγγραφέας αναφέρεται στις μεταφράσεις των έργων του σε άλλες γλώσσες.

ΕΚΕΙΝΟΙ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ που είναι εξοικειωμένοι με το έργο μου (μη σηκώνεστε όλοι μαζί) δεν θα εκπλαγούν αν μάθουν ότι ένα από τα ερωτήματα που μου κάνουν πιο συχνά είναι, «Πώς βγαίνουν τα βιβλία σου όταν μεταφράζονται σε ξένες γλώσσες;»

Για τους αναγνώστες που ενδιαφέρονται για τέτοια θέματα, δεν υπάρχει ίσως καλύτερη απάντηση από το παρακάτω παράδειγμα.

Πρώτα, να μερικές παράγραφοι από τον πρόλογο στο μυθιστόρημά μου Το Άρωμα του Ονείρου. [Αριστερά στον πίνακα]

Και τώρα μια κυριολεκτική «αντι-μετάφραση» στα αγγλικά των ίδιων παραγράφων όπως εμφανίζονται στη μετάφραση του βιβλίου στα τσέχικα. [Δεξιά στον πίνακα]

Το παντζάρι είναι το πιο έντονο ζαρζαβατικό. Το ραπανάκι, αναμφίβολα, είναι πιο καυστικό. Αλλά η κάψα του είναι μια παγερή φωτιά, είναι η καούρα της δυσαρέσκειας, όχι η φλόγα του πάθους. Οι ντομάτες είναι αρκετά εύρωστες, κι όμως τις διαπερνάει ένα υπόγειο ρεύμα ελαφρότητας. Τα παντζάρια έχουν μια θανάσιμη σοβαρότητα.Οι Σλάβοι παίρνουν τα φυσικά τους χαρακτηριστικά από τις πατάτες, την υποβόσκουσα ανησυχία τους από τα ραπανάκια, και τη σοβαρότητά τους από τα παντζάρια.Το παντζάρι είναι ένα μελαγχολικό ζαρζαβατικό, το πιο πρόθυμο να υποφέρει. Δεν μπορείς να βγάλεις αίμα στίβοντας ένα γογγύλι…Το παντζάρι είναι ο φονιάς που επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος. Το παντζάρι είναι ό,τι ακριβώς συμβαίνει στο κεράσι όταν συνουσιάζεται μ’ ένα καρότο. Το παντζάρι είναι ο αρχαίος πρόγονος του φθινοπωριάτικου φεγγαριού, γενειοφόρο, θαμμένο, αλλά όχι απολιθωμένο· είναι τα βαθυπράσινα πανιά της προσαραγμένης φεγγαρόβαρκας ραμμένα με ίνες αρχέγονου πρωτοπλάσματος· είναι το κορδόνι του χαρταετού που κάποτε συνέδεε τη Σελήνη με τη Γη· τώρα ένα λασπωμένο γατομούστακο που σκάβει απελπισμένα για ρουμπίνια. Ανάμεσα σε όλα τα λαχανικά, το κόκκινο παντζάρι είναι το πιο παθιασμένο. Το ραπανάκι μπορεί να είναι πιο καυτό, αλλά η κάψα του εκτοξεύεται μέσα στο ψυχρό πλαίσιο του άγχους, όχι του πάθους. Οι ντομάτες μπορεί να είναι αρκετά δραστήριες, από την άλλη μεριά όμως είναι γνωστές για την απροσεξία τους. Το παντζάρι είναι θανάσιμα σοβαρό.Τα σλαβικά έθνη ανέπτυξαν τα σωματικά τους χαρακτηριστικά χάρη στις πατάτες, την υποβόσκουσα ανησυχία τους από τα ραπανάκια, και τη σοβαρότητα από το κόκκινο παντζάρι.Το κόκκινο παντζάρι είναι ένα μελαγχολικό λαχανικό, πάντα έτοιμο να υποφέρει. Και από ένα λαχανικό σαν το γογγύλι δεν μπορείς να βγάλεις καθόλου αίμα…Το κόκκινο παντζάρι είναι ένας δολοφόνος που επιστρέφει συνέχεια στο μέρος του εγκλήματος. Το κόκκινο παντζάρι προβλέπει τι θα συμβεί όταν ένα κεράσι καθαρίζει το καρότο. Το κόκκινο παντζάρι είναι ένας αρχαίος πρόγονος της πανσελήνου, με μούσι, θαμμένο και τελείως απολιθωμένο· των σκουροπράσινων πανιών της σεληνιακής βάρκας ραμμένων με στοιχειώδες πλάσμα· του σπάγκου του χαρταετού που κάποτε έδενε μεταξύ τους τη Γη και τη Σελήνη, που μεταβάλλεται στο τέλος σε λασπωμένο μουστάκι που φρενιασμένα ψάχνει για ρουμπίνια.

Ο αναγνώστης μπορεί τώρα να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Προφανώς, όμως, μερικές μεταφράσεις είναι πιο ακριβείς από άλλες. Προβλήματα δημιουργούνται όταν ο αναίσθητος εκδότης πιέζει υπερβολικά το μεταφραστή, και αναγνώστες που μιλούν πολύ καλά και τις δυο γλώσσες μου έχουν πει ότι έχω μεταφραστεί στα ιταλικά με ελάχιστες απώλειες νοημάτων ή προθέσεων, αλλά ότι η μεξικάνικη μετάφραση του Ακόμη και οι Καουμπόισσες Μελαγχολούν είναι τελείως «φτηνή», ένας χαρακτηρισμός που μάλλον δεν με δυσαρεστεί όσο θα έπρεπε.

Παρεμπιπτόντως, το Άρωμα του Ονείρου στα τσέχικα «αντι-μεταφράζεται» Άρωμα του Τρελού Χορού. Δεν είμαι σίγουρος ότι δεν προτιμώ αυτό τον τίτλο από τον δικό μου. Έτσι, αν και χάνονται πολλά στη μετάφραση, σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί επίσης και κάτι να κερδηθεί.

02

Για τη μετάφραση

Απόσπασμα από το βιβλίο του Paul Ricoeur Για τη μετάφραση, μετάφραση Γιώργος Αυγουστής, Εκδόσεις Πατάκη 2009.

Θα ξεκινήσω αναφερόμενος επί μακρόν στις δυσκολίες που συναρτώνται ως ένα στοίχημα με αμφίβολη έκβαση, και κάποιες φορές μάλιστα ως ένα στοίχημα που είναι αδύνατο να βάλουμε. Αυτές οι δυσκολίες συνοψίζονται με ακρίβεια στον όρο «δοκιμασία», με τη διττή έννοια της «βασάνου» και της «κοπιώδους άσκησης». Αναφέρομαι λοιπόν σε μια δοκιμαστική φάση, ένα σχέδιο δράσης, όπως λέμε, μια επιθυμία, και μάλιστα μια επιθυμία τόσο έντονη που θα την ονομάζαμε κάλλιστα ενόρμηση1: την ενόρμηση του μεταφράζειν.

Για να γίνει σαφής η έννοια αυτής της δοκιμασίας προτείνω να επιχειρήσουμε μια σύγκριση του «μελήματος του μεταφραστή»2 για το οποίο μιλάει ο Βάλτερ Μπένγιαμν, με την έννοια της «διεργασίας» με τη διττή σημασία που της δίνει ο Φρόυντ όταν αναφέρεται, σε ένα δοκίμιό του, στη «διεργασία της ανάμνησης»3 (travail de souvenir) και σε ένα άλλο στη «διεργασία του πένθους»4 (travail de deuil). Έτσι και στη μετάφραση, το έργο το οποίο διεκπεραιώνει ο μεταφραστής έχει ως αποτέλεσμα κάτι να περισώζεται και κάτι να αφήνεται να χαθεί.

Όμως τι ακριβώς περισώζεται; Και τι ακριβώς χάνεται; Αυτά είναι τα ερωτήματα που θέτει ο όρος «ξένος» στον τίτλο του Μπερμάν. Αυτό που έχουμε εδώ είναι η δημιουργία μιας σχέσης μεταξύ δύο συμβαλλόμενων μερών με τη διαμεσολάβηση της μεταφραστικής πράξης: από τη μια, του ξένου —ενός όρου που περιλαμβάνει το έργο, το συγγραφέα και τη γλώσσα του— και, από την άλλη, του αναγνώστη, του δέκτη δηλαδή του μεταφρασμένου κειμένου. Ανάμεσά τους βρίσκεται ο μεταφραστής, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με τη μεταφορά αυτούσιου του μηνύματος από τη μία γλώσσα στην άλλη. Η δοκιμασία στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως προκύπτει από αυτήν ακριβώς την ελάχιστα βολική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο μεταφραστής στο ρόλο του ως διαμεσολαβητή. Ο Φραντς Ροζεντσβάιχ έχει αναφερθεί σε αυτή τη διαδικασία μνημονεύοντάς την ως ένα παράδοξο. Η πράξη της μετάφρασης, λέει, δε συνιστά παρά την υποταγή σε δύο αφέντες: αφενός, τον ξένο και το έργο του, το οποίο αποτελεί την έκφρασή του, και, αφετέρου, τον αναγνώστη, που επιθυμεί να κάνει δικό του το νόημα αυτού ακριβώς του έργου5. Ένας συγγραφέας ξένος, ανοίκειος, και ένας αναγνώστης που μοιράζεται την ίδια γλώσσα με το μεταφραστή. Αυτό το παράδοξο αποτελεί στην πραγματικότητα μέρος μιας προβληματικής μοναδικής στην ιδιοτυπία της, μιας προβληματικής η οποία έχει επικυρωθεί στη συνείδησή μας με διττό τρόπο: με μια υπόσχεση πίστης και μια υποψία προδοσίας. Ο Σλαϊερμάχερ, τον οποίο ένας από τους βραβευμένους μεταφραστές μας τιμά απόψε, διατύπωσε το ίδιο παράδοξο αναλύοντάς το σε δύο φράσεις: «οδηγώντας τον αναγνώστη στο συγγραφέα» και «οδηγώντας το συγγραφέα στον αναγνώστη».

1 (Σ.τ.Μ) Μια εναλλακτική απόδοση θα ήταν ο όρος «εσωτερική παρώθηση», ο οποίος χρησιμοποιείται ευρέως στην παιδαγωγική. Προτιμήθηκε ο όρος «ενόρμηση» μιας και είναι μια από τις καθιερωμένες αποδόσεις του γαλλικού όρου «pulsion» που χρησιμοποιει ο Ρικέρ.

2 (Σ.τ.Μ.) Walter Benjamin, « Die Aufgabe des Übersetzers» στο Gesammelte Schriften, IV.I, Band 10, Frankfurt a. M., Suhrkamp Verlag. 1972, σ.11-21. Ελληνική απόδοση: «Το έργο του μεταφραστή», μετ. Φώτης Τερζάκης και Γιώργος Σαγκριώτης, Πλανόδιον, τ. 23, (Ιούνιος, 1996), σ. 268-279. Ας σημειωθεί ότι ο τίτλος του περίφημου τούτου άρθρου έχει αποδοθεί στα ελληνικά ως «έργο», «μέλημα», «καθήκον», αλλά και « αποστολή του μεταφραστή», γεγονός που στα ελληνικά τουλάχιστον υποδηλώνει μια διττή σημασία του τίτλου: από τη μία, υλική διαδικασία και, από την άλλη, ηθικό πρόταγμα.

3 (Σ.τ.Μ.) Σύμφωνα με τον Φρόυντ η ψυχανάλυση ενεργοποιεί μια «διεργασία της ανάμνησης», στόχος της οποίας είναι να καταστήσει το υποκείμενο ικανό να πάει πέρα από τις αναμνήσεις-προκαλύμματα (Deckerinnerungen) που το εγκλωβίζουν σε έναν καταναγκασμό επανάληψης (Wiederholungszwang), με αποτέλεσμα αυτό να ανθίσταται στη θεραπεία προσκολλώμενο στα συμπτώματά του. Μία άλλη σημασία του ίδιου όρου στο πλαίσιο της φροϋδικής ψυχανάλυσης είναι αυτή που τον συνδέει άμεσα με τη «διεργασία του πένθους» ορίζοντάς τον ως την επιλεκτική αναδιοργάνωση των αναμνήσεων κατά τη διαδικασία του πένθους.

4 Η «διεργασία του πένθους» είναι ένα σύνολο νοητικών διαδικασιών, τόσο συνειδητών όσο και ασυνείδητων, το έναυσμα των οποίων είναι η απώλεια ενός προσώπου με το οποίο το υποκείμενο έχει αναπτύξει έντονους συναισθηματικούς δεσμούς. Όταν η διεργασία αυτή φτάσει στο τέλος της, το υποκείμενο αποδέχεται την απώλεια και ανακτά τη δυνατότητα σύναψης συναισθηματικών σχέσεων με νέα πρόσωπα.

5 (Σ.τ.Μ.) Martin Buber & Franz Rosenzweig, Die Schrift und ihre Verdeutschung, Βερολίνο, Schocken, 1936.

Cartoon D9 Starbucks copy

Μετάφραση: θεωρία και πράξη

—του Κώστα Κουτσουρέλη—

Απόσπασμα από την ομιλία που εκφωνήθηκε την 30η Σεπτεμβρίου 2004 στο Θέατρο Χυτήριο με την ευκαιρία της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του Τζωρτζ Στάινερ «Μετά τη Βαβέλ» (μτφ. Γρηγόρης Κονδύλης, επιμ. Άρης Μπερλής, Scripta, Αθήνα 2004). Πρώτη δημοσίευση: περ. «Ο πολίτης», τχ. 126, Οκτώβριος 2004

Μεταφραστές εμείς ταπεινοί,
των δρομολογίων της γραμμής φερ’ ειπείν,
του χρώματος της κόμης,
του σχηματισμού των νεφώσεων,
τι έχουμε άραγε να πούμε
σε όσους καταφέρνουν
και διαβάζουν τα πρωτότυπα κείμενα;

GÜNTER EICH

[…]

Είναι νομίζω προφανές ότι η επίθεση του Στάινερ κατά της «θεωρίας» και των «θεωρητικών» υποκινείται από ένα μέλημα πολύ βαθύτερο. Όχι τόσο από μια επιστημολογική ένσταση, όσο από μια πολιτική θέση. Όχι τόσο από τη διάγνωση μιας ορολογικής κατάχρησης, όσο από την ανοιχτή πολεμική εναντίον του θεσμού που γεννά την κατάχρηση αυτή και τη διαιωνίζει. Ο λόγος είναι φυσικά για το πανεπιστήμιο. Ο πρόλογος του Στάινερ στη δεύτερη έκδοση του «Μετά τη Βαβέλ» είναι χαρακτηριστικός. Επιτρέψτε μου να σας αναγνώσω μερικά αποσπάσματα από αυτόν και συγχωρήστε μου προκαταβολικά τον εξημμένο τόνο: είμαι βλέπετε απολύτως σύμφωνος με το περιεχόμενό τους.

[…]

Τα τελευταία χρόνια, η υπερδιόγκωση της σημασίας της θεωρίας τείνει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η θεωρία ταυτίζεται με τη σκέψη εν γένει. Έτσι διαβάζουμε αναδρομικώς για την μεταφραστική θεωρία του Κικέρωνα, του Λούθηρου, του Αμυό. Αναζητούμε και ενίοτε ανακαλύπτουμε μια μεταφραστική θεωρία στο έργο του Σεφέρη ή του Ελύτη. Τώρα, ο εύπιστος αναγνώστης που έχει διδαχθεί από τα σχετικά εγχειρίδια ότι μεταφραστική θεωρία ίσον δυσνόητα σχήματα, στρυφνοί ορισμοί και μαθηματικοφανή διαγράμματα, και αναζητεί κάτι παρόμοιο στα γραπτά των μεταφραστών αυτών, πείθεται ότι κάτι δεν πάει καλά. Και συχνά –πολύ συχνά– όταν δεν βρίσκει ούτε ψιχία έστω αφηρημένων διανοημάτων, αποφαίνεται συγκαταβατικά ότι ο κρινόμενος μεταφραστής είναι εμπειριστής, ιμπρεσσιονιστής, ασυστημάτιστος – περίπου αστόχαστος και τυχαίος. Η δηκτική παρατήρηση του Στάινερ ότι σε ορισμένους κλάδους της σύγχρονης λογοτεχνικής κριτικής υπάρχει «μια συγκεκαλυμμένη απέχθεια για τη λογοτεχνία», απέχθεια που προκύπτει από την απροθυμία της δεύτερης να στριμωχτεί στα απλουστευτικά ερμηνευτικά σχήματα της πρώτης, ισχύει ασφαλώς και για τις σχέσεις της μεταφραστικής θεωρίας προς την μετάφραση.

Η ταύτιση μεταφραστικής θεωρίας και μεταφραστικής σκέψης είναι καιρός να πάψει. Πρέπει επιτέλους να διευκρινίσουμε με κάθε δυνατή έμφαση ότι η μεταφραστική θεωρία αποτελεί τμήμα μόνο της δραστηριότητας που καλούμε μεταφραστική σκέψη. Και μάλιστα, επιτρέψτε μου να προτρέξω, το λιγότερο σημαντικό τμήμα της. Μεταφραστική σκέψη υπάρχει παντού όπου υπάρχουν μεταφράσεις και μεταφραστές. Όσο σημαντικότερο είναι ένα μετάφρασμα, τόσο σημαντικότερη είναι και η σκέψη που το υποβαστάζει. Βεβαίως, η σκέψη αυτή παραμένει αφανής, ενσωματωμένη δηλαδή στο μετάφρασμα και αναπόσπαστη από εκείνο. Ωστόσο είναι ανά πάσα στιγμή παρούσα, όσο η μουσική σκέψη που διαπνέει τη σύνθεση ή η ποιητική σκέψη που διέπει τον στίχο. Παρά τον εμπειρικό χαρακτήρα της, αυτή η μεταφραστική σκέψη, όπως άλλωστε και κάθε εφαρμοσμένη σκέψη, μπορεί κάλλιστα να είναι σκέψη απολύτως συστηματική – ουδέποτε όμως και σχηματική, όπως εξ ανάγκης είναι, και πρέπει να είναι, κάθε μεταφραστική θεωρία.

[…]

Η δραστική υποβάθμιση της σημασίας της μεταφραστικής θεωρίας, την οποία εδώ σας προτείνω, δεν αφορά αποκλειστικά, θέλω να το τονίσω, τα πονήματα των κατ’ επάγγελμα θεωρητικών. Αλλά και τα κείμενα μεταφραστικής ποιητικής των ίδιων των μεταφραστών. Εκ των υστέρων, όταν ο αναγνώστης καταπιάνεται με τα κείμενα αυτά, του δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι η ολοκληρωμένη εργασία, η μετάφραση, έχει προκύψει φυσικά και αναγκαία από τις θέσεις που έτυχε να διαβάσει. Πρόκειται ασφαλώς για τυπική παρεξήγηση. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Το έργο γεννά τους κανόνες, και όχι οι κανόνες το έργο. Κάθε Ποιητική, και από τον κανόνα δεν ξεφεύγει εκείνη του μεταφρασμένου λόγου, έχει υστερογενή και γι’ αυτό δευτερεύοντα ρόλο. Όταν δεν συνιστά απολογία προθέσεων, απλώς ερμηνεύει ένα ήδη κατορθωμένο έργο. Στην καλύτερη περίπτωση, η ποιητική συνιστά τη δημόσια όψη της αυτοκατανόησης του δημιουργού της. Στην χειρότερη περίπτωση, δεν είναι παρά μια ιδεολογία ιδιωτικής χρήσεως.

Το κρίσιμο προτέρημα των σπουδαίων μεταφραστών που σχολιάζουν την εργασία τους είναι ότι δεν ενδίδουν στις σειρήνες του θεωρητικού αισθητισμού. Ο μεταφραστής που εξηγεί ή περιγράφει το έργο του ομιλεί χάριν εκείνου, ουδέποτε ερήμην του. Το πρωτείο της πράξης είναι γι’ αυτόν αυτονόητο, η θεωρία δεν αντιπροσωπεύει στα μάτια του παρά ένα πρόσφορο μέσο στην προσπάθειά του να εκθέσει τις προθέσεις του στο κοινό ή στους συναδέλφους του. Ο πρακτικός προσανατολισμός αυτών των κειμένων φαίνεται πρώτα απ’ όλα στην εκφραστική αμεσότητα και το καίριο της διατύπωσης που συνήθως τα διακρίνει. Αλλά και στην αυξημένη ευρετική γονιμότητά τους. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ιστορικά σημαντικότεροι θεωρητικοί αναλογισμοί πάνω στο φαινόμενο της μετάφρασης προέρχονται ακριβώς από μεταφραστές.

Αν δεν μπορούμε να μιλάμε για ισοτιμία στις σχέσεις μεταξύ μεταφραστικής θεωρίας και πράξης, μπορούμε ασφαλώς να κάνουμε λόγο για συμβίωση. Αυτή η συμβίωση μπορεί ενίοτε να αποδειχθεί επωφελής και για την ίδια την μετάφραση. Λέω «και για την ίδια την μετάφραση», επειδή δεν είναι διόλου αυτονόητο ότι οι θεωρητικοί της μετάφρασης όταν εργάζονται έχουν κατά νουν τις ανάγκες των μεταφραστών – ή ότι οφείλουν να τις έχουν. Κατά κανόνα συμβαίνει το αντίθετο. Έτσι το μέγιστο τμήμα της ακαδημαϊκής μεταφρασεολογίας, οσοδήποτε ενδιαφέρον και αν παρουσιάζει για τον γλωσσολόγο ή τον αναλυτικό φιλόσοφο, είναι για τον μεταφραστή αμελητέας αξίας. Ευτυχώς, μέσα στον ασύλληπτο όγκο της τρέχουσας παραγωγής δεν λείπουν και τα θεωρητικά κείμενα που περιέχουν διεισδυτικές, ενίοτε και συναρπαστικές παρατηρήσεις, με μέγιστο γνωστικό ενδιαφέρον και για τους μεταφραστές. Το κορυφαίο παράδειγμα ανάμεσά τους είναι ασφαλώς το έργο του ίδιου του Στάινερ. Ο μεταφραστής που θα διατρέξει με τη δέουσα προσοχή τις δώδεκα σελίδες λ.χ. που ο συγγραφέας αφιερώνει στην ανάλυση του μονολόγου του Πόσθουμου, από τη δεύτερη πράξη του σαιξπηρικού «Κυμβελίνου», ακόμη και αν είναι ο ίδιος βαθύς γνώστης του ελισαβετιανού θεάτρου, έχει πολλά να ωφεληθεί από τον πλούτο, την οξυδέρκεια και την ευαισθησία των επισημάνσεων του μελετητή.

10717898_10204287778771341_1183277583_n

Κατά δεύτερο αλλά όχι ήσσονα λόγο, οι θεωρίες διευκολύνουν την κριτική αποτίμηση μιας μετάφρασης. Ακόμη και όταν οι θεωρητικοί τονίζουν τον ουδέτερο, περιγραφικό χαρακτήρα των απόψεών τους, αυτές δεν παύουν να έχουν και μια διάσταση αξιολογική και δεοντολογική. Το ερμηνευτικό τετράπτυχο της μεταφραστικής πράξης φερ’ ειπείν, που και πάλι ο Στάινερ μας εκθέτει στο «Μετά την Βαβέλ», τετράπτυχο «ιδιοφυές και εύλογο», όπως ευλόγως το αποκαλεί ο Μπερλής, δεν μας δίνει απλώς μια εικόνα του τι πράγματι κάνει ο μεταφραστής μεταφράζοντας –τέτοιες εικόνες θα μπορούσαμε να πορισθούμε και άλλες–, αλλά κυρίως του τι θα όφειλε να κάνει. Είναι χαρακτηριστικό ότι το λεξιλόγιο του Στάινερ (εμπιστοσύνη, αμοιβαιότητα, ανταλλαγή, εξίσωση, πιστότητα, αποκατάσταση) είναι αντλημένο σχεδόν εξ ολοκλήρου από το πεδίο της ηθικής. Με την έννοια αυτή, η σκέψη του, περισσότερο από θεωρία ή έστω αφήγηση μιας διαδικασίας, όπως την θέλει ο ίδιος, μας προτείνει μια συνοπτική αλλά πλήρη μεταφραστική ηθική. Θα προσέθετα μάλιστα ότι πρόκειται για την καλύτερη ηθική της μετάφρασης που διαθέτουμε.

Από πρακτικής πλευράς τώρα, οι κανόνες αυτού του είδους μας είναι απαραίτητοι αν δεν θέλουμε να μας παρασύρει ο οίστρος των ακαταλάγιαστων εντυπώσεων κάθε φορά που αξιολογούμε ένα μετάφρασμα. Εικάζοντας τι όφειλε να είχε κάνει ο μεταφραστής, μπορούμε να κρίνουμε με μεγαλύτερη ασφάλεια τι εν τέλει κατόρθωσε. […]

Ωστόσο αυτή είναι μόνο η μία όψη του θέματος που μας απασχολεί, αφού υπάρχει, ως είθισται στις συμβιώσεις, και μια δεύτερη, σκοτεινότερη πλευρά. Γιατί αν και η επιρροή των κανόνων είναι συχνά ευεργετική, όχι λίγες φορές η ανεξέταστη καταφυγή στην αυθεντία τους δημιουργεί περισσότερα προβλήματα απ’ όσα καλείται να θεραπεύσει. Αυτό συμβαίνει όταν τα αξιώματα και τα πορίσματα των θεωρητικών ζητήσεων λαμβάνονται στην κυριολεξία τους. Όταν δηλαδή ο μεταφραστής (ή ο κριτικός του) δεν βλέπει σ’ αυτά μια γενική και, μοιραία, ατελή απόπειρα προσανατολισμού μέσα στο χάος των προσφερόμενων επιλογών, αλλά τον μίτο της Αριάδνης που του υπόσχεται εκ προοιμίου την έξοδο από τους λαβυρίνθους της πράξης. Ο μεταφραστικός προβληματισμός εκφυλίζεται τότε σε μεταφραστικό εφησυχασμό ή αποστεώνεται σε βολική ιδεολογία. Οι ζηλωτές, πάλι, αυτής της τελευταίας παύουν να αναρωτιούνται αν οι θεωρητικές τους γνώσεις είναι σύμμετρες προς τις ανάγκες του έργου που κλήθηκαν να υπηρετήσουν, και κάνουν ακριβώς το αντίστροφο. Προσπαθούν δηλαδή να τις επιβεβαιώσουν διά της βίας πάνω στην πλάτη του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα της δουλειάς τους.

Όμως υπάρχει κι ένας δεύτερος κίνδυνος από τη θεωρία και τις μεθόδους της, έμμεσος αυτός και ανησυχαστικότερος, αφού έχει να κάνει με την ίδια τη συμβατότητα αναλυτικής σκέψης και μεταφραστικής πράξης. Διότι ο ψυχολογικός μηχανισμός μιας δημιουργικής εργασίας, όπως είναι η μετάφραση, στηρίζεται σε μια δυναμική ισορροπία συνειδητών και ασύνειδων επιλογών, η οποία ενδέχεται να είναι ιδιαίτερα ευπαθής. Όπως όλοι οι συγγραφείς, οι μεταφραστές εργάζονται πάνω στη βάση ορισμένων αυτοματισμών. Πολλές από τις επιλογές τους –υφολογικές, λεξιλογικές, συντακτικές, γραμματικές ακόμη– συνιστούν στην ουσία «προεπιλογές», ή για να χρησιμοποιήσω τον όρο με τη θετική έννοια που του προσδίδει ο Γκάνταμερ, «προκαταλήψεις». Πρόκειται για προτιμήσεις, πεποιθήσεις, εμμονές τόσο βαθιά ριζωμένες στον ιδιαίτερο κόσμο του μεταφραστή, τόσο πολύ ζυμωμένες με την πείρα και την ιδιαίτερη γλώσσα του, ώστε από ένα σημείο και μετά να εκφεύγουν από τη δικαιοδοσία του συνειδητού ελέγχου.

Πεποίθησή μου είναι ότι οι εμμονές αυτές δεν μπορούν να διαταραχθούν σε μεγάλο βαθμό, δίχως να διαταραχθεί και η ποιότητα της εργασίας του μεταφραστή. Η υπέρμετρη εμπιστοσύνη στα μέτρα και τα σταθμά της θεωρητικής ανάλυσης, η υπερβολική επίγνωση του μηχανισμού της δημιουργικής εργασίας, οι αξιώσεις του συνειδητού ελέγχου μπορεί να παρεμποδίσουν ή και αναστείλουν τη δημιουργικότητα ενός μεταφραστή, ιδίως μάλιστα όταν η ιδιοσυγκρασία του δεν ρέπει προς την αφαιρετική κατανόηση της εργασίας του. Το τελικό εξαγόμενο είναι μια γενική ακαμψία, μια εκφραστική ανασφάλεια, ένας άγευστος εγκεφαλισμός, ανάλογος μ’ αυτόν που συναντούμε τόσες φορές στην κακή λογοτεχνία.

Για όλους αυτούς τους λόγους, η σημασία της θεωρητικής προπαιδείας των μεταφραστών δεν πρέπει να υπερτιμάται. Μιλώντας κάπως σχηματικά –δηλαδή θεωρητικά–, θα έλεγα ότι όταν το κείμενο είναι ευμετάφραστο, η σημασία της θεωρίας είναι έτσι κι αλλιώς περιορισμένη. Όταν πάλι είναι δυσμετάφραστο, είναι ακόμη μικρότερη. Γιατί ακριβώς τα δυσμετάφραστα έργα δεν πειθαρχούν στα προκατασκευασμένα θεωρητικά σχήματα. Η ιδιοτυπία τους αξιώνει εξ αρχής ιδιαίτερη μεταχείριση. Τα σπουδαία μεταφράσματα όλων των εποχών δίνουν την εντύπωση ότι δεν ακολουθούν σταθερά κριτήρια, ότι τηρούν τους δικούς τους ad hoc κανόνες. Κι αυτό επειδή μόνο η εμπειρική προσέγγιση είναι αρκούντως ευέλικτη για να αντιμετωπίσει τις άκρως διαφορισμένες ανάγκες της πράξης. Ιδίως για τον μεταφραστή που μεταφράζει διαφορετικούς συγγραφείς, από διαφορετικά είδη και διαφορετικές εποχές, η καιροσκοπία, ο οπορτουνισμός, συγχωρήστε μου τη λέξη, η ικανότητά του δηλαδή να μεταμορφώνεται πρωτεϊκά, να χαμαιλεοντίζει αναλόγως του κειμενικού περιβάλλοντος στο οποίο καλείται να κινηθεί, δεν είναι αμάρτημα, είναι ευλογία.
[…]

catoon1

Η μετάφραση της ποίησης και η ψυχολογία του μεταφραστή: ένα λανθάνον κείμενο του Τέλλου Άγρα

—του Σωτήρη Τριβιζά από το περιοδικό Πόρφυρας, τχ. 136—

Στη μετάφραση, και ειδικότερα στη μετάφραση της ποίησης, υπάρχουν τόσες μεταφραστικές θεωρίες όσα και μεταφρασμένα ποιήματα. Από τον περίφημο ορισμό του Ρόμπερτ Φροστ («ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση»), που αμφισβητεί τη δυνατότητα μετάφρασης της ποίησης, μέχρι τη μοντερνιστική προσέγγιση, που επιχειρεί να καταλύσει τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στη μετάφραση και στο πρωτότυπο κείμενο, κοινή συνισταμένη της μεταφρασεολογίας είναι η ομολογημένη ή ανομολόγητη παραδοχή ότι δεν υφίσταται συγκεκριμένη συνταγή προκειμένου να μεταφέρουμε ένα ποιητικό κείμενο σε άλλη γλώσσα. Oι μεταφραστικές θεωρίες συχνά καταλήγουν σε αλληλοσυγκρουόμενα συμπεράσματα, αντίστοιχα της ιδεολογικής, λογοτεχνικής ή γλωσσολογικής οπτικής γωνίας κάτω από την οποία διατυπώνονται.

Είναι παράξενο, αλλά οι περισσότερες από τις θεωρίες αυτές θέτουν στο επίκεντρο της έρευνας το αντικείμενο της μετάφρασης, δηλαδή το μεταφρασμένο κείμενο, ενώ ελάχιστες ασχολούνται με το υποκείμενο της μετάφρασης, δηλαδή τον μεταφραστή. Με άλλα λόγια, η θεωρία της μετάφρασης, ακολουθώντας ένα πρωθύστερο σχήμα, επιχειρεί κυρίως να δώσει απαντήσεις στο ερώτημα «πώς μεταφράζουμε» συχνά παραβλέποντας το ερώτημα «γιατί μεταφράζουμε», αποφεύγοντας επομένως να υπεισέλθει στα κίνητρα της μεταφραστικής πράξης και στην ιδιαίτερη ψυχολογία του μεταφραστή.

Το κείμενο που παρουσιάζεται εδώ ανήκει στη βραχεία εκείνη κατηγορία κειμένων που διερευνούν το «γιατί» της μετάφρασης, τους λόγους δηλαδή για τους οποίους κάποιος αποπειράται να μεταφράσει. Έχει τίτλο «H ψυχολογία του μεταφραστού», έχει τεθεί ως πρόλογος στο βιβλίο Zαν Mορεάς: Eκλογή από το ποιητικό του έργο, που κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Zηκάκη στην Aθήνα το 1926, και φέρει την υπογραφή του μεταφραστή του τόμου Τέλλου Άγρα.

O Τέλλος Άγρας υπήρξε μία από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες της μεσοπολεμικής μας λογοτεχνίας, ο σπουδαιότερος ίσως ποιητής της γενιάς του αν εξαιρέσουμε τον Kαρυωτάκη. O Άγρας, ως γνωστόν, καλλιέργησε με την ίδια επιτυχία την κριτική και, δευτερευόντως, τη μετάφραση και την πεζογραφία. Όπως σημειώνει ο Κώστας Στεργιόπουλος στο βιβλίο του O Τέλλος Άγρας και το πνεύμα της παρακμής, «η γνωριμία του με τους αρχαίους, η γνώση της γαλλικής γλώσσας και λογοτεχνίας, προπάντων όμως η ακαταμάχητη έλξη του Θεόκριτου, του Mορεάς και των Γάλλων συμβολιστών αποτέλεσαν κίνητρα […] ισχυρά για το μεταφραστικό του οίστρο. Μάλιστα, για ένα διάστημα, έφτασε να θεωρεί τις μεταφράσεις σαν τη μόνη σοβαρή του απασχόληση, κι αν η ποίησή του δεν είχε αρχίσει, στο μεταξύ, να παίρνει εκείνο τον ιδιαίτερα προσωπικό χαρακτήρα της, με την ατολμία του και με την υψηλή αντίληψη, που είχε για τα έργα της τέχνης, ίσως να έμενε αποκλειστικά και μόνο μεταφραστής».

O Άγρας δεν υπήρξε λοιπόν τυχαίος ούτε περιστασιακός μεταφραστής και δεν θεωρούσε τη μετάφραση πάρεργο που εκδηλώνεται στο περιθώριο του πρωτότυπου ποιητικού του έργου, αλλά ισότιμη καλλιτεχνική δημιουργία. Κάποτε μάλιστα, σε συνέντευξη που παραχώρησε το 1931 στον Kωστή Mπαστιά, ενώ εκφράζει αμφιβολίες για το πρωτότυπο ποιητικό του έργο, για τις μεταφράσεις του δηλώνει πως είναι υπερήφανος και πως τις θεωρεί «μια οριστική κατάκτηση της πνευματικής ζωής του».

Έχει ενδιαφέρον επομένως να δούμε πώς αντιμετωπίζει τη μετάφραση της ποίησης ένας δημιουργός στο πρόσωπο του οποίου συναιρούνται ο λεπταίσθητος ποιητής και ο οξυδερκής κριτικός. Κι ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως η διείσδυση που επιχειρεί ο Άγρας στην ψυχολογία του μεταφραστή έχει σημείο αφετηρίας τον εαυτό του.

Στην εισαγωγή του κειμένου ο Άγρας καταδικάζει κατ’ αρχάς τη μετάφραση που έχει ταπεινά κίνητρα, και ως τέτοια θεωρεί την απλή ματαιοδοξία, τη νεανική επίδειξη και την πρόθεση συγκρίσεως με το πρωτότυπο και τον δημιουργό του. Έπειτα διερευνά τους λόγους που μας ωθούν στη μετάφραση προτείνοντας δυο, ψυχαναλυτικές θα λέγαμε σήμερα, έννοιες: τον πόθο της ανταποδόσεως και τον πόθο της συνεργασίας.

«Εκείνο που προ πάντων και συνηθέστερα ωθεί ακατάσχετα κ’ εξακολουθητικά κ’ επαναληπτικά προς τον πειρασμό της αποδόσεως ενός έργου σε μιαν άλλη γλώσσα -στη γλώσσα μας ας πούμε-, είναι κάτι σαν ο αόριστος πόθος μιας ανταποδόσεως, ή ακόμη περισσότερο, σαν ο αόριστος πόθος συνεργασίας με τον καλλιτέχνη του, που μας γοητεύει. Μόνον κάμνοντας μια μετάφραση, υπάρχει τρόπος να κατορθώσωμε να συμμετάσχωμε, ταπεινά και φλογερά μαζί, στην αναπαραγωγή, στην αναδημιουργία ενός γοητευτικού έργου».

Αξίζει να σταθούμε λίγο σ’ αυτές τις δύο έννοιες: ο πόθος της ανταποδόσεως, όπως τον εννοεί ο Τέλλος Άγρας, καθιστά τον μεταφραστή φορέα μιας συγκίνησης. Αφού, ως αναγνώστης του πρωτότυπου κειμένου, έγινε δέκτης της συγκίνησης, τώρα επιθυμεί, μέσω της μετάφρασης, να καταστεί πομπός της. Όσο για τον πόθο της συνεργασίας, δεν είναι παρά η έσχατη απόπειρα, κι εν τέλει η νόμιμη φιλοδοξία, να οικειοποιηθούμε το ξένο έργο που μας συγκίνησε και να προσθέσουμε το όνομά μας πλάι στο όνομα του καλλιτέχνη που μας γοητεύει.

Αφού προσδιορίσει τους βαθύτερους ψυχολογικούς λόγους που μας ωθούν στη μετάφραση, ο Τέλλος Άγρας εξετάζει την προέλευση του πρωτότυπου έργου, θεωρώντας ότι πηγή του είναι η μίμηση της φύσης, και την προέλευση της μετάφρασης, θεωρώντας ότι η τελευταία πηγάζει από τη μίμηση της τέχνης. Στην ουσία, υποστηρίζει ο Άγρας, πρόκειται για την ίδια διεργασία: «Απομίμηση λοιπόν, ομοίωμα της φύσεως, είναι η δημιουργία· και η μετάφραση ομοίωμα κι’ απομίμηση της τέχνης. Και ο πόθος της απομιμήσεως της φύσεως, και ο πόθος της απομιμήσεως της Τέχνης, είναι μία και η αυτή εκδήλωση της ενεργείας, της προθέσεως, (που είναι ταυτόσημη έννοια προς τη ζωή), προεκτεταμένης επάνω στο καθαρό καλλιτεχνικόν επίπεδο».

H εξίσωση της πρωτότυπης καλλιτεχνικής δημιουργίας με τη μετάφραση ή, έστω, η αναγνώριση ότι τόσο η μία όσο και η άλλη προέρχονται από την ίδια ρίζα και εκκινούν από την ίδια αφετηρία, είναι μια θέση αρκετά προχωρημένη για την ελληνική λογοτεχνία, τουλάχιστον τους καιρούς κατά τους οποίους διατυπώνεται. Την ίδια περίπου εποχή στην Ευρώπη ο μοντερνισμός προτείνει την αυτόνομη θεώρηση του μεταφρασμένου κειμένου και ο Έζρα Πάουντ αναγνωρίζει τη μετάφραση ως μία από τις κατηγορίες της λογοτεχνικής κριτικής.

Στη συνέχεια του προλόγου του, ο Τέλλος Άγρας διακρίνει τρεις τύπους μετάφρασης και, αντιστοίχως, τρεις κατηγορίες μεταφραστών. Στην πρώτη περίπτωση ο μεταφραστής είναι ο άγουρος καλλιτέχνης που παρασύρεται από τις παρορμήσεις του, από τον ζωικό και επομένως καθόλου πνευματικό πόθο της άμιλλας, και η μετάφραση δεν αντιστοιχεί παρά στην εκπλήρωση μιας παιδιάστικης επιθυμίας, σ’ ένα τυχαίο και ασυνείδητο παιγνίδι όπου ο μεταφραστής παγιδεύεται υπακούοντας στα ταπεινότερα ένστικτά του. Αντιθέτως, για τον Άγρα ο πραγματικός καλλιτέχνης «είναι τύπος απορροφητικός, παθητικός, εσωτερικός· αναλύοντας και μελετώντας ενδοσκοπικά τον εαυτό του, είναι πολύ σοφός, ώστε να μην ξεπέσει στο ταπεινότερον επίπεδο της προσπαθείας… και πολύ ώριμος, ώστε να μην αναγνωρίσει σημασία στις έννοιες της εργασίας και της οράσεως μέσα στην καθαρά αισθητική σφαίρα του». Χωρίς να καταδικάζεται ευθέως, είναι φανερό ότι αυτός ο τύπος μετάφρασης δεν υιοθετείται από τον Τέλλο Άγρα, καθώς αφορά σε αδιαμόρφωτες καλλιτεχνικές προσωπικότητες, οι οποίες δεν έχουν ακόμα κατορθώσει να περάσουν στο στάδιο εκείνο της πνευματικότητας που είναι απαλλαγμένο από τα πάθη (τη φιλοδοξία, την άμιλλα, τη συνειδητή προσπάθεια) της οργανικής καταγωγής τους.

Στη δεύτερη περίπτωση η μετάφραση παρουσιάζεται ως ηθοποιία και ο μεταφραστής ως ηθοποιός. Πρόκειται για την περίπτωση εκείνη όπου «ο μεταφραστής ντύνεται από μια-μια, παιχνιδιάρικα και σαν δοκιμαστικά, τις ξένες προσωπικότητες, ανευρίσκοντας σε κάθε μια κάτι από τον πολύμορφον εαυτό του. Γεμίζει το αδειανό εγώ του από άπιαστους αντικατοπτρισμούς. Aυτοεξαφανίζεται μέσα στο εγώ των άλλων, ζώντας ολοένα, με μιαν αδιάσπαστη αυθυποβολή, ζώντας τις θεϊκές υπάρξεις, που δημιουργούν οι συγγραφείς και οι ποιηταί». Αυτός ο τύπος μετάφρασης προϋποθέτει επομένως την εξαφάνιση της προσωπικότητας του μεταφραστή, ο οποίος υποδύεται κάθε φορά την προσωπικότητα του ξένου συγγραφέα που μεταφράζει. Έτσι η μετάφραση, από δημιουργική ενασχόληση, υποβαθμίζεται σε μια παθητική, μιμητική διαδικασία και ο μεταφραστής παραιτείται από τον ενεργητικό ρόλο τού εν δυνάμει δημιουργού για να περιοριστεί στον παθητικό ρόλο του απλού ερμηνευτή.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τρίτη περίπτωση, διότι σ’ αυτή την κατηγορία ο Τέλλος Άγρας ταξινομεί τον εαυτό του. Πρόκειται για τη μετάφραση ως μαθητεία και τον μεταφραστή ως μαθητή:

«Επί τέλους, η προέλευση των μεταφράσεων είναι, όχι σπανίως, και τρίτη, ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο, -όπως ίσως συμβαίνει όχι και πολύ μακριά μας,- περισσότερον αυτή άξια συμπαθείας: είναι η περίπτωση που η ξένη προσωπικότης γίνεται το άσυλο (και το δεσμωτήριο) μιας ορφανής και άστεγης εμπνεύσεως, αποδιωγμένης και ζητώντας στέγη να σταθεί: και τότε, ένας είναι ο μεταφραζόμενος ποιητής […]. H μισοτελειωμένη -η οριστικά πια μισοτελειωμένη- ποιητική συνείδηση, που ποτέ δε θα ολοκληρωθή σε τετράπλευρον έργο και σε προσωπικήν αρτιότητα, απορροφάται τότε μέσα σε μιαν άλλη.

»Aισθάνεται κανείς τόσο καλά εκεί μέσα, ώστε σπανίως (και μάλιστα όχι χωρίς αξιόποινην αχαριστία) σκέπτεται πια να ξαναφύγει. Ύστερα από έρευνες άκαρπες και άδειες, εκεί είναι επί τέλους ασφάλεια. Eίναι η περισυλλογή στον εαυτό μας, που ένας άλλος -αδιάφορο!- είχε τη δύναμη, που μας λείπει, να συλλάβει, να σαρκώσει και να καταυγάσει. Mέσα στην ξένην τροχιά, κ’ η προσπάθειά μας, η χαμένη στο δρόμο της, ξαναβρίσκει τις χαμένες της πατημασιές. Kι αφηνόμαστε σιγά-σιγά και με ηδονή, ώστε να περάση, να διαμειφθή το εγώ μας, το ασήμαντο και ατροφικό, μέσα στο ευρύτερον εγώ το ξένο, κ’ είμαστε ευχαριστημένοι, είμαστε ευγνώμονες να γίνωμε άξιοι να πλουτίσωμε αυτό το ξένον εγώ με μερικά εντελώς προσωπικά μας σημάδια, που εξωραΐζουν το ξένο έργο, χωρίς και μόνα τους να μπορούν ν’ απαρτίσουν σύνθεση και αυτοτέλεια. – Είναι τόσο μοιραίο, καμμιά φορά, να είναι κανείς μαθητής! Ταυτιζόμενος με την αποστολή του, βρίσκει επί τέλους την υπέρτατη ικανοποίηση.

»Aν φιλοσοφήσει κανείς, σταθεροποιείται τότε κι’ από πεποίθηση στην ιδέα αυτή της ασφαλείας του. Γιατί να μιμηθείς, αντί ν’ αποδώσεις ό,τι υπάρχει; γιατί να ριψοκινδυνεύσεις, για ό,τι οι άλλοι έχουν ήδη έτοιμο; γιατί να χαράξεις μια κωμική παράλληλη γραμμή, όταν οι ανθρώπινοι στοχασμοί βρίσκουν διέξοδον από μιαν άλλη, εξαίσια χαραγμένη; γιατί όλες αυτές οι ματαιοδοξίες; γιατί αυτή η οπισθοδρόμηση και ο συμβαδισμός με τα παρωχημένα, ενώ η δημιουργία μόνο σαν προέκταση, σαν προσθήκη, σα συνέχιση του παρόντος είναι δικαιολογημένη;

»Θα ήταν κανείς ακόμη συνεπέστερος με τον ορθό λόγο, αν είχε περιορισθεί ν’ απολαύσει μόνο τον ξένον ποιητή, τοποθετώντας τον, σαν ένα μεγαλόστομο port-voix, στη θέση της ασθενικής και ανεπαρκούς ιδικής του εκφράσεως: να τον απολαύσει και να μην τον αποδώση. Αλλά η ποιητική ενέργεια θέλει κι’ αυτή να εκδηλωθεί: και, αδύνατη να πλάσει, δουλεύει τα πλασμένα· πέρνει τη θέση που της αξίζει, – της μορφικής απασχολήσεως επάνω στο μετάφρασμα· τη μεταφορά του λέξη προς λέξη· την ευλαβική του επένδυση με πράγματα που δε χρειάζονται το μοιραίο και ανεύθυνο, το έμφυτο ποιητικό ανάστημα, παρά το υπομονητικό κι’ αφοσιωμένο σκύψιμο, την άγρυπνη φροντίδα στο περιμάζεμμα των φραστικών απλώς θησαυρών».

Για να εννοήσουμε πλήρως τις απόψεις που διατυπώνονται παραπάνω, απόψεις που λιγότερο θυμίζουν μεταφραστική θεωρία και περισσότερο συναισθηματική έκρηξη, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τις αλλεπάλληλες καλλιτεχνικές κρίσεις που ταλάνιζαν ως ποιητή τον Τέλλο Άγρα και που τον οδήγησαν βαθμιαία σ’ ένα διαρκές συναίσθημα μειονεξίας, στην απώλεια του αυτοσεβασμού και στη συνακόλουθη έλλειψη πίστης στις δημιουργικές του δυνάμεις. Eιδωμένη κάτω από αυτό το πρίσμα, η μετάφραση αποτελεί βεβαίως ένα ασφαλές καταφύγιο, όπου μπορεί κανείς ν’ αξιοποιήσει τις μικρές του δυνατότητες παραιτημένος από φιλοδοξίες και αυταπάτες. O ίδιος ο ποιητής, σ’ επιστολή του στον I. M. Παναγιωτόπουλο, έγραφε χαρακτηριστικά: «Eννόησα από καιρό ότι δεν είναι δυνατόν ν’ αφήσω στον κόσμο άλλο, από μερικές λυρικές κραυγές, διεσπασμένες ανάμεσό τους. Aυτά όμως δεν αρκούν να συγκροτήσουν έργο, ούτε δημόσιαν εμφάνιση. Πιστεύω ότι στην τέχνη δεν υπάρχει άθροισμα προσπαθειών, αλλά ενότης προσπαθειών». Δεν είναι λοιπόν παράξενο που μια τέτοιου είδους αυτοκριτική οδήγησε, εκείνη τουλάχιστον την εποχή, τον Τέλλο Άγρα στην εκτίμηση ότι το ποιητικό του έργο υπολείπεται της μεταφραστικής προσφοράς του. Ευτυχώς για τον ποιητή, ο χρόνος φρόντισε να τον διαψεύσει. Σήμερα η αξία και η πρωτοτυπία της ποίησης του Τέλλου Άγρα αναγνωρίζεται ομόθυμα, ενώ οι μεταφράσεις του, συγκρινόμενες μάλιστα με τις μεταφράσεις άλλων συνοδοιπόρων της γενιάς του, του Καρυωτάκη παραδείγματος χάριν ή του Mήτσου Παπανικολάου, φαντάζουν υποδεέστερες από το ποιητικό του έργο.

2012-05-02-google-translateμεταΦΡΑΣΕΙΣ

Οι μεταφραστές είναι οι σκιώδεις ήρωες της λογοτεχνίας, τα παραγνωρισμένα εργαλεία που κάνουν δυνατή τη συνομιλία ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτισμούς και που μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε πως όλοι, απ’ όποιο μέρος της Γης κι αν προερχόμαστε, ανήκουμε στον ίδιο κόσμο. — Paul Auster

Η μετάφραση είναι εκείνο που μεταμορφώνει τα πάντα, με τρόπο τέτοιο ώστε να μην αλλάζει τίποτα. — Günter Grass

Η μετάφραση δεν είναι μόνο ζήτημα λέξεων: είναι εκείνο το οποίο κάνει κατανοητό έναν ολόκληρο πολιτισμό. — Anthony Burgess

Αλίμονο σε όσους κάνουν κυριολεκτικές μεταφράσεις, σε εκείνους οι οποίοι, μεταφράζοντας κάθε λέξη, αποδυναμώνουν το νόημα! Αυτή η πράξη τους μας επιτρέπει να λέμε πως το γράμμα σκοτώνει ενώ το πνεύμα χαρίζει ζωή. — Voltaire

Η μετάφραση είναι σαν τη γυναίκα. Αν είναι όμορφη, δεν είναι πιστή. Αν είναι πιστή, τότε σίγουρα δεν είναι όμορφη. —Yevgeny Yevtushenko

Το πρωτότυπο δεν είναι πιστό στη μετάφραση. — Jorge Luis Borges

Ό,τι κι αν πει κανείς για την ανεπάρκεια της μετάφρασης, το έργο αυτό είναι και θα είναι πάντα ένα από τα πιο βαρυσήμαντα και τα πλέον άξια εγχειρήματα στον κόσμο. — J. W. Goethe

Η μετάφραση είναι η τέχνη της αποτυχίας. — Umberto Eco

Εκείνο το οποίο χάνεται στην καλή ή ακόμα και στην άψογη μετάφραση είναι πάντοτε το καλύτερο. — Karl Wilhelm Friedrich Schlegel

Το χιούμορ είναι η πρώτη από τις αρετές που χάνεται σε άλλη γλώσσα. — Virginia Woolf

Όταν μεταφράζεις, γράφεις. — Marguerite Yourcenar

Όταν σκέφτομαι αυτό το επάγγελμα, σκέφτομαι την ασκητική, ακάματη αφοσίωση που χρειάζεται για να το ασκείς σωστά. — Emma Donoghue

 [Μετάφραση για το dim/art: Μαρία Τσάκος]

01

* * *

Τούτο γυρεύει της μετάφρασης η τέχνη η υψηλή:
ορθά να μεταφράσει όσα ορθά να εννοήσει δεν μπορεί. — Φρήντριχ Ρύκερτ

Όταν η μετάφραση (ή ή «μετάφραση») από τα αρχαία στα νέα ελληνικά πληρώθηκε με αίμα:
Ελένη Κεχαγιόγλου, Μπορούν οι λέξεις να σκοτώσουν; «Ευαγγελικά» και «Ορεστειακά»

Εδώ άλλες επετειακές αναρτήσεις από το dim/art

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

 

5 comments

  1. Το αφιέρωμα είναι πολύ καλό και χορταστικότατο. Το διάβασα με απόλαυση περίπου ως τη μέση. Δυστυχώς στο σημείο εκείνο συνάντησα ένα ατόπημα: εκεί που αναφέρεται στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για τον πολιτισμό, το οποίο δήθεν πέρασε ή μπορεί να περάσει αλώβητο από το πείραμα με τα μεταφραστήρια. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, έχουμε απλώς κακό και άστοχο χιούμορ.

    Μπορεί κανείς να έχει όποια γνώμη θέλει, είτε για τον ΣΥΡΙΖΑ είτε για το πρόγραμμά του για τον πολιτισμό, αλλά όχι σε ένα κείμενο για τη μετάφραση και όχι να παραπλανάει τον αναγνώστη. Εξίσου άτοπο και αντιδεοντολογικό θα ήταν αν (αντί για το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ) γινόταν αναφορά στο πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ ή της ΝΔ. Λυπάμαι πολύ που ένα αφιέρωμα στη μετάφραση χρησιμοποιήθηκε για κομματικούς σκοπούς και ειλικρινά περιμένω κάποια απάντηση από τους υπεύθυνους του αφιερώματος.

    Μου αρέσει!

  2. Φυσικά είναι προφανές ότι οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τον πολιτισμό δεν πέρασαν από μεταφραστήρι και ότι πρόκειται περί χιούμορ. Είναι τόσο προφανές που δεν τίθεται θέμα παραπλάνησης. «Κομματικοί» σκοποί δεν υπάρχουν, υπάρχει βεβαίως πολιτική άποψη του συντάκτη του αφιερώματος με την οποία μπορεί ο αναγνώστης να συμφωνεί ή όχι, όπως επίσης μπορεί ελεύθερα να κρίνει την ποιότητα του χιούμορ του. Ωστόσο, εδώ δεν πρόκειται για μια αρπαχτή εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ γενικώς, κάτι που θα ήταν όντως παράταιρο με το αφιέρωμα, εδώ σχολιάζεται (με χιούμορ, όπως είπαμε) ένα συγκεκριμένο κείμενο. Και σχολιάζεται ακριβώς ως τέτοιο: ως κείμενο.

    Μου αρέσει!

  3. Καμιά αντίρρηση δεν θα είχα αν σχολιάζονταν, όσο επικριτικά κι αν ήταν, είτε ως περιεχόμενο, είτε ως κείμενο οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Δικαίωμά σας. Βρίσκω όμως σοβαρό δεοντολογικό λάθος και έλλειμμα ήθους να γίνεται αυτό λαθραία, σε ένα άρθρο για τη μετάφραση.

    Τέλος πάντων, σας ευχαριστώ για την απάντησή σας που υποθέτω ότι εκφράζει τον ιστότοπο. Και επειδή στον ιστότοπό σας έχετε αναδημοσιεύσει μια ή δυο φορές δικά μου κείμενα, θέλω να σας παρακαλέσω στο εξής να μην το επαναλάβετε. Δεν θέλω κείμενά μου να αναδημοσιεύονται σε ιστοτόπους που τους θεωρώ ανεπαρκείς δεοντολογικά.

    Ευχαριστώ.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.